Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

з+усіх+ног

  • 21 взлететь

    -ечу, -етишь, ρ.σ.
    1. πετώ προς τα άνω, ανίπταμαι•

    -ла куропатка из-под моих ног πέταξε η πέρδικα κάτω από τα πόδια μου.

    2. ανεβαίνω γρήγορα, πετάγομαι επάνω•

    -по лестнице ανεβαίνω γρήγορα τη σκάλα.

    εκφρ.
    -ел на воздух, – α) τινάχτηκε στον αέρα•
    склад бомб -ел на воздух – η αποθήκη βομβών τινάχτηκε στον αέρα. β) μτφ. σκορπίζομαι, διαλύομαι, χάνομαι, πάω περίπατο (για όνειρα, ελπίδες, σχέδια κ.τ.τ.).

    Большой русско-греческий словарь > взлететь

  • 22 длинноногий

    επ., βρ: -ног, -а, -о
    μακροπόδης, μακροπόδαρος, μακρόπους.

    Большой русско-греческий словарь > длинноногий

  • 23 до

    до 1
    πρόθ. με γεν. (όριο)
    1. μέχρι, ως, εως•

    -последней капли крови ως την τελευταία ρανίδα αίματος•

    с головы до ног από το κεφάλι ως τα πόδια•

    от Москвы до Афин από τη Μόσχα ως την Αθήνα•

    от начала до конца από την αοχή ως το τέλος•

    ждать до вечера περιμένω, ως το βράδυ•

    отложить до возвращения αναβάλλω ως την επιστροφή•

    до сих пор ως τώρα•

    мая ως το Μάη•

    до завтра ως αύριο.

    2. πριν, προ, προτού•

    заплатить до срока πληρώνω πριν την προθεσμία•

    до обеда πριν το μεσημέρι ή πριν το γεύμα•

    до нового года ως το τέλος του χρόνου, πριν τον καινούριο χρόνο•

    до революции πριν την επανάσταση, προεπαναστατικά•

    -нашей эры πρίν.Χριστό•

    до отъезда πριν την αναχώρηση•

    до войны πριν τον πόλεμο, προπολεμικά•

    до темноты πρίν σκοτεινιάσει.

    3. (οριο, βαθμό)•

    до ужаса μέχρι φρίκης•

    до чего он хитр τι πονηρός που είναι•

    промок до костей βράχηκα μέχρι το κόκκαλο•

    мне не до смеху δεν έχω τίποτε το γελείο•

    теперь не шуток τώρα δεν έχει (δε χωρούν) αστεία•

    некоторой степени ως ένα βαθμό.

    || (ποσοτικό όριο)•

    это обойдтся до пяти рублей αυτό θά στοιχίσει μέχρι πέντε ρούβλια.

    4. περίπου, ίσαμε, ως, περί•

    их было до двадцати человек αυτοί ήταν περίπου είκοσι άτομα.

    5. (σχέση) για•

    мне не до шуток, не до смеху δεν έχω διάθεση γι' αστεία, για γέλια•

    мне не до вас δεν έχω καιρό ν' ασχοληθώ μέ σας•

    мне нет до этого αυτό δε με αφορά εμένα, δε μ' ενδιαφέρει.

    εκφρ.
    что до – όσον αφορά•
    что -меня – όσον αφορά εμένα.
    до 2
    ουδ. άκλ. ο μουσικός φθόγγος ντό.

    Большой русско-греческий словарь > до

  • 24 долгоногий

    επ., βρ: -ног, -а, -ο μακροπόδης, μακροπόδαρος.

    Большой русско-греческий словарь > долгоногий

  • 25 долой

    επίρ.
    κάτω, χάμω, καταγής•

    он сбил его с ног долой αυτός τον έρριξε χάμω.

    || μακριά απ' εδώ, έξω• βγάλε•

    долой с глаз моих να μη σε δουν τα μάτια μου, φύγε από μπροστά μου•

    с дороги αναμέρησε από το δρόμο•

    долой с лошади! κατ' από τ'άλογο!•

    прочь, -! έξω απ' εδώ!•

    войну! κάτω ο πόλεμος!•

    долой насилие! κάτω η βία!•

    с плеч ή с рук долой ξαλαφρώνω, απαλλάσσομαι από το βάρος.

    Большой русско-греческий словарь > долой

  • 26 задний

    -яя, -ее
    επ.
    πισινός, οπίσθιος•

    -двор οπισθαύλιο•

    -яя дверь πισόπορτα•

    -ее колесо πισινός τροχός•

    задний проход πρωκτός•

    -карман κωλοτσέπη•

    задний ход η προς τα πίσω κίνηση.

    εκφρ.
    - яя мысль – υστεροβουλία•
    - им умом крепок – στερνή μου γνώση να σ’ είχα πρώτα•
    - им числом – α) προχρονολογώ (επιστολή κ.τ.τ.), β) αργότερα, βραδύτερα•
    без -их ног – μου κόπηκαν τα γόνατα (από την κούραση)•
    подумать -им умом – σκέφτομαι κάτι κατόπιν εορτής (παράκαιρα).

    Большой русско-греческий словарь > задний

  • 27 крепконогий

    επ., βρ: -ног, -а, -о
    ισχυρόποδος, που έχει γερά πόδια, αντοχής στην πορεία.

    Большой русско-греческий словарь > крепконогий

  • 28 кривоногий

    επ., βρ: -ног, -а, -о
    στραβοπόδαρος, -πόδης.

    Большой русско-греческий словарь > кривоногий

  • 29 осмотреть

    -отрю, -бтришь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. осмотренный, βρ: -рен, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    περιβλέπω, περισκόπιο•

    осмотреть с головы до ног κοιτάζω από το κεφάλι ως τα πόδια.

    || περιέρχομαι κοιτάζοντας. || κοιτάζω, βλέπω, εξετάζω•

    доктор -л больного ο γιατρός εξέτασε τον ασθενή.

    1. βλ. ρ. ενεργ. φ.
    κοιτάζομαι, βλέπω τον εαυτό μου.
    2. μτφ. γνωρίζομαι με το περιβάλλον.

    Большой русско-греческий словарь > осмотреть

  • 30 отрясти

    -ясу, -ясшь, παρλθ. χρ. отряс, -ла, -ло
    ρ.σ.μ. παλ. βλ. отряхнуть.
    εκφρ.
    отрясти прах от своих ног – (γραπ. λόγος) κόβω κάθε δεσμό, σχέση.

    Большой русско-греческий словарь > отрясти

  • 31 отряхнуть

    -ну, -ншь
    ρ.σ.μ.
    σείω, τινάζω•

    отряхнуть пыль τινάζω τη σκόνη•

    отряхнуть снег от во--ротника τινάζω το χιόνι από το γιακά•

    отряхнуть пепел с сигары τινάζω τη στάχτη από το πούρο.

    εκφρ.
    отряхнуть прах от своих ног – κόβω κάθε δεσμό, σχέση.
    τινάζομαι•

    -итесь от снега τιναχτήτε από το χιόνι•

    -итесь от пыли ξεσκονιστήτε•

    собака -лась το σκυλί τινάχτηκε.

    Большой русско-греческий словарь > отряхнуть

  • 32 позиция

    θ.
    1. θέση•

    позиция с которой видишь хорошо θέση από την οποία βλέπεις καλά•

    ног в танце η θέση των ποδιών στο χορό•

    пальцев при игре в гитаре η θέση των δάχτυλων στο πέξιμο της κιθάρας.

    || η πόζα.
    2. διάταξη•

    артиллерийская позиция η θέση του πυροβολικού•

    передовые -и (στρατ.) οι πρώτες θέσεις, η πρώτη γραμμή.

    3. άποψη• στάση•

    теоретические -и θεωρητικές θέσεις•

    политика с -и силы πολιτική από θέση ισχύος•

    какую -ю он взял? τι θέση πήρε αυτός;

    Большой русско-греческий словарь > позиция

  • 33 потение

    ουδ.
    ίδρωση, -μα, αφίδρωση,εξίδρωση•

    потение ног ίδρωμα των ποδιών.

    || κάλυψη επιφάνειας με υδροσταγονίδια•

    потение сткол ίδρωμα των τζαμιών.

    Большой русско-греческий словарь > потение

  • 34 скамеечка

    θ.
    σκαμνάκι, καθισματάκι•

    скамеечка для ног υποπόδιο.

    Большой русско-греческий словарь > скамеечка

  • 35 сшибить

    -бу, -бшь, παρλθ. χρ. сшиб, -ла, -ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. сшибленный, βρ: -лен, -а, -о
    ρ.σ.μ. χτυπώ, ρίχνω κάτω χτυπώντας ή σπρώχνοντας•

    сшибить прохожего с ног ρίχνω κάτω το διαβάτη.

    || προσκρούω• χτυπώ.
    εκφρ.
    сшибить спесь (форс, гонор)βλ. έκφραση στο ρ. сбить.
    1. χτυπιέμαι• συγκρούομαι.
    2. μπαίνω, ρίχνομαι στη μάχη, στον αγώνα• χτυπιέμαι. || συναντιέμαι, τρακάρω.

    Большой русско-греческий словарь > сшибить

  • 36 толстоногий

    επ., βρ: -ног, -а, -о
    χοντροπόδαρος.

    Большой русско-греческий словарь > толстоногий

  • 37 тонконогий

    επ., βρ: -ног, -а, -о
    που έχει λεπτά πόδια• λεπτοπόδαρος, καλαμοπόδαρος.

    Большой русско-греческий словарь > тонконогий

  • 38 уйти

    уйду, уйдшь, παρλθ. χρ. ушл, ушла, ушло, μτχ. παρλθ. χρ. ушедший,
    επιρ. μτχ. уйдя κ. (απλ.) ушедши ρ.σ.
    1. φεύγω, αναχωρώ• απέρχομαι•

    гости ушли οι φιλοξενούμενοι έφυγαν•

    брат ушл вчера ο αδερφός έφυγε χτες•

    завтра уйдёт сестра αύριο θα φύγει η αδερφή.

    || πηγαίνω•

    все ушли на работу όλοι έφυγαν για τη δουλειά•

    отец ушл на охоту ο πατέρας πήγε στο κυνήγι•

    уйти на вслах πηγαίνω με τα κουπιά (κωπηλατώντας).

    2. δραπετεύω, το σκάζω• αποδιδράσκω•

    уйти из тюрьмы δραπετεύω από τη φυλακή.

    || εγκαταλείπω, αφήνω•

    она ушла от него αυτή τον παράτησε•

    он ушл с института αυτός παράτησε το ινστιτούτο•

    уйти со сцены εγκαταλείπω τη σκηνή.

    || μτφ. απαλλάσσομαι, γλυτώνω, σώζομαι• ξεφεύγω•

    он хитрый уйти не уйдшь от его капкана αυτός είναι πονηρός, δε θα ξεφύγεις από την παγίδα του.

    3. περιέρχομαι, πηγαίνω, περνώ•

    отец ушл на пенсию ο πατέρας πέρασε στη σύνταξη•

    -в отпуск πηγαίνω σε άδεια (παίρνω άδεια)•

    уйти в запас περνώ στην εφεδρεία.

    4. διαβαίνω, περνώ, παρέρχομαι•

    годы ушли τα χρόνια πέρασαν•

    время прошло ο καιρός πέρασε.

    5. χάνομαι, εξαφανίζομαι•

    богач пропал, вместе с ним ушло и-его счастье ο πλούσιος πέθανε, μαζί του πάει και η ευτυχία του.

    || πεθαίνω•

    ушедшего никогда не забудем τον πεθαμένο (απελθόντα) ποτέ δε θα τον ξεχάσομε.

    6. ξοδεύομαι, δαπανώμαι•

    за этот месяц ушло много денег αυτόν το μήνα έφυγαν πολλά χρήματα.

    || χρειάζομαι, απαιτούμαι•

    целый день уйдёт за это дело ολόκληρη μέρα θα φύγει (θα πάει) γι αυτήν την υπόθεση.

    7. (για υγρά) χύνομαι ξεχειλίζω•

    молоко ушло το γάλαχύθηκε (βράζοντας).

    8. προπορεύομαι, προτρέχω• προηγούμαι. || (για ωρολόγια)• πηγαίνωμπροστά.
    9. βλ. вместиться.
    10. βυθίζομαι, χώνομαι, μπαίνω, μπήγομαι• εισδύω•

    свая ушла глубоко в землю ο πάσσαλος μπήκε βαθιά στη γη.

    11. επιδίδομαι, αφοσιώνομαι•

    ученик ушёл в книги ο μαθητής τό ρίξε στα βιβλία (στημελέτη).

    12. μετατρέπομαι, μετασχηματίζομαι, γίνομαι.
    εκφρ.
    уйти вперд – ξεπερνώ, υπερτερώ, υπερβάλλω• υπερέχω•
    уйти из жизни (в могилу, к проотцам) – φεύγω από τη ζωή, αποβιώνω, κατεβαίνω στον τάφο, πάω στον άλλο κόσμο•
    уйти на дно – βυθίζομαι, πηγαίνω στον πάτο (πνίγομαι)•
    далеко уйти – προπορεύομαι πολύ, πηγαίνω πολύ μπροστά•
    недалеко уйти – δεν ξεπερνώ πολύ κάποιον•
    почва или земля ушла из-под ног – το έδαφος έφυγε κάτω από τα πόδια•
    уйти в себя – α) αφοσιώνομαι (δεν παρατηρώ τίποτε γύρω μου), β) κλείνομαι στο καβούκι.

    Большой русско-греческий словарь > уйти

  • 39 хромоногий

    επ. βρ: -ног, -а, -о
    κουτσοπόδης, κουτσός, χωλός.

    Большой русско-греческий словарь > хромоногий

  • 40 чувствовать

    -ствую, -ствуешь
    ρ.δ.μ.
    1. αισθάνομαι• νιώθω• καταλαβαίνω•

    чувствовать холод αι-αθάνομαι κρύο•

    чувствовать голод αισθάνομαι πείνα•

    г страх αισθάνομαι φόβο•

    чувствовать усталости αισθάνομαι κούραση.

    || συναισθάνομαι, έχω συναίσθηση•

    чувствовать ответственность за что-л. έχω συναίσθηση της ευθύνης για κάτι.

    2. αντιλαμβάνομαι, εννοώ, καταλαβαίνω• διαισθάνομαι. || συναισθάνομαι, παραδέχομαι, αναγνωρίζω•

    -свою вину αισθάνομαι το σφάλμα μου (την ενοχή μου).

    || προαισθάνομαι, προμαντεύω, προγιγνώσκω.
    3. καταλαβαίνω, έχω συνείδηση, συναίσθηση, επίγνωση•

    чувствовать свои недостатки γνωρίζω τις αδυναμίες μου.

    4. (για υγεία) αισθάνομαι•

    сегодня я чувствую хорошо σήμερα αισθάνομαι καλά•

    дедушка сейчас -ствует плохо ο παππούς τώρα αισθάνεται άσχημα.

    εκφρ.
    чувствовать себя – αισθάνομαι τον εαυτό μου•
    как себя -вуй-те? – (για υγεία) πως αισθάνεστε τον εαυτό σας;•
    давать чувствовать кому – δίνω (σε κάποιον) να καταλάβει (κάνω υπαινιγμό)•
    давать себя чувствовать – δίνω (κάνω) να με αισθανθεί, να με νιώσει(ενεργώντας, δρώντας πιο έντονα)•
    ног ή земли под собой не чувствоватьβλ. ίδια έκφραση στη λέξη•
    слышать.
    αισθάνομαι, γίνομαι αισθητός• φαίνομαι• διαφαίνομαι•

    в вопросах ре-бнка -ется любознательность στις ερωτήσεις του μικρού παιδιού φαίνεται η φιλομάθεια.

    Большой русско-греческий словарь > чувствовать

См. также в других словарях:

  • ног под собой не слышавший — прил., кол во синонимов: 72 • был в восторге (21) • был на седьмом небе (45) • …   Словарь синонимов

  • ног под собой не чувствовавший — прил., кол во синонимов: 64 • был в восторге (21) • валившийся с ног (67) • …   Словарь синонимов

  • ног под собой не чуявший — прил., кол во синонимов: 64 • был в восторге (21) • валившийся с ног (67) • …   Словарь синонимов

  • ног под собой не чуять — ног под собой не чувствовать, остаться без ног, измотаться вусмерть, устать как собака, смориться, изнуриться, едва ноги таскать, уработаться, упыхаться, уставать, сбиться с ног, измучиться, замотаться, выложиться, замучиться, оставаться без ног …   Словарь синонимов

  • Ног-Ега — Характеристика Длина 20 км Бассейн Карское море Бассейн рек Иртыш Водоток Устье Кеум  · Местоположение 284 км по …   Википедия

  • ног не вытащишь — непролазный, непроходимый Словарь русских синонимов. ног не вытащишь прил., кол во синонимов: 2 • непролазный (6) • …   Словарь синонимов

  • ног не слышавший — прил., кол во синонимов: 8 • был на седьмом небе (45) • земли не слышавший (8) • …   Словарь синонимов

  • ног — сущ., кол во синонимов: 3 • грифон (9) • иног (1) • ногуй (1) Словарь синонимов ASIS. В.Н. Тришин …   Словарь синонимов

  • ног не стало — См …   Словарь синонимов

  • ног под собой не слышать — Ног (земли) под собо/й не слышать Испытывать чрезмерно сильную усталость от бега, ходьбы или восторга …   Словарь многих выражений

  • ног под собой не чуять — Ног (земли) под собой не чу/ять, см. нога …   Словарь многих выражений

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»