-
1 источить
источить 1-очу, -очишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. источенный, βρ: -чен, -а, -оρ.σ.μ.1. λεπτύνω, φθείρω τροχίζοντας, τρώγω, σώνω•-нож σώνω το μαχαίρι τροχίζοντας το•
источить брусок σώνω το ακόνι από το τρόχισμα.
2. κατατρώγω, καταροκανίζω• κατατρυπώ•жук -ил мебель το σαράκι κατάφαγε τα έπιπλα.
λεπτύνομαι, φθείρομαι, σώνομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ.источить 2ρ.σ.μ.βλ. источать.