Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

кого-что+из+чего

  • 1 рука

    -и, αιτ. руку, πλθ. руки, рук, рукам θ.
    1. το χέρι•

    правая, левая рука δεξιό, αριστερό χέρι•

    поднять -и σηκώνω τα χέρια•

    опустить -и κατεβάζω τα χέρια•

    брать в -у παίρνω στο χέρι•

    взять ребнка на руки παίρνω στα χέρια το παιδάκι•

    скрестить -и σταυρώνω τα χέρια•

    вывехнуть -у εξαρθρώνω,βγάζω (στραμπουλίζω) το χέρι•

    протянуть -у τεντώνω το χέρι•

    подать -у δίνω το χέρι•

    умелые -и προκομμένα χέρια.

    || η άκρη του χεριού (παλάμη, δάχτυλα)•

    снимать с -и кольцо βγάζω από το δάχτυλο το δαχτυλίδι.

    2. γραφικός χαρακτήρας•

    это ваша -? αυτό είναι δικό σας γράψιμο;•

    это ме моя рука αυτό δεν είναι δικό μου γράψιμο.

    || υπογραφή (ιδιόχειρη)•

    подделать чью-н. -у πλαστογραφώ την υπογραφή κάποιου.

    3. πλθ. -и εργάτες•

    не хватает рук δε φτάνουν (αρκούν) τα χέρια.

    || άνθρωποι, άτομα•

    я знаю это из нескольких рук το ξέρω αυτό από μερικούς ανθρώπους.

    || μτφ. ισχυρός, δυνατός•

    властная (тяжёлая) рука στιβαρό χέρι.

    || βοηθός, προστάτης.
    4. παλ. συμφωνία γάμου•

    отдать кому-нибудь -у δίνω το χέρι σε κάποιον•

    он просит -у е дочери αυτός ζητά το χέρι της κόρης της (να παντρευτεί την κόρη της).

    5. θέση, σειρά (εργάτη, παίχτη κλπ.)• первая, вторая, третья рука πρώτος, δεύτερος, τρίτος εργάτης•

    на одной -е все четыре туза σ ένα χέρι (παίχτη) και οι τέσσερις άσσοι.

    6. κατηγορία, τάξη•

    мука первой руки αλεύρι πρώτης ποιότητας•

    7. (με αιτ. και πρόθεση «под») σημαίνει κατάσταση, διάθεση•

    под весёлую -у σε κατάσταση ευθυμίας•

    под пьяную -у σε κατάσταση μέθης.

    εκφρ.
    в –ах чьих ή у кого (быть находить(ся) – α) είμαι στα χέρια κάποιου (εξαρτιέμαι (από κάποιον), β) είμαι, βρίσκομαι στη διάθεση κάποιου, γ) είμαι, βρίσκομαι στην εξουσία κάποιου•
    на рукау – (στρατ. παράγγελμα) με προτετανένο το όπλο! προτείνατε!•
    на -у кому – προς όφελος κάποιου•
    на -ах чьих ή у кого (быть, находить(ся) – είμαι, βρίσκομαι στα χέρια κάποιου (υπο την κηδεμονία, προστασία)•
    на -ах у кого (быть, имеет(ся) – υπάρχει σε κάποιον•
    на рукаах у меня ни копейки нет – στα χέρια μου δεν έχω ούτε καπίκι•
    не рука кому – δεν ταιριάζει, αρμόζει σε κάποιον•
    по -е кому – α) ταιριάζω, πηγαίνω•
    перчатка не по - – το γάντι δε μου ταιριάζει στο χέρι. β) κατάλληλος, εύθετος, του χεριού•
    по -ам! – στα χέρια! (αποφασίστηκε, εγκρίθηκε)•
    под -у ходить – αγκαζέ (αλαμπράτσα) βαδίζω•
    под -у – με εμποδίζει κάποιος (όταν είμαι απασχολημένος): не говори под -у μη μου μιλάς όταν εργάζομαι•
    под -ой ή под -ами – μπροστά στα χέρια, πολύσιμά•
    под -сж)παλ. κρυφά, μυστικά, κρυφομιλώντας•
    с -и – ταιριάζει, πηγαίνει•
    -ами и ногами; с -ами и ногами; с -ами, ногами – α) με χέρια και με πόδια (ολόψυχα), β) ολόκληρα, ολότελα, πλήρως•
    рука в -уπαλ. αγκαζέ, αλαμπράτσα•
    рука об руку – χέρι με χέρι μαζί, αγαπημένα, αδερφωμένα•
    рука с рукаой – (παλ.) αγκαζέ, αλαμπράτσα•
    -и вверх! – απάνω τα χέρια! (παραδόσου)•
    -и прочь от... – κάτω τα χέρια απο... (μη επεμβαίνετε)•
    - и не доходят – δεν ευκαιρώ, δεν αδειάζω•
    рука не дрогнет – το χέρι δεν τρέμει (δε διστάζει μπροστά σε τίποτε)•
    - и опустились (отнялись) – κόπηκαν τα χέρια (οι δυνάμεις, η επιθυμία, ο ζήλος)•
    рука не поднимается у кого – δε σηκώνει το χέρι (είναι) αναποφάσιστος, διστακτικός•
    - и чешутся у кого – α) πάει φιρί-φιρί για καυγά. β) τρώνε τα χέρια για δουλειά (έχω όρεξη για δουλειά)•
    - ой не достать (не достанешь) – είναι απρόσιτος (για υψηλή προσωπικότητα)•
    - ой подать – πολύ σιμά, το χέρι ν' απλώσεις τον έφτασες•
    - ами и ногами отбиваться – με χέρια και με πόδια αντιστέκομαι, αποκρούω (σθεναρά, λυσσαλέα)•
    дать -у на отсечение – κόβω το κεφάλι μου (όρκος διαβεβαίωσης)•
    иметь -у – έχω μπάρμπα στην Κορώνα (έχω τα μέσα)•
    марать (пачкать) -и – λερώνω τα χέρια (αναμειγνύομαι σε βρώμικη υπόθεση)•
    обломать -и о кого – δέρνω, χτυπώ ανελέητα (σπάζοντας τα ίδια μου τα χέρια)•
    опустить -и – κατεβάζω το κεφάλι (αποθαρρύνομαι, απογοητεύομαι)•
    подать (протянуть) -у (помощи) – δίνω χείρα βοηθείας (βοηθώ)•
    поднять -у на кого, что – σηκώνω χέρι κατά κάποιου (αρχίζω αγώνα κατά κάποιου)•
    приложить -у к чему ή под чем – βάζω την υπογραφή κάτω απο•
    -и ή -у к чему – βάζω το χεράκι μου (συμμετέχω)•
    умыть -и – νίβω τα χέρια μου (απεκδύομαι πάσης ευθύνης)•
    как без рук кого-чего – σαν να μην έχω χέρια, κανένα(ν), τελείως ανίκανος•
    брать (взять) себя в -и – συγκρατώ τον εαυτό μου, αυτοεπιβάλλομαι, αυτοκυριαρχούμαι•
    взять в -и кого – παίρνω στα χέρια μου κάποιον πειθαρχώ, υποτάσσω, τιθασεύω•
    играть в четыре -и – παίζω κατρμέν (δυο παίχτες στο πιάνο)•
    попасть(ся) в -и – α) πέφτω, περιέρχομαι στα χέρια•
    письмо попало в -и начальника полиции – α) το γράμμα έπεσε στα χέρια του διευθυντή της αστυνομίας, β) πέφτω στα χέρια (τύραννου, βασανιστή κ.τ.τ.)•
    иметь (держать) в (своих) -ах – έχω, κρατώ στα χέρια μου (κατέχω)•
    смотреть (глядеть) из чьих рук – αποβλέπω σε βοήθεια κάποιου•
    прибрать к -ам – παίρνω, ιδιοποιούμαι, σφετερίζομαι•
    пройти между рук – (για χρήματα) ξοδεύονται, φεύγουν απαρατήρητα, από λίγα-λίγα•
    выдать на -и – δίνω στα χέρια, εγχειρίζω στον ίδιο•
    отдать на -и – αναθέτω την προστασία (κηδεμονία) σε κάποιον•
    получить на -и – παίρνω στα χέρια μου•
    бить, ударить по -ам – χειραψία αμέσως μετά το κλείσιμο της συμφωνίας•
    дать по -ам – χτυπώ στα χέρια (για να αποβάλλει κακές συνήθειες, για εκφοβισμό)•
    вести под -и – οδηγώ (πηγαίνω) κάποιον κρατώντας από τα χέρια μαζί με άλλον•
    попасть(ся), повернуться под -у кому – τυχαία βρίσκομαι σιμά σε κάποιον•
    в одни -и (продать, отпустить) – κατ άτομο, από έναν-έναν εξυπηρετώ, πουλώ εμπόρευμα•
    в наших -ах – στα χέρια μας, στην κατοχή μας, εξουσία μας•
    в одних -ах быть – στα χέρια ενός ανθρώπου είναι (υπάρχει)•
    из рук в -и ή с рук на -и – από τα χέρια ενός στου άλλου, απο τον έναν στον άλλον•
    из рук вон (плохо) – μακριά απ εδώ• κακά, ψυχρά κι ανάποδα•
    на -ах чьих умереть – πεθαίνω στα χέρια κάποιου•
    от -и писать – γράφω με το χέρι (όχι με γραφομηχανή)•
    по рукаам ходить – περιέρχομαι από χέρι σε χέρι•
    с рук продавать – πουλώ στο χέρι, κρατώντας στα χέρια•
    с рук сбыть (пустить) – απαλλάσσομαι, γλυτώνω, ξεφορτώνομαι•
    с рук сойти – ξεφεύγω από τα χέρια (τα νύχια), τη γλυτώνω, την περνώ ατιμώρητα•
    дело рук чьих – είναι έργο κάποιου, από σφάλμα κάποιου•
    обеими -ами подписаться – συμφωνώ απόλυτα, υπογράφω με τα δυο χέρια•
    обеими -ами ухватиться – επωφελούμαι (δράττομαι) της ευκαιρίας.

    Большой русско-греческий словарь > рука

  • 2 перекладывать

    1. (дорожное покрытие) επικαλύπτω/επιστρώνω εκ νέου 2. мор. μετατοπίζω, στρίβω. - руль - το πηδάλιο 3. (напр. на другое место) μεταθέτω, μετακινώ, μετατοπίζω 4. (переносить на другой срок, откладывать) αναβάλλω 5. (освобождая кого-л. от чего-л., возлагать на другого) αναθέτω 6. (укладывать что-л., помещая между отдельными укладываемыми предметами слой чего-л другого) (παρ)εμβάλλω, (παρ)ενθέτω, βάζω ενδιάμεσα 7. (что-л. заново, иначе) ξανατοποθετώ 8. (муз., литер) διασκευάζω, τροποποιώ, μετατρέπω.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > перекладывать

  • 3 глаз

    глаз
    м τό μάτι, ὁ ὁφθαλμός, τό ὅμμα/ τά μάτια, ἡ ὅραση [-ις] (зрение):
    хорошие (плохие) \глаза καλή (κακή) δράση· запавшие \глаза τά κομμένα μάτια· болезнь \глаз ἡ ὀφθαλμία, ὁ πονόματος· иметь верный \глаз ἔχω καλό μάτι· ◊ ради прекрасных \глаз γιά τά ὠραΐα μάτια· для отвода \глаз γιά τά μάτια τοῦ κόσμου· и а \глаз (приблизительно) μέ τό μάτι, περίπου, κατά προσέγγισιν своими \глазами μέ τά ἰδια μου τά μάτια. Ιδίοις δμμασι· на \глазах (у) кого́-л. μπροστά στά μάτια (κάποιου)· это бросается в \глаза χτυπᾶ στά μάτια, εἶναι ἐξόφθαλμο· я его́ в \глаза никогда не видел δέν τόν είδα ποτέ ἀπό κοντά· у нее \глаза всегда на мокром месте κλαίγει κάθε λίγο καί λιγάκι· не попадайся мне больше на \глаза νά μήν σέ ξαναδούν τά μάτια μου, νά μήν σέ ξαναδώ μπροστά μου· уходи с глаз долой! νά μή σέ ίδοῦν τά μάτια μου!, χάσου ἀπό μπροστά μου!· говорить в \глаза (ό)μιλω ἀνοιχτά, κατά πρόσωπον говорить за \глаза́ μιλῶ ἐν ἀπουσία κάποιου (или ἀπό πίσω του)· закрывать \глаза на что́-л. κάνω πώς δέ βλέπω· с закрытыми \глазами μέ κλειστά τά μάτια, τυφλοίς ὅμμασι· идти́ куда́ \глаза́ глядят παίρνω τά μάτια μου καί φεύγω, παίρνω τῶν ὀμματιῶν μου· открывать кому́-л. \глаза на что́-л. ἀνοιγω κάποιου τά μάτια· с \глазу на \глаз ίδιαιτέρως, κατά μόνας· смотреть во все \глаза ἔχω τά μάτια μου δεκατέσσερα· смеяться в \глаза κοροϊδεύω κατάμουτρα· не в бровь, а в \глаз погов. πετυχαίνω στό ψαχνό· с глаз доло́й \глаз из сердца вон погов. μάτια πού δέν βλέπονται γρήγορα λησμονιοῦνται. (своим) \глазам не верю δέν πιστεύω στά μάτια μου· не спускать \глаз с кого-л. (с чего́-л.) а) δέν χορταίνω νά βλέπω любоваться), б) παρακολουθώ ἀδιάκοπα не выпускать из виду)· у семи нянек дитя без \глазу погов. ὅπου λαλοῦν πολλοί πετεινοί, ἀργεῖ νά ξημερώσει· не смыкая \глаз ἀγρυπνα· у страха \глаза велики́ погов. е£ ὁ φόβος μεγαλοποιεῖ τόν κίνδυνο· хоть \глаз выколи δέν βλέπω τή μύτη μου· правда \глаза колет погов. ἡ ἀλήθεια εἶναι πικρή.

    Русско-новогреческий словарь > глаз

  • 4 глаз

    -а (-у), προθτ. о -е, в -у, πλθ. глаза, глаз, -ам а.
    1. μάτι, όμμα, οφθαλμός. || ματιά, βλέμμα.
    2. όραση•

    он лишился глаз αυτός έχασε τα μάτια (την όραση, το φως).

    || μτφ. επίβλεψη•

    у семи нянек дидя без -у οι πολλές μαμές βγάζουν στραβό το παιδί ή οι πολλοί καραβοκυραίοι πνίγουν γρήγορα το καοάβι ή (αρχ. παροιμία) πολλοί στρατηγοί Καρίαν απώλεσαν.

    3. μάτιασμα, μάτι.
    εκφρ.
    в -ах чьих – α) στα μάτια (γνώμη, κρίση) του ή των. β) παλ. επί παρουσία•
    на -ах – επί παρουσία, με την παρουσία (κάποιου)•
    с безумных глаз – (απλ.) σε κατάσταση παραλογισμού•
    с пьяных глаз – (απλ.) σε κατάσταση μέθης•
    с какими -ами появиться ή показаться – με τι πρόσωπο (ή μούτρα) να εμφανιστώ (ή να βγώ, να παρουσιαστώ)•
    -а бы (мой) не смотрели ή не глядели; -а б (мой) не видали – να μην έβλεπαν τα μάτια μου (για μεγάλη απέχθεια)•
    - а горят на что – καίγομαι από τον πόθο, επιθυμώ πάρα πολύ•
    - а на лоб лезут – (απλ.) τα μάτια γουρλώνουν από θαυμασμό•
    смотреть большими глазами – γουρλώνω τα μάτια, βλέπω με θαυμασμό•
    смотреть ή глядеть в -а – κοιτάζω στα μάτια, κατάματα (προσπαθώ να εξιχνιάσω, να μαντέψω)•
    смотреть – ή,глядеть во все -а έχω τα μάτια μου τέσσειρα (άγρυπνα παρακολουθώ)’ смотреть ή глядеть прямо (ή смело) в -а κοιτάζω, Βλέπω κατάματα (άφοβα)•
    смотреть ή глядеть на что чьими -ами – βλέπω με ξένα μάτια (δεν έχω δική μου γνώμη)•
    в -а не видать – να μην ιδώ στα μάτια μου•
    в -а сказать ή назватьκ.τ.τ. λέγω κατά πρόσωπο, κατάμουτρα•
    в -ах ή перед -ами стоять – στο νου μου, μπροστά μου το εχω, μου έρχεται στη σκέψη•
    острый глаз – οξεία όραση•! дурной глаз κακό μάτι (βάσκανο)•
    куда не кинь -ом – όπου και να ρίξεις (να στρέψεις) το μάτι•
    на -а показывается ή попадает(ся)κ.τ.τ. εμφανίζεται, παρουσιάζεται μπροστά μου•
    настолько хватает глаз ή куда достает глаз – όσο φτάνει ή κόβει το μάτι•
    ни в одном -у -е – καθόλου δεν είναι μεθυσμένος•
    с глаз долой (уйти, убрать(ся) – συνήθως με προστκ. έξω, φύγε απ’ εδώ, να μη σε δουν τα μάτια μου•
    с -у на глаз – ένας μ' έναν, τετ α τετ•
    между глаз – απαρατήρητα•
    закрывать -а – κλείνω τα μάτια (κάνω,προσποιούμαι πως δε βλέπω)•
    закрыть -а – κλείνω τα μάτια (πεθαίνω)•
    закрыть -а кому-то – α) κλείνω τα μάτια του πεθαμένου, β) παρευρίσκομαι στο θάνατο συγγενούς•
    отктрыть, открывать -а кому – ανοίγω τα μάτια κάποιου (διαφωτίζω)•
    на -ах – με το μάτι (η περίπου εκτίμηση)•
    в -а – φάτσα, απέναντι, εν όψει•
    за -а – α) εν απουσία, ερήμην, β) χωρίς να ιδώ•
    купить что-л. за -а – αγοράζω γουρούνι στο σακκί•
    - а не казать – να μην εμφανιστεί μπροστά μου•
    идти куда глаза глядят – ενεργώ απερίσκεπτα, ριψοκινδυνεύω•
    лгать в -а – ψεύδομαι κατάφορα•
    очки не по -ом – τα ματογυάλια δεν κάνουν, δεν αντιστοιχούν στην όραση•
    не пу-скй’ть с глаз с кого-л, с чего-л. – δεν ξεκολλώ τα μάτια από κάποιον, από κάτι (θέλγομαι)•
    у страха -а великиπαρμ. ο φόβος μεγαλώνει το κακό•
    с глаз долой из сердца вон – μάτια που δε βλέπονται γρήγορα ξεχνιούνται.

    Большой русско-греческий словарь > глаз

  • 5 смотреть

    смотрю, смотришь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. смотренный, βρ: -рен, -а, -о
    ρ.δ.
    1. βλέπω, κοιτάζω, θωρώ• παρατηρώ•

    смотреть в дэль κοιτάζω μακριά στο βάθος•

    смотреть на часы κοιτάζω το ωρολόγι•

    смотреть в зеркало κοιτάζω στον καθρέφτη•

    смотреть в бинокль παρατηρώ με τη διόπτρα•

    новую кинокартину βλέπω νέα κινηματογραφική ταινία.

    || μτφ. σκέπτομαι, στοχάζομαι•

    смотреть в будущее κοιτάζω στο μέλλον.

    || μτφ. δίνω προσοχή•

    вы на это не -ите εσείς αυτό μην το κοιτάτε (μη δίνετε προσοχή).

    2. μτφ. ενδιαφέρομαι, νοιάζομαι, προσέχω. || μτφ. θεωρώ, λογίζω. || υπολογίζω, υποθέτω.
    3. επιβλέπω, παρακολουθώ•

    смотреть за детьми κοιτάζω τα παιδιά.

    || εξετάζω•

    доктор -ел сольного ο γιατρός κοίταξε τον άρρωστο.

    || (παλ.) επιθεωρώ•

    генерал -ел полк ο στρατηγός επιθεώρησε το σύνταγμα.

    4. είμαι εστραμμένος•

    окна -ят в сад τα παράθυρα βλέπουν προς τον κήπο•

    пулемты -ят ва вражеские позиции τα πολυβόλα είναι εστραμμένα κατά των εχθρικών θέσεων.

    5. διαφαίνομαι, διακρίνομαι.
    6. με μερικά ουσ. σημαίνει: ομοιάζω• θυμίζω•

    смотреть зверем κοιτάζω σαν θηρίο•

    смотреть сентябрм μοιάζω με τον Σεπτέμβρη•

    смотреть сычом μοιάζω με το μπούφο.

    7. θέλω να γίνω•

    она в невесты смотретьит αυτή θέλει να γίνει νύφη (να παντρευτεί).

    8. προστκ. -и, -те κοίτα, -άτε: α) φυλάξου, πρόσεξε, β) σημαίνει θαυμασμό• για (ι)δές.
    9. προστκ.κ. 2ο πρόσ. ενστ. -ишь ως παρνθ. λ. α) βλέπε, βλέπεις• στο μεταξύ, β) πολύ πιθανόν, πιθανότατα.
    10. -ю, -им ως παρνθ. λ. βλέπω, -ομε• τι να δω, δούμε.
    εκφρ.
    смотреть в гроб (в могилу) – είμαι προς το τέλος, είμαι του θανατά•
    смотреть в оба глаза – τα μάτια σου τέσσερα•
    смотреть за собой – φροντίζω (περιποιούμαι) τον εαυτό μου•
    смотреть не на что – δεν. αξίζει να κοιτάζεις• смотреть (с надеждой) на кого-что στηρίζω τις ελπίδες στον, στο•
    смотреть смертиβλ. στη λ. смерть- -я как; -я где; -я когда κ.τ.τ. εξαρτάται από το πως, που, πότε•
    - я по чему – κρίνοντας από το ότι•
    что (чего) -ит? куда -ит! – τι κοιτάζει; που κοιτάζει; (γιατί δεν προσέχει, δε φροντίζει).
    1. κοιτάζομαι, βλέπομαι•

    смотреть в зеркало κοιτάζομαι στον καθρέφτη.

    2. απρόσ. φαίνομαι• διακρίνομαι•

    фильм хорошо -ится το φιλμ καλά φαίνεται.

    Большой русско-греческий словарь > смотреть

  • 6 объявлять

    объявлять
    несов
    1. (сообщать) γνωστοποιώ, δηλώνω, ἀνακοινώνω:
    \объявлять о своем несогласии δηλώνω διαφωνία·
    2. (оглашать) ἀνακοινώνω, κοινοποιώ:
    \объявлять решение суда ἀνακοινώνω δικαστική ἀπόφαση· \объявлять приговор κοινοποιώ καταδικαστική ἀπόφαση·
    3. (заявлять о начале чего-л.) κηρύττω:
    \объявлять войну κηρύττω τόν πόλεμο· \объявлять конкурс προκηρύττω διαγωνισμό1
    4. (кого-что кем-чем или каким) θεωρώ, βγάζω:
    \объявлять» договор недействительным θεωρῶ ἄκυρη τή συμφωνία· ◊ \объявлять благодарность ἐκφράζω εὐχαριστίες· \объявлять шах шахм. ἀπειλω τόν βασιληά (στό σκάκι).

    Русско-новогреческий словарь > объявлять

  • 7 рука

    рук||а
    ж
    1. τό χέρι, ἡ χείρ / τό μπράτσο, ὁ βραχίονας [-ων] (от локтя до плеча):
    правая \рука τό δεξιά χέρι· левая \рука τό ἀριστερό χέρι· брать на руки παίρνω στά χέρια· махать \рукаа́ми κουνώ τά χέρια· держать в \рукаа́х прям., перен ἔχω στό χέρι· взять кого-л. под руку πιάνω ἀπ' τό μπράτσο, πιάνω κάποιον ἀγκαζέ· идти под руку с кем-л. πηγαίνω μέ κάποιον ἀγκαζέ· вести кого-л. под руки συνοδεύω κάποιον κρατώντας τον ἀγκαζέ· вести за руку κρατώ ἀπό τό χέρι· здороваться за руку χαιρετώ μέ χειραψία· подавать кому́-л. ру́ку δίνω τό χέρι μου· трогать \рукаами ἀγγίζω μέ τά χέρια· \рукаами не трогать! μήν ἀγγίζετε!· руки вверх! ψηλά τά χέρια!· по правую руку στό δεξί χέρι, στά δεξιά· на левой \рукае στ' ἀριστερό χέρι, στ' ἀριστερά· быть по \рукае (о перчатках) μοῦ ἐρχεται καλά στό χέρι·
    2. (почерк) ὁ γραφικός χαρακτήρας, τό γράψιμο:
    это не его \рука δέν εἶναι ὁ δικός του χαρακτήρας, δέν εἶναι τό γράψιμο του·
    3. перен (протекция) разг τό μέσο[ν], ἡ προστασία· ◊ он его правая \рука εἶναι τό δεξί του χέρι· \рука не дрогнет δέν θά διστάσω· у меня \рука не поднимается δέν μοδ κάνει καρδιά· золотые руки а) ἡ χρυσοχέρα (о женщине), б) ὁ χρυσοχέρης (о мужчине)· сидеть сложа руки κάθομαι μέ σταυρωμένα τά χέρια· руки не доходят до чего-л. δέν Εχω καιρό ν' ἀσχοληθώ μέ κάτι· у него руки опускаются χάνει τό κουράγιο του· ру́кн прочь! κάτω τά χέρια!· играть в четыре \рукай παίζω κατρμαίν связать кого-л. по \рукаам δένω τά χέρια κάποιου· быть связанным по \рукаа́м и ногам εἶμαι δεμένος χεροπόδαρα· уда́рить по \рукаа́м (согласиться) δίνω χέρι, συμφωνώ· дать кому-л. по \рукаам τιμωρώ κάποιον, τσακίζω τά χέρια· ходить по \рукаам περνώ ἀπό χέρι σέ χέρι· прибрать к \рукаам что-л. βάζω κάτι στό χέρι, οἰκειοποιούμαι κάτι· \рукаам воли не давай! μή σηκώνεις χέρι!· в одни руки (продать, отпустить) στό ἀτομο, κατ' ίίτο-μο[ν]· брать что-л. в свой руки παίρνω στά χέρια μου, ἀναλαμβάνω κάτι· взять кого-л. в руки κάνω κάποιον του χεριοο μου· взять себя в руки συνέρχομαι, συγκρατούμαι· попасть кому-л. в руки πέφτω στά χέρια κάποιου· быть в \рукаах у кого-л. μ' ἐχει κάποιος στό χέρι· быть (находиться) в хороших \рукаах βρίσκομαι σέ καλά χέρια· это в наших (их, ваших, его и т. п.) \рукаах εἶναι στό χέρι μας (τους, του, σας)· носить кого-л. на \рукаах ἔχω κάποιον μή στάξει καί μή βρέξει· иметь на \рукаа́х ἔχω· умереть на \рукаах у кого-л. πεθαίνω στά χέρια κάποιου· на все ру́ки мастер πολυτεχνίτης· набить руку παίρνω τόν ἀέρα (τής δουλειάς), συνηθίζω σέ κάτι· марать руки λερώνω τά χέρια μου· умывать руки νίπτω τάς χείρας μου, πλένω τά χέρια μου· \рука руку моет погов. τό ἕνα χέρι νίβει τ' ἀλλο καί τά δυό τό πρόσωπο· \рука об руку χέρι μέ χέρι· на скорую руку разг πρόχειρα, στά πεταχτά· нечист на руку ἀπατεώνας, παλη-άνθρωιτος· под пьяную руку разг στό μεθύσι, μεθυσμένος· подать руку помощи δίνω βοήθεια· поднять ру́ку на кого-л. σηκώνω χέρι (επάνω σέ κάποιον)-наложи́ть ру́ку на что-л. βάζω χέρι σέ κάτι, βάζω στό χέρι κάτι· наложить на себя руки κάνω ἀπόπειρα αὐτοκτονίας, σηκώνω ἐπάνω μου χέρι· приложить ру́ку βάζω τό χεράκι μου, βοηθώ· нагреть себе руки на чем-л. κάνω τή μπάζα μου, βγάζω μίζα· выдать на руки δίνω στά χέρια· это дело его рук εἶναι δική του δουλειά· из рук в ру́ки, с рук на руки ἀπό χέρι σέ χέρι· из первых рук ἀπό πρώτο χέρι· из рук вон плохо κακά καί ψυχρά· все валится из рук δέν μπορώ νά κάνω δουλειά· как без рук без кого-чего-л. εἶμαι ἀνήμπορος, μοῦ κόβονται τά χέρια· не покладая рук ἀσταμάτητα, ἀκούραστα· не хватает рабочих рук δέν φτάνουν τά ἐργατικά χέρια· отбиться от рук γίνομαι ᾶτακτος, δέν πειθαρχώ· с ру́к сбыть ξεφορτώνομαι κάτι· ему́ все сходит с рук βγαίνω πάντα λάδι· это мне не с \рукай разг δέν μοῦ ἐρχεται βολικό· средней \рукай разг μέτριος, κοινός· просить чьей-л, \рукаи ζητώ τό χέρι (или τήν χείρα), ζητώ σέ γάμο· махну́ть \рукао́й на что-л. παρατάω κάτι· \рукаой подать πολύ κοντά, δίπλα· как \рукаой сняло что-либо разг πέρασε ἐντελώς· чужими \рукаами жар загребать погов. βάζω ἄλλον νά βγάλει τό φίδι ἀπό τήν τρύπα, βάζω ἄλλον νά βγάλει τά κάστανα ἀπ' τή φωτιά· ухватиться обеими \рукаами за что-л. ἀρπάζομαι (или πιάνομαι) ἀπό κάτι, δέχομαι μέ εὐχαρίστηση· сон в ру́ку τό ὀνειρο βγήκε· передать кого-л. в ру́ки правосудия παραδίδω κάποιον στά χέρια τής δικαιοσύνης· положа ру́ку на сердце μέ τό χέρι στήν καρδιά.

    Русско-новогреческий словарь > рука

  • 8 душа

    -и, αιτ. душу, πλθ. души θ.
    1. ψυχή•

    в глубине -и στα μύχια της ψυχής•

    -ой и телом ψυχή τε και σώματι•

    от всей -и μ' όλη μου την καρδιά, ολόψυχα•

    благородство -и ευγενικότητα της ψυχής•

    любить всей -ой αγαπώ ολόψυχα•

    -и усопших οι ψυχές των πεθαμένων•

    человек доброй -и άνθρωπος καλόψυχος.

    2. άνθρωπος, κάτοικος, άτομο•

    на улице ни -и στο δρόμο δεν είναι ούτε ψυχή•

    ни одна душа ничего не знает κανένας απόλυτα δεν ξέρει•

    сколько с -и? πόσο κατ'άτομο;•

    на -у населения ατο άτομο, κατ' άτομο.

    3. δουλοπάροικος•

    он был обладателем двести душ αυτός ήταν κάτοχος διακοσίων δουλοπάροικων.

    4. το βασικό, το κύριο, η ουσία. || καθοδηγητής, εμψυχωτής.
    εκφρ.
    бумажная душа – γραφειοκράτης, γραφιάς•
    заячья душа – δειλός)κιοτής (σαν το λαγό)•
    чернильная душа – καλαμαράς, γραφειοκράτης•
    без -иπαλ. α) άψυχος (από ζωηρό αίσθημα ή φόβο), β) χωρίς ενθουσιασμό, ψόφιος•
    в - – α) μέσα, εσωτερικά, β) έμφυτα, απο, τη φύση•
    по - – του γούστου, της αρέσκειας•
    по -ам ή по - – φιλικά, ειλικρινά (жить) душа в -у ζω αρμονικά•
    душа нараспашку – ανοιχτόκαρδα•
    душа не лежит. – αισθάνομαι, αντιπάθεια•
    душа не на месте – σπάραζε η καρδιά•
    душа не принимает – αντιπαθώ, δε χωνεύω•
    душа ушла (уходит) в пятку – μου πήγε (πηγαίνει) η ψυχή στην κούλουρη (καταφοβήθηκα)•
    вдохнуть -у – εμψυχώνω, αναζωογονώ, τονώνω, ενθαρρύνω•
    излить -у – ανοίγω την καρδιά (εκμυστηρεύομαι όλα)•
    вложить -у – επιδίδομαι ολόψυχα•
    отвести -у – ξαλαφρώνω, ξεσκάζω• ικανοποιώ μεγάλη μου επιθυμία•
    отдать Богу -у – παραδίδω το πνεύμα (πεθαίνω)•
    душа моя – ψυχή μου (συμπάθεια μου)•
    отпустить -у на покаяние – αφήνω ήσυχο•
    положить -у за кого-чего – θυσιάζω τη ζωή μου για κάποιον, για κάτι•
    положить -у на что – βάζω όλα τα δυνατά μου σε κάτι•
    не чаять -и – υπεραγαπώ, λατρεύω•
    кривить -ой – γίνομαι ανειλικρινής• υποκρίνομαι•
    ни -ой ни телом – καθόλου•
    это мне по - – αυτό πολύ μου αρέσει,• влезть ή залезть в -у кому αποκτώ την εμπιστοσύνη κάποιου•
    заглянуть в -у кому – ψυχολογώ καλά κάποιον•
    мне не по - – δε μου αρέσει, δεν είναι της καρδιάς μου•
    хватать за -у – ταράσσω, συγκινώ την ψυχή•
    взять ή принятьκ.τ.τ. что на -у ή на свой -у αναλαβαίνω την ευθύνη για κάποιον•
    стоить ή торчать над чьей -ой – κάθομαι πάνω στο κεφάλι. (γίνομαι ενοχλητικός)•
    петь -ой, – τραγουδώ συναισθηματικά•
    в чем душа (только) держится – άψυχος, ψόφιος, μόνο που δεν του βγήκε ακόμα η ψυχή•
    за милую -у – μ' όλες τις ανέσεις•
    за -ой (у кого) есть ή имеется – έχει κάτι (να περάσει, να ζήσει)•
    за -ой (у кого) нет чего – δεν έχει τίποτε (να περάσει, να ζήσει)•
    за -у берёт что-н. – ανησυχώ, φοβούμαι•
    на - кошки сгребут – έχει σαράκι στην καρδιά• ή τον τρώει το σαράκι•
    сколько -е угодно – όσο θέλει η ψυχή σου.

    Большой русско-греческий словарь > душа

  • 9 дело

    -а, πλθ. дела, дел, делам ουδ.
    1. δουλειά, ασχολία, υπόθεση•

    дело кипит η δουλειά βράζει (είναι στη φούρια)•

    хозяйственные -а οικονομικές υποθέσεις•

    домашние -а οι δουλειές του σπιτιού•

    какие у вас с ним -а τι σχέσεις (δοσοληψίες, νταραβέρια) έχεις μ’ αυτόν•

    государственные -а κρατικές υποθέσεις•

    сидеть без -а κάθομαι αργός (χασομέρης)•

    за -! στη δουλειά!• επί το έργον!•

    странное дело! περίεργο πράγμα!•

    быть занятым -ом είμαι απασχολημένος, έχω δουλειά•

    ни до кого -а нет δε μ’ ενδιαφέρει για τίποτε•

    я занят важным -ом είμαι απασχολημένος μέ σοβαρή υπόθεση•

    мне до ваших нужд мало -а για τις ανάγκες σας λίγο μ’ ενδιαφέρει’по -ам службы για υπηρεσιακές δουλειές (υποθέσεις)•

    текущие -а καθημερινές υποθέσεις•

    министерство внутренних дел υπουργείο των εσωτερικών (υποθέσεων)•

    курение дело привычки το κάπνισμα ει.ναι, συνήθεια•

    мое -! δική μου δου λεία!•

    какое мне до этого -а? τι δουλειά έχω εγώ μ’ αυτό;•

    без -а не входить χωρίς να έχεις δουλειά (υπόθεση) μη μπαίνεις ή απαγορεύεται η είσοδος•

    я к вам по -у έρχομαι σε σας για μια υπόθεση•

    у меня к нему по -у έχω κάποια υπόθεση σ’ αυτόν.

    2. πράξη•

    доброе дело καλή πράξη.

    3. τέχνη•

    военное дело στρατιωτική τέχνη, τα πολεμικά•

    столярное дело η ξυλουργική•

    горное дело μεταλλευτική (τέχνη) ή ορυκτολογία•

    газетное дело η εφημεριδογραφία•

    в совершенстве знать свое дело στην εντέλεια πρέπει να κατέχεις την τέχνη σου.

    || έργο, υποχρέωση, καθήκον.
    4. επιχείρηση, οίκος•

    он закрыл свое дело αυτός έκλεισε την επιχείρηση του•

    он ворочает -ами αυτός είναι επιχειρηματίας•

    5. υπόθεση διοικητική, δικαστική• δίκη, διαδικασία•

    дело дрейфуса υπόθεση Ντρέιφους•

    уголовное дело ποινική υπόθεση.

    6. φάκελλος (τα έγγραφα μιας υπόθεσης)•

    личное дело ατομικός φάκελλος.

    7. μάχη•

    дело под бородиным η μάχη στο:Μποροντινό•

    он участвовал в -ах против неприятеля αυτός πήρε μέρος στις μάχες κατά του εχθρού.

    8. συμβάν, γεγονός•

    это дело случилось давно αυτό το γεγονός συνέβηκε πριν πολύ καιρό.

    || πράγμα, υπόθεση•

    это совсем другое (ή иное) дело αυτό είναι τελείως διαφορετικό πράγμα•

    дело идет к осени το πράγμα τραβάει γιά το Φθινόπωρο•

    в чем -? τι συμβαίνει;•

    в том, что... η υπόθεση είναι ότι...• главное дело в том, что...το βασικό πράγμα είναι ότι...• не в том дело δεν πρόκειται γι αυτό (το πράγμα)•

    дело прошлое παλιά υπόθεση•

    вот какое дело να τι υπόθεση•

    все дело сводится к следующему όλη η υπόθεση συνίσταται στο εξής.

    9. κατάσταση πραγμάτων, τα πράγματα, οι δουλιές•

    -а на фронте поправляются η κατάσταση πραγμάτων στο μέτωπο διορθώνεται•

    положение дел κατάσταση πραγμάτων•

    как обстоит -с вашим другом? πως τα πάτε με το φίλο σας;

    10. αρμοδιότητα, δικαιοδοσία•

    это дело милиции αυτό είναι υπόθεση της αστυνομίας•

    не наше -говорить об этом δε μας πέφτει λόγος να μιλούμε εμείς γι αυτό.

    11. έργο•

    это-всей его, жизнь αυτό είναι έργο όλης του της ζωής.

    εκφρ.
    первым -ом – πριν απ’ όλα, πρώτα-πρώτα, πρώτιστο, στην πρώτη γραμμή ή πρώτη σειρά•
    за дело – δίκαια, όπως αξίζει, σωστά (για τιμωρία ή βράβευση)•
    к -у! ή ближе к -у! – στην ουσία! στο θέμα!•
    между -ом – ανάμεσα στις άλλες δουλιές•
    на -е – στην πράξη•
    на самом -е – στην πραγματικότητα•
    не у дел – απολυμένος α-πο την υπηρεσία•
    дело в шляпе – (απλ.) τελειώνω με επιτυχία, με το καλό, καπάκι η δουλειά•
    дело с концом ή -у конец – τέλειωσε η υπόθεση, τέλος στην υπόθεση•
    дело доходит (дошло) до... – η υπόθεση φτάνει (έφτασε) ως... дело идет -касается πρόκειται, γίνεται λόγος• дело; за...η υπόθεση εξαρτιέται από•
    дело стало за – η δουλειά σταμάτησε (καθυστέρησε, κόλλησε) λόγω, εξ αιτίας•
    дело не станет за... – η καθυστέρηση δέν προέρχεται από το(ν)..,за малым -ом стало η καθυστέρηση προήρθε από ένα μικροπράγ-μα•
    дело делать – δουλεύω, ασχολούμαι στα σοβαρά•
    иметь дело с... – σχετίζομαι με...• пустить в дело βάζω σε εφαρμογή, εφαρμόζω, χρησιμοποιώ στην πράξη•
    идти (пойти) в дело – χρησιμοποιώ, με ταχειρίζομαι•
    в -е быть – χρησιμοποιούμαι, εργάζομαι• μπαίνω σε κίνηση•
    в самом -е – στην πραγματικότητα•
    в чем -? – τι συμβαίνει; Τι τρέχει;•
    мое дело маленькое – ποιος με ρωτάει εμένα, ποιος ρωτάει το χασάνη πότε κάνουν ραμαζάνι, δε με ενδιαφέρει• δεν είμαι υποχρεωμένος•
    дело сторона – κάθομαι στην άκρη, είμαι αμέτοχος, τραβώ χέρι•
    то и дело – συνέχεια, ακατάπαυστα, κάθε στιγμή, επαναλειπτικά•
    то ли дело – τελείως διαφορετικά, πολύ καλύτερα, δέμπορεί κανένας να πει τίποτε (για σύγκριση)•
    вот какие -а! – να τι δουλειές!•
    дело его рук – είναι έργο του•
    дело случая – γεγονός τυχαίο, τυχαία σύμπτωση•
    дело не терять мужества – προ παντός να μη αποθαρρυνόμαστε•
    - а давно минувших дней – αυτό είναι παλιά ιστορία•
    это особое дело – αυτό είναι μια ιδιάζουσα περίπτωση•
    наделал он мне дел – μου δημιούργησε αυτός ιστορίες•
    это последнее дело – αυτό είναι το χειρότερο απ’ όλα•
    по личному -у – για ατομική υπόθεση•
    что ему за дело до меня? – τι τον ενδιαφέρει για μένα;•
    дело идет на лад – η υπόθεση πάει καλά (ρέγουλα)•
    богоугодное дело – θεάρεστο έργο•
    порядок -а – ημερήσια διάταξη•
    по своим -ам – για καθαρά δικές του υποθέσεις•
    заведывать -ами – διαχειρίζομαι τις υποθέσεις•
    вера без дел дело мертваπαρμ. η πίστη χωρίς έργα είναι νεκρή•
    поймать кого на -е – πιάνω κάποιον επ’ αυτοφόρω•
    приступить прямо к –у – μπαίνω κατ’ ευθεία στην ουσία (στο ψητό)•
    дело милосердия’ – πράξη ευσπλαχνίας•
    у меня много -а – έχω πολλές φροντίδες•
    нужны -а, а не слова, – χρειάζονται έργα κι όχι λόγια•
    ему ни до чего, ни до кого нет -а – αυτός είναι αναρμόδιος, δεν έχει καμιά δουλειά ν’ ανακατευτεί στην υπόθεση•
    не беритесь не за свое дело – μην ανακατεύεσαι σε ξένες υποθέσεις, μη φυτρώνεις εκεί που δε σε σπέρουν•
    говорить дело – μιλώ δίκαια, λογικά•
    слыханное ли это дело – ακούστηκε ποτέ τέτοιο πράγμα•
    виданное ли это дело – είδε ποτέ κανένας τέτοιο πράγμα•
    это проигранное дело – αυτό είναι χαμένη υπόθεση•
    он наказан, и за дело – αυτός τιμωρήθηκε και με το παραπάνω•
    в том то и дело – ακριβώς γι αυτό είναι, περί αυτού ακριβώς πρόκειται.

    Большой русско-греческий словарь > дело

  • 10 не

    не 1
    μόριο αρνητικό
    1. δεν, δε• μη(ν) όχι•

    я не хочу εγώ δε θέλω•

    я не пойду домой εγώ δε θα πάω στο σπίτι•

    не люблю его δεν τον αγαπώ•

    он не благоразумен αυτός δεν είναι συνετός•

    это не может не удаться αυτό δεν μπορεί να μην επιτευχθεί•

    быть или не быть! να ζει κανείς ή να μη ζει!•

    он так жаден, что -ест, а пожирает είναι τόσο λαίμαργος, που δεν τρώγει, αλλά καταβροχθίζει•

    не бери μην παίρνεις•

    он ехал не с сыном αυτός ταξίδευε όχι με το παιδί (χωρίς το παιδί)•

    он кричит, а не пот αυτός γκαρίζει, δεν τραγουδάει•

    я не сомневаюсь, что он прав δεν αμφιβάλλω ότι αυτός έχει δίκαιο•

    никогда не лгите ποτέ μη λέτε ψέματα•

    не сегодня, так завтра αν όχι σήμερα, αύριο (θα γίνει).

    || (με ρ.) δεν, μην•

    не могу не согласиться δεν μπορώ να μη συμφωνήσω•

    не могу не признать δεν μπορώ να μην αναγνωρίσω (παραδεχτώ).

    || σχεδόν•

    работает и не работает εργάζεται και δεν εργάζεται, ούτε δουλεύει ούτε δεν δουλεύει•

    горит не горит καίει και δεν καίει, σχεδόν δεν καίει.

    2. (μαζί με συνδέσμους)• ειδεμή, άλλως, αλλιώτικα, διαφορετικά, σε αντίθετη περίπτωση•

    уходи не то плохо тебе будет φεύγα, διαφορετικά θά χεις κακά ξεμπερδέματα.

    εκφρ.
    не то что..., а... – όχι (το)..., αλλά...• не то чтобы..., а... όχι (για) να.., αλλά...• не то чтобы не..., а... όχι (για) να μην..., αλλά...• не кто иной (другой), как... όχι κανένας άλλος, παρά...• не только..., но... όχι μόνο..., αλλά...,• не только..., но и.... όχι μόνο..., αλλά και....• не столько сколько..., όχι τόσο, όσο...• не настолько... чтобы... όχι τόσο (σε τέτοιο βαθμό), ώστε...• хотя не..., но (однако).... αν και δεν..., όμως...• тем не менее εν τούτοις, και όμως.
    не 2
    (πάντοτε τονιζόμενο)• δεν•

    не за что благодарить δεν αξίζει να ευχαριστήσεις•

    не за что купить δεν έχω (χρήματα) να αγοράσω•

    не для чего говорить.об этом δεν θέλω κουβέντα γι αυτό•

    мне не для чего его видеть δε θέλω (ούτε) να τον βλέπω•

    не к чему (не зачем) туда ходить δεν υπάρχει λόγος να πηγαίνω εκεί•

    не у кого спросить δεν υπάρχει κανένας να ρωτήσω•

    не о чем писать δεν έχω τι να γράψω•

    не о чём говорить δεν έχω τι να πώ•

    мне не к кому обратиться δεν έχω αε ποιόν να απευθυνθώ•

    не за что τίποτε παρακαλώ, (απάντηση στο ευχαριστώ κάποιου).

    εκφρ.
    не раз – όχι μια φορά (πολλές φορές, επανειμμένα)•
    ему было не по себе – αυτός δεν αισθανόταν καλά.

    Большой русско-греческий словарь > не

  • 11 вид

    вид I
    м
    1. (внешность) ἡ δψη [-ις], ἡ ἐμφάνιση, τό ἐξωτερικό[ν]/ τό ὕφος, ἡ ἐκφραση (выражение лица):
    общий \вид ἡ γενική ἄποψη, ἡ γενική θέα· здоровый \вид ὑγιής στήν δψη, πού φαίνεται ὑγιής· независимый (серьезный) \вид τό ἀνεξάρτητο (σοβαρό) ὑφος· иметь хороший \вид (о человеке) δείχνω (или φαίνομαι) καλά· у него́ веселый \вид ἐχει χαιρούμενη δψη· иметь жалкий \вид ἔχω ἀξιολύπητο ὕφος· на \вид, по \виду, с \виду φαίνεται, ἐξ ὀψεως· ему на \вид двадцать лет φαίνεται σάν είκοσι χρονών
    2. (состояние) ἡ κατάσταση; в нетрезвом \виде μεθυσμένος, πιωμένος, σέ κατάσταση μέθης·
    3. (зрелище, картина) ἡ ἄποψη, ἡ θέα, τό τοπεῖο[ν]:
    из окна открывался чудесный \вид» ἀπό τό παράθυρο φαίνονταν ὑπέροχη θέα· \виды Кавказа τά τοπία του Καυκάσου·
    4. \виды мн. (предположения, намерения) οἱ βλέψεις, οἱ προβλεψεις, οἱ προθέσεις:
    \виды на урожай οἱ προβλέψεις γιά τή σοδειά· \виды на будущее οἱ βλεψεις γιά τό μέλλον иметь \виды на кого-л., на что-л. ἔχω βλέψεις πάνω σέ κάποιον, ἐποφθαλμιώ κάτι· ◊ делать \вид καμώνομαι δτι..., προσποιοῦμαι, κάνω πώς...· не показать \виду δέν δείχνω δτι, δέν ἐκδηλώνομαι· иметь в \виду ἔχω ὑπ'δψη· для \вида γιά τά μάτια (τοῦ κόσμου), γιά τόν τύπο· под \видом μέ τήν πρόφαση, ὑπό τό πρόσχημα· ни под каким \видом ἐπ'ούδενί λόγω, μέ κανένα τρόπο, σέ καμμιά περίπτωση· поставить кому-л. на \вид κάνω παρατήρηση, κατακρίνω· он видал \виды είδε πολλά στή ζωή του· исчезнуть из \виду ἐξαφανίζομαι· терять из \виду χάνω ἀπ° τά μάτια μου, χάνω τά ίχνη· быть на \виду́ εἶμαι ἐκτεθειμένος, φαίνομαι· при \виде кого-л., чего-л. μόλις είδα (κάποιον, κάτι)· в \виде чего-л. μέ τή μορφή· в \виде эксперимента γιά πειραματισμό· в \виде доказательства σάν (или γιά) ἀπόδειξη.
    вид II
    м
    1. филос, биол. τό είδος·
    2. грам. ἡ μορφή:
    \виды глаголов οἱ μορφές των ρημάτων совершенный \вид ἡ τετελεσμένη μορφή· несовершенный \вид ἡ μή τετελεσμένη μορφή.

    Русско-новогреческий словарь > вид

  • 12 с

    с
    предлог А с род. п.
    1. (при обозначении предмета, орудия, способа, приема, с помощью которого совершается действие) ἀπό, μέ:
    кормить с ло́жечки ταίζω μέ τό κουταλάκι· пить с блюдечка πίνω ἀπό τό πιατάκι· убить с первого выстрела σκοτώνω μέ τόν πρῶτο πυροβολισμό· узнать с первого взгляда ἀναγνωρίζω μέ τήν πρώτη ματιά· взять с бою κυριεύω μέ μάχη· продавать с аукциона βγάζω σέ πλειστηριασμό· с разбега μέ φόρα, μετά φοράς·
    2. (откуда-л, \с при удалении, отделении) ἀπό:
    встать со стула σηκώνομαι ἀπό τήν καρέκλα· уволить с работы διώχνω ἀπό τή δουλειά· свергнуть с престола ρίχνω ἀπό τό θρόνο, ἐκθρονίζω·
    3. (на основании чего-л.) μέ:
    с разрешения μέ τήν ἄδεια· с его́ ведома ἐν γνώσει του·
    4. (от кого-л.) ἀπό, ἐκ:
    получить деньги с заказчика εἰσπράττω χρήματα ἀπό τόν πελάτη· с миру по нитке\сголому рубашка посл. φασούλι τό φασούλι, γεμίζει τό σακκούλι· с него́ причитается... ἀπ' αὐτόν ἔχουμε νά παίρνουμε...
    5. (при обозначении исходного пункта) ἀπό:
    с сегодняшнего дня ἀπό σήμερα· с завтрашнего дня ἀπό αὐριο· с детства ἀπό τά παιδικά χρόνια. с тех пор ἀπό τότε· рыба гниет с головы погов. τό ψάρι βρωμά ἀπ' τό κεφάλι·
    6. (по причине) ἀπό:
    с досады ἀπό τό κακό μου, ἀπό τή φούρκα μου· сгорать со стыда κατακοκκινίζω ἀπό τή ντροπή μου· устать с дороги κουράζομαι ἀπό τό ταξίδι·
    7. (при обозначении предмета, являющегося оригиналом, образцом) ἀπό, ἐκ:
    писать портрет с кого-л. ζωγραφίζω τό πορτραίτο κάποιου· перевод с греческого μετάφραση ἀπό τά ἐλληνικά· В с твор. п.
    1. μέ, μαζί μέ, μετά:
    говорить с сестрой μιλώ μέ τήν ἀδελφή (μου)· обедать с товарищем τρώγω μαζί μέ τόν φίλο μου·
    2. (в смысле союза «и») και:
    я с товарищем ἐγώ καί ὁ φίλος μου·
    3. (для выражения особенности, качества) μέ:
    дом с зеленой крышей σπίτι μέ πράσινη στέγη· писатель с большим талантом συγγραφέας μέ μεγάλο ταλέντο·
    4. (быть с чем-л., иметь что-л.) μέ, μετά:
    с цветами в руках μέ λουλούδια στά χέρια·
    5. (против) κατά, ἐναντίον:
    6. (при сравнении) μέ:
    его нельзя сравнить с тобой αὐτόν δέν μπορείς νά τόν συγκρίνεις μ' ἐσένα·
    7. (при обозначении образа действия, цели, сопровождающего действия, состояния) μέ:
    с плачем μέ κλάματα· проснуться с головной болью ξυπνώ μέ πονοκέφαλο· читать с выражением ἀπαγγέλλω μέ ἐκφραση· одеваться со вкусом ντύνομαι μέ γούστο· ждать с нетерпением περιμένω μέ ἀνυπομονησία·
    8. (при обозначении начала действия или состояния):
    выехать с рассветом ἀναχωρώ τά ξημερώματα· с заходом солнца ὀταν δύει ὁ ήλιος, τό ἡλιοβασίλεμα· с отъездом гостей ὀταν ἐφυγαν οἱ ξένοι· поумнеть с возрастом βάζω μυαλό μεγαλώνοντας· с каждым часом ὠρα μέ τήν ὠρα·
    9. (при обозначении в пространстве) μέ:
    граница с Румынией τά σύνορα μέ τή Ρουμανία· сидеть рядом с сестрой κάθομαι δίπλα στήν ἀδερφή μου· с рвением μέ ζήλο· с помощью μέ τή βοήθεια (или τή βοήθεια)· с целью μέ σκοπό· С с вин. п. (приблизительно) περίπου, σχεδόν:
    с месяц назад πριν ἕνα μήνα περίπου· величиной с грецкий орех περίπου σάν καρύδι μεγάλο· <> с ним случилось несчастье ἐπαθε (или τοϋ συνέβη) δυστύχημα· хватит с тебя σοῦ φτάνει τόσό с головы до ног ἀπό τήν κορυφή ὡς τά νύχια· с начала до конца ἀπ' τήν ἀρχή ὡς τό τέλος· с самого начала ἀπ' τήν ἀρχή· с изнанки ἀπό τήν ἀνάποδη· уйти ни с чем φεύγω ἀπρακτος, φεύγω μέ ἀδεια χέρια· с минуты на минуту ὀπου ναναι, ἀπό στιγμή σέ στιγμή· с этой точки зрения ἀπ' αὐτή τήν ἀποψη· что с вами? τι 'έχετε;, τί πάθατε;

    Русско-новогреческий словарь > с

  • 13 следовать

    след||овать
    несов
    1. (идти следом) ἀκολουθώ, ἔπομαν
    2. (наступать, происходить после кого-л., чего-л.) διαδέχομαι, ἔρχομαι κατόπιν, ἐπακολουθώ:
    события \следоватьовали одно за другим τά γεγονότα διαδέχονταν τό ἕνα τό ἀλλο·
    3. (поступать согласно чему-л.) ἀκολουθώ:
    \следовать велениям долга ὑπείκω στά κελεύσματα τοῦ καθήκοντος μου· \следовать обычаям τηρώ τά Εθιμα· \следовать примеру ἀκολουθώ τό παράδειγμα·
    4. (отправляться, ехать) κατευθύνομαι, μεταβαίνω:
    поезд \следоватьует в Афины τό τραίνο κατευθύνεται στήν 'Αθήνα·
    6. (быть следствием, вытекать из чего-л.) βγαίνω, προκύπτω, ἔπομαι, συνεπάγομαι:
    отсюда \следоватьует вывод, (что...) ἀπό δῶ βγαίνει τό συμπέρασμα (ὅτι...), ἐξ αὐτοῦ προκύπτει (δτι...)· что из этого \следоватьует? τί οὐμπέρασμα βγαίνει;, κι ἔπειτα;·
    6. безл (нужно, должно):
    \следоватьует πρέπει, δέον Работу \следоватьует закончить τἡν δουλειά πρέπει νά τήν τελειώσεις· тебе не \следоватьует Зтого делать δέν πρέπει νά τό κάνεις αὐτό· этого \следоватьовало ожидать (έπρεπε αὐτό νά τό περιμένουμε·
    7. безл (причитаться):
    с него \следоватьует еще пятьсот драхм (αὐτός) πρέπει νά πληρώσει ἀκόμη πεντακόσιες δραχμές· сколько с меня \следоватьует? πόσα χρ(ε)ωστῶ;, πόσα ὁφείλω νά πληρώσω;· ◊ как \следоватьует ὅπως πρέπει, ὅπως ταιριάζει, δεόντως· отругать как \следоватьует τοῦ τά ψέλνω ὅπως πρέπει.

    Русско-новогреческий словарь > следовать

  • 14 пускать

    пускать
    несов
    1. (отпускать) ἀφήνω, ἀπολύω:
    \пускать птицу на волю ἀφήνω τό πουλί ἐλεύθερο· \пускать детей в театр ἀφήνω τά παιδιά νά πᾶνε στό θέατρο·
    2. (впускать) ἐπιτρέπω τήν είσοδο, ἀφήνω νά μπή·
    3. (приводить в движение) βάζω σέ κίνηση, θέτω εἰς ἐνέργειαν, βάζω μπρος:
    \пускать завод θέτω σέ ἐνέργεια ἐργοστάσιο· \пускать машину θέτω σέ κίνηση μηχανή, βάζω μπρος τή μηχανή· \пускать часы βάζω μπρος τό ρολόΓ \пускать в эксплуатацию ἀρχίζω τήν ἐκμετάλλευση [-ιν]·
    4. (воду, пар и т. п.) ἀνοίγω· 5.:
    \пускать корни прям., перен ριζοβολῶ, πιάνω ρίζες, ριζώνω· \пускать ростки βγάζω βλαστάρια· ◊ \пускать в обращение что-л. βάζω (или θέτω) σέ κυκλοφορία· \пускать в продажу ἀρχίζω νά πουλώ, ἐκθέτω είς πὠλησιν \пускать в ход все средства χρησιμοποιώ ὀλα τά μέσα, κινώ γή καί οὐρανό· \пускать слух διαδίδω φήμη· \пускать поезд под откос ἐκτροχιάζω τραίνο· \пускать судно ко дну βυθίζω (или καταποντίζω) πλοίο· \пускать стрелу́ ρίχνω βέλος· \пускать по миру ἀφήνω (или ρίχνω) στους πέντε δρόμους· \пускать кровь кому́-л. κάνω ἀφαίμαξη σέ κάποιον· \пускать (себе) пу́лю в лоб τινάζω τά μυαλά μου στον ἀέρα· \пускать пыль в глаза ρίχνω στάχτη στά μάτια· \пускаться
    1. (отправляться) ξεκινώ, πηγαίνω:
    \пускаться бежать τό βάζω στά πόδια· \пускаться вдогонку за кем-л. τρέχω τό κατόπι, τρέχω πίσω ἀπό κάποιον \пускаться в дорогу, \пускаться в путь ξεκινώ·
    2. (начать делать что-л.) ἀρχίζω:
    \пускаться во что́-л. ἐπιχειρώ, ἀρχίζω ἐπιχείρηση (предпринимать)· \пускаться в поиски чего-л., кого-л. ἀρχίζω νά ψάχνω, ἀρχίζω τήν ἀναζήτηση· \пускаться вскачь ξεκινώ καλπάζοντας, καλπάζω· \пускаться в подробности μπαίνω σέ λεπτομέρειες· \пускаться в рассуждения ἀρχίζω τίς συζητήσεις.

    Русско-новогреческий словарь > пускать

  • 15 смотреть

    1. (прибегать к помощи зрения, стараясь увидеть что-л.) κοιτάζω 2. (наблюдать за чем-л.) παρακολουθώ, παρατηρώ Засчитать, полагать, думать) νομίζω, σκέπτομαι, υπολογίζω, υποθέτω 4. (иметь попечение, заботиться ο ком-, чем-л.) επιβλέπω
    προσέχω
    5. (осматривать) (с целью ознакомления) εξετάζω, (с целью проверки) επιθεωρώ 6. (знакомиться с содержанием чего-л.) μαθαίνω, γνωρίζω, ενημερώνομαι 7. (быть зрителем, присутствовать на каком-л. представлении) βλέπω, παρακολουθώ 8. (производить осмотр, освидетельствование кого-, чего-л.) εξετάζω, (επι)θεωρώ.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > смотреть

  • 16 польза

    польз||а
    ж ἡ ὠφέλεια, τό ὀφελος, τό κέρδος, τό συμφέρο[ν]:
    для общей \пользаы γιά τό γενικό ὅφελος· для твоей же \пользаы γιά τό συμφέρον σου· это ему на \пользау αὐτό θά τοῦ βγεῖ σέ καλό· что \пользаы?, какая \польза? τί τό ὅφελος;· какая мне \польза от этого? τί ὅφελος θά ἔχω ἐγώ;· извлечь \пользау из чего́-л. ἐπωφελοῦμαι κάτι· ◊ говорить (свидетельствовать) в \пользау чего-л., кого-л. εἶμαι (μαρτυρώ) ὑπέρ κάποιου.

    Русско-новогреческий словарь > польза

  • 17 ставить

    ставить
    несов
    1. βάζω, τοποθετώ, θέτω:
    \ставить в ряд βάζω στή σειρά· \ставить что́-л. на стол βάζω κάτι στό τραπέζι·
    2. (компресс и т. п.) ἐπιθέτω, βάζω:
    \ставить кому́-л. банки βάζω κάποιου βεντοῦζες· \ставить термометр βάζω τό θερμόμετρο·
    3. (пьесу и т. п.) ἀνεβάζω ἔργο:
    \ставить о́перу ἀνεβάζω ὄπερα·
    4. (устанавливать) ἀνεγείρω, στήνω:
    \ставить памятник στήνω μνημείο, στήνω ἄγαλμα, ἀνεγείρω ἀνδριάντα· \ставить телефон βάζω τηλέφωνο·
    5. (в игре) ποντάρω· ◊ \ставить диагноз κάνω διάγνωση· \ставить условия θέτω ὅρους· \ставить кого-л. во главе́ чего-л. βάζω κάποιον ἐπί κεφαλής· \ставить вопрос θέτω τό ζήτημα· \ставить под вопрос ἀμφισβητώ, θέτω ὑπό ἀμφισβήτησιν \ставить в трудное положение βάζω σέ δύσκολη θέση· \ставить на голосование βάζω σέ ψηφοφορία, θέτω είς ψηφοφορίαν \ставить свою подпись βάζω τήν ὑπογραφή μου· ни в грош не \ставить кого-л. разг δένΛογαριάζω κάποιον (γιά τίποτα)· \ставить все на карту διακυβεύω τά πάντα, τά παίζω ὅλα γιά ὅλα.

    Русско-новогреческий словарь > ставить

  • 18 просвечивать

    1. (с помощью лучей сделать видимым внутренность кого-, чего-л.) φεγγίζω 2. (в зависимости от вида радиации) φωτίζω, διαφέγγω, ακτινοσκοπώ, εξετάζω με ακτίνες Засветиться сквозь что-л) διαφέγγω, διαφωτίζω 4. (виднеться сквозь что-л.) διακρίνομαι.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > просвечивать

  • 19 интерес

    1. (внимание, направленность, содержание мысли) το ενδιαφέρον 2. (прибыль, выгода) το κέρδος, το όφελος 3. (то, что служит на пользу кого-, чего-л) το συμφέρον
    общие - ы κοινά - τα.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > интерес

  • 20 отзыв

    1. (мнение, содержащее оценку чего-, кого-л) η κρίση, η γνώμη, η άποψη, η εκτίμηση, (рецензия) η κριτική 2. (ответ на что-л., отклик) η απάντηση, η ανταπόκριση 3. (посла, депутата и т.п.) η ανάκληση, η μετάκληση.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > отзыв

См. также в других словарях:

  • Махнуть рукой (на кого-что) — Махнуть (на кого что) рукой (иноск.) отступиться отъ кого, чего. Ср. Она на мужа давно махнула рукой! Она... давно считала его за дурака набитаго и безвозвратно падшаго нравственно. Писемскій. Мѣщане. 2, 9. Ср. Будь строгъ, но будь уменъ... Когда …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • иметь виды на кого-, что-л — (насчёт, относительно кого , чего л.) Рассчитывать на кого , что л. в каком л. отношении …   Словарь многих выражений

  • Что надо — НАДО 1, в знач. сказ., с неопр., кого что или чего. То же, что нужно (см. нужный в 3 и 4 знач.). Н. работать. Его беспокойство н. понять. Н. денег. Больше всех н. кому н. (о том, кто слишком активен, во всё вмешивается; разг. неодобр.). Так ему и …   Толковый словарь Ожегова

  • что — [шт ], чего, чему, чем, о чём, мест. 1. вопрос. и союзн. Указывает на предмет, явление, о к рых идёт речь. Ч. случилось? Скажи, ч. случилось. Ч. ни делай, на него не угодишь. Ч. вы говорите? (употр. также как выражение удивления по поводу чего н …   Толковый словарь Ожегова

  • что — 1. ЧТО [шт], чего, чему, чем, о чём и неизм.; местоим. сущ. и союзн. сл. 1. Указывает на предмет, явление, ситуацию, о которых идёт речь. Что случилось? Скажи, что случилось. Чего тебе: чаю или кофе? Что вы говорите? (также: как выражение… …   Энциклопедический словарь

  • Что — I мест. 1. Употребляется при постановке общего вопроса о предмете, явлении, действии. отт. разг. Употребляется при вопросе о количестве, соответствуя по значению сл.: сколько? какую сумму? отт. разг. Употребляется при выражении вопроса, заменяя… …   Современный толковый словарь русского языка Ефремовой

  • Что — I мест. 1. Употребляется при постановке общего вопроса о предмете, явлении, действии. отт. разг. Употребляется при вопросе о количестве, соответствуя по значению сл.: сколько? какую сумму? отт. разг. Употребляется при выражении вопроса, заменяя… …   Современный толковый словарь русского языка Ефремовой

  • Что — I мест. 1. Употребляется при постановке общего вопроса о предмете, явлении, действии. отт. разг. Употребляется при вопросе о количестве, соответствуя по значению сл.: сколько? какую сумму? отт. разг. Употребляется при выражении вопроса, заменяя… …   Современный толковый словарь русского языка Ефремовой

  • Что — I мест. 1. Употребляется при постановке общего вопроса о предмете, явлении, действии. отт. разг. Употребляется при вопросе о количестве, соответствуя по значению сл.: сколько? какую сумму? отт. разг. Употребляется при выражении вопроса, заменяя… …   Современный толковый словарь русского языка Ефремовой

  • Что До — предл. с род. разг. Употребляется при указании на кого либо или на что либо, являющихся объектом внимания, и соответствует по значению сл.: что касается кого либо или чего либо. Толковый словарь Ефремовой. Т. Ф. Ефремова. 2000 …   Современный толковый словарь русского языка Ефремовой

  • Что Же и Что Ж2 — разг. частица 1. Употр. при выражении согласия, признания правоты кого л., одобрения чего л.; хорошо, пожалуй Толковый словарь Ефремовой. Т. Ф. Ефремова. 2000 …   Современный толковый словарь русского языка Ефремовой

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»