Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

за+и+против

  • 81 злоба

    θ.
    κακία, μοχθηρία, μνησικακία•

    питать -у против кого-н. τρέφω κακία για κάποιον•

    затаить -у κρύβω την κακία.

    εκφρ.
    злоба дня – το κύρι,ο θέμα της μέρας•
    на -у дня – το φλέγον ζήτημα•
    дышать -ой – σκάζω από το•
    иаио, – πνίγομαι από την οργή.

    Большой русско-греческий словарь > злоба

  • 82 зуб

    -а, πλθ. зубы, -ов, κ. зубья, -ьев α.
    1. δόντι•

    коренной зуб ο τραπεζίτης•

    молочный зуб ο γαλαξίας (γαλακτίας)•

    глазевые -ы οι κυνόνοντες•

    зуб мудрости ο φρονιμίτης•

    вставные -ы τα βαλτά δόντια•

    -ы передние τα μπροστινά δόντια (οι, κοπτήρες)•

    -ы прорезались τά δόντια έσκασαν (αναφύησαν).

    2. μτφ. κάθε οδοντοειδής εξοχή οργάνου•

    зубья! пилы δόντια του πριονιού.

    εκφρ.
    зуб за зуб – τρωγώμαστε σαν τα σκυλιά•
    зуб на зуб не попадает – μου φεύγει το κατακλείδι (από κρύο, φόβο κ.τ.τ.)•
    - ами держаться – κρατιέμαι με τα δόντια (επίμονα δεν υποχωρώ)•
    - ы разгорелись – καίγομαι από την επιθυμία•
    глядеть ή смотрть в -ы – κοιτάζω με ποιόν έχω να κάνω και ανάλογα να συμπεριφερθώ•
    вооруженный до -ов – (εξ)οπλισμένος ως τα δόντια (σαν αστακός)•
    вырвать от -ов – αποσπώ από τα δόντια (με μεγάλη δυσκολία)•
    иметь зуб на кого ή против кого – έχω άχτι (αμάχη) για κάποιον•
    -ы на пол положить ή класть – δεν έχω τίποτε για να φάω, τα δόντια μου μένουν άπραγα•
    ломать –ы на чем – σπάζω τα μούτρα (αποτυχαίνω οικτρά)•
    показывать -ы – δείχνω τα δόντια (την κακία)•
    стиснуть -ы – σφίγγοντας τα δόντια (υπερεντείνοντας τις δυνάμεις)•
    - ы съесть на чём – έχει περάσει πολλά η καμπούρα μου, είνιαι πεπειραμένος (παθός зуб μαθός)•
    точить -ы – α) σου, του κλπ. έχω ράμματα για τη γούνα, β) τροχώ τα δόντια (ετοιμάζομαι αρπάξω)•
    чесать -ы – (απλ.)1 φλυαρώ• κουτσομπολεύω•
    навязло в –ах – πολύ τον (την κλπ.) βαρέθηκα•
    не по -ам – δεν είναι για τα δόντια (σου, του κ.τ.τ.)•
    ни в зуб толкнуть – δεν ξέρω γρυ, δε σκαμπάζω τίποτε•
    сквозь -ы (говорить, бормотать κλπ.) – μουρμουρίζω, μεμψιμοιρώ.

    Большой русско-греческий словарь > зуб

  • 83 идти

    иду, идшь; παρλθ. χρ. шёл, шла, шло; μτχ. παρλθ. χρ. шедший, επιρ. μτχ. идя κ. идучи
    ρ.δ.
    1. πηγαίνω, πορεύομαι, μεταβαίνω, βαδίζω πεζός•

    идти на цыпочках βαδίζω στα δάχτυλα•

    идти медленно βαδίζω αργά.

    || έρχομαι•

    я иду из библиотеки έρχομαι από τη βιβλιοθήκη.

    || τρέχω•

    иду с большой скоростью τρέχω με μεγάλη ταχύτητα.

    || κινούμαι, κατευθύνομαι•

    в магазин πηγαίνω στο μαγαζί.

    2. μτφ. μπαίνω (σε υπηρεσία, οργάνωση κ.τ.τ.)• иду в партию μπαίνω στο κόμμα (γίνομαι μέλος του κόμματος)•

    иду добровольцем πηγαίνω εθελοντής.

    3. επιτίθεμαι•

    на нас идёт неприятельское войско εναντίον μας έρχεται εχθρικό στράτευμα.

    || εναντιώνομαι, πηγαίνω αντίθετα•

    он против всех идёт αυτός εναντιώνεται σ όλους.

    4. εξελίσσομαι, αναπτύσσομαι•

    всё идёт к лучшему όλα πάνε στο καλύτερο.

    || (για φυτά) αναπτύσσομαι, βγάζω, κάνω•

    картофель идёт в ботву η πατάτα κάνει φύλλωμα•

    древо идёт в ствол το δέντρο κάνει κορμό•

    растение шло в корень το φυτό ρίζωσε.

    5. ακολουθώ, έπομαι, πηγαίνω κοντά.
    6. βγαίνω, εξέρχομαι, ρέω, τρέχω•

    дым идёт из печи καπνός βγαίνει από το φούρνο•

    из раны шёл гной από την πληγή έβγαινε πύο•

    у него кровь идёт из носу του πάει αίμα από τη μύτη.

    7. χρησιμοποιούμαι πηγαίνω κάνω•

    тряпь идёт на бумагу τα ράκη πάνε για χαρτί.

    8. πλησιάζω•

    весна идёт η άνοιξη έρχεται•

    сон идёт ο ύπνος έρχεται.

    9. δέχομαι είμαι διατεθημένος, κλίνω προς•

    идти на уговоры δέχομαι τις συστάσεις•

    идти на уступки κάνω υποχωρήσεις.

    || αβιέμαι, έλκομαι, αρέσκομαι.
    10. καταναλώνομαι, πουλιέμαι•

    костянная пуговица не идёт, предпочитают металлическую τα κοκκάλινακουμπιά δεν πουλιούνται, προτιμούνται τα μεταλλικά.

    11. χορηγούμαι, δίνομαι•

    ему идёт 125 рублей в месяц зарплаты του χορηγείται 125 ρούβλια μισθός το μήνα.

    || χρειάζομαι, απαιτούμαι•

    на костюм идёт три метра материи για το κουστούμι χρειάζονται τρία μέτρα ύφασμα.

    || διαδίδομαι•

    слух (ή молва) идёт φημολογείται•

    сплетни идут κουτσομπολεύεται.

    || εκτείνομαι, απλώνομαι, ξαπλώνομαι.
    12. λειτουργώ, εργάζομαι, δουλεύω•

    часы идут верно το ρολόι πάει καλά (σωστά)•

    мотбр идёт хорошо το μοτέρ δουλεύει καλά.

    13. (για βροχή, χιόνι, χαλάζι)•

    дождь идёт βρέχει•

    снег идёт χιονίζει.

    14. περνώ, διαβαίνω, παρέρχομαι•

    годы шли τα χρόνια περνούσαν•

    вторая неделя идёт с тех пор, как он умер πάει δεύτερη εβδομάδα που αυτός πέθανε•

    как-то время идёт! πως περνάει ο καιρός!•

    идёт 1982 год κυλάει το 1982 έτος•

    идёт ей четвёртый год αυτή διανύει το τέταρτο έτος.

    15. διεξάγομαι, γίνομαι, λαμβάνω χώραν•

    идут экзамены γίνονται εξετάσεις•

    идут приготовления к отъезду γίνονται ετοιμασίες για αναχώρηση•

    бой идёт γίνεται μάχη•

    идут переговоры διεξάγονται συνομιλίες.

    || (για θέαμα) παίζομαι•

    идёт новая пьеса παίζεται καινούριο θεατρικό έργο.

    16. χρησιμοποιούμαι, προορίζομαι•

    идёт на растопку κάνει για προσάναμμα.

    || ξοδεύομαι, δαπανώμαι•

    на книги идёт много денег στα βιβλία πάνε πολλά χρήματα.

    17. ταιριάζω, αρμόζω•

    ей очень идёт красный цвет αυτήν πολύ την πηγαίνει το κόκκινο χρώμα.

    18. ποδένομαι, χωρώ στο πόδι•

    сапог не идёт на ногу η μπότα δεν μπαίνει στο πόδι.

    || μπήγομαι•

    гвоздь не идёт в стену το καρφί δε μπαίνει στον τοίχο•

    нитка не идёт в иголку η κλωστή δε περνά στο βελόνι.

    19. (για γυναίκα) παντρεύομαι•

    иди за мени παντρέψου εμένα•

    она идёт замуж αυτή παντρεύεται.

    20. (στο παιγνίδι) βγαίνω•

    идти конём, козырем, с туза βγαίνω με άλογο, με ατού, με άσο.

    || (χαρτοπ.) είμαι τυχερός, μου έρχεται καλό χαρτί•

    карта ему не шла το χαρτί δεν τον πήγαινε.

    21. εισάγομαι•

    чай идёт с Индии το τσάι έρχεται από την Ινδία.

    22. προοδεύω (στην υπηρεσία ή στα μαθήματα)•

    ваш сын хорошо идёт по математике το παιδί σας καλά πάει στα μαθηματικά.

    23. τραβάω, πηγαίνω, βαδίζω•

    дело идёт к женитьбе η υπόθεση τραβάει για παντρειά•

    переговоры идут к концу οι συνομιλίες πηγαίνουν προς το τέλος.

    24. εκτείνομαι, ξαπλώνομαι•

    вправо шла горная цепь δεξιά εκτείνονταν οροσειρά•

    дорога идёт лесом ο δρόμος περνάει μέσα από το δάσος.

    || διαδίδομαι (για ήχο, φωνή κ.τ.τ.).
    25. (με την πρόθεση «В» σε αιτ. πτ. αποδίδεται με ρήμα που έχει τη σημασία του ουσ.) υτιόκειμαι πηγαίνω•

    идти в продажу πουλιέμαι•

    идти в обработку επεξεργάζομαι•

    идти в сравнение συγκρίνομαι•

    идти в починку διορθώνομαι•

    идти в счёт λογίζομαι, λογαριάζομαι || αρχίζω να κάνω κάτι•

    идти в пляс αρχίζω να χορεύω.

    26. (με την πρόθεση «на» και αιτ. πτ. αποδίδεται με ρήμα που έχει τη σημ. του ουσιαστικού)•

    температура идёт на понижение η θερμοκρασία πέφτει•

    дело идёт на лад η υπόθεση διευθετίζεται•

    идти на смену кому-н. αντικαθιστώ κάποιον.

    27. επιβεβαιωτική λέξη•

    идёт σύμφωνος, εν τάξει, καλά, ναι•

    едем? – идёт πάμε; – ναι•

    ну что же, идёт, что ли? λοιπόν σύμφωνος, τι λες;

    28. έχω σαν περιεχόμενο•

    у них шла речь о вчерашнем спектакле αυτοί μιλούσαν για τη χτεσινή θεατρική παράσταση•

    дело идёт о жизни или смерти πρόκειται περί ζωής ή θανάτου•

    о чём идёт речь? περί τίνος γίνεται λόγος,

    εκφρ.
    идти к делу – έχω σχέση, αφορώ•
    из головы (ή из ума) не идти – δε μου βγαίνει από το μυαλό, δεν ξεχνώ ούτε στιγμή (ещё) куда ни шло α) έστω, ας είναι, β) προφανώς, μαθές (дело) идёт к чему ή на что η υπόθεση κλίνει (γέρνει) προς•
    как дела (идут)? – πως πάνε οι δουλιές;

    Большой русско-греческий словарь > идти

  • 84 иметь

    -ю, -ешь
    ρ.δ. μ.
    1. έχω, κατέχω•

    иметь деньги έχω χρήματα•

    иметь право έχω δικαίωμα•

    иметь талант έχω ταλέντο•

    это -ет большое значение αυτό έχει μεγάλη σημασία•

    иметь мужество открыто признать свой ошибку έχω το θάρρος ανοιχτά να παραδεχτώ το λάθος μου•

    иметь возможность έχω τη δυνατότητα•

    иметь стыд ντρέπομαι.

    || (για μήκος, ύψος κ.τ.τ.) έχει, είναι•

    эта материя -ет метр ширины αυτό το ύφασμα έχει ένα μέτρο φάρδος•

    эта башня -ет сто метров в высоту αυτός ο πύργος είναι εκατό μέτρα ψηλός.

    || διαθέτω, χρησιμοποιώ• иметь кого-н. помощника έχω κάποιον βοηθό.
    2. παλ. με απαρμφ. σ. σχηματίζει μέλλοντα σ. και αντιστοιχεί μετο μόριο „,θα•

    завтра это сообщение -ет появиться в газетах αύριο αυτή η ανακοίνωση θα δημοσιευθεί στις εφημερίδες• 8 марта -ет быть концерт στις 8 του Μάρτη θα έχει συναυλία•

    вместе с имеющими поступить... μαζί με κείνους που θα εισαχθούν...• я имею к вам просьбу θα σας παρακαλέσω.

    3. με ουσ. σε αιτ. πτώση εκφράζει ενέργεια αυτού του ουσ. иметь отношение σχετίζομαι•

    иметь применение εφαρμόζομαι•

    иметь притязание διεκδικώ•

    хождение κυκλοφορώ.

    4. έχω αγαπητικό.
    εκφρ.
    иметь место – συμβαίνω, γίνομαι, λαμβάνω χώραν•
    это событие имело место позавчера – αυτό το γεγονός έγινε προχτές•
    иметь целью (ή цель) – επιδιώκω, έχω ως σκοπό (σκοπεύω).• ничего не иметь против δεν έχω καμιά αντίρρηση.
    υπάρχω•

    препятствий (к чему-н.) не -ется εμπόδια δεν υπάρχουν•

    -ются в продаже υπάρχουν για πούλημα (πουλιούνται)•

    по имеющимся сведениям κατά τις υπάρχουσες πληροφορίες.

    εκφρ.
    иметь в виду – παίρνομαι(λαμβάνομαι) υπ όψη.

    Большой русско-греческий словарь > иметь

  • 85 коалиция

    θ.
    συνασπισμός, ένωση•

    против наполеона συνασπισμός κατά του Ναπολέοντα.

    Большой русско-греческий словарь > коалиция

  • 86 лекарство

    ουδ.
    φάρμακο ιατρικό, γιατρικό, ξαρρωστικό•

    лекарство от (ή против) кашля φάρμακο για το βήχα•

    принять лекарство παίρνω φάρμακο.

    Большой русско-греческий словарь > лекарство

  • 87 обратить

    -ашу, -атишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. обращенный, βρ: -щён, -щена, -щено
    ρ.σ.μ.
    1. (κυρλξ. κ. μτφ.)• στρέφω, γυρίζω, κατευθύνω•

    -йте лицо ко мне στρέψτε το πρόσωπο σας προς εμένα•

    обратить спину к кому γυρίζω τα νώτα (τις πλάτες) σε κάποιον•

    обратить взгляд или взор к кому στρέφω (καρφώνω) το βλέμμα σε κάποιον•

    обратить оружие против врага στρέφω το όπλο κατά του εχθρού.

    || αλλάζω, μεταφέρω•

    -разговор к другому предмету γυρίζω την κουβέντα αλλού.

    || τραβώ, προσελκύω•

    обратить на себя чьи-либо взоры τραβώ την προσοχή κάποιου.

    2. μετατρέπω, μεταπείθω• κάνω•

    обратить в своих сторонников κάνω (κάποιον) οπαδό μας•

    обратить в какую-н. веру κάνω κάποιον να αλλαξοπιστήσει.

    3. μετατρέπω, μεταβάλλω μεταποιώ•

    обратить газ в жидкость μετατρέπω το αέριο σε υγρό•

    обратить город в ппелъ κάνω την πόλη στάχτη (καταστρέφω ολοσχερώς).

    || τρέπω•

    обратить в бегство τρέπω σε φυγή•

    обратить своё имущество в деньги μετατρέπω την περιουσία μου σε χρήμα.

    4. χρησιμοποιώ επωφελούμαι•

    обратить в свою пользу ошибки других επωφελούμαι των λαθών των άλλων.

    εκφρ.
    в шутку, в смех – το γυρίζω στ αστείο, στο γέλιο.
    1. στρέφομαι, στρέφω, γυρίζω•

    обратить лицом к свету στρέφω το πρόσωπο κατά το φως•

    обратить вспять πισωγυρίζω.

    || κατευθύνομαι, καρφώνομαι; καθηλώνομαι•

    глаза присуствующкх -лись на не τα μάτια των παρευρισκομένων στράφηκαν προς αυτήν.

    || καταγίνομαι, αφοσιώνομαι, ασχολούμαι• ανατρέχω•

    обратить к изучению древних рукописей αφοσιώνομαι με τη μελέτη των αρχαίων χειρόγραφων.

    2. μετατρέπομαι, μεταβάλλομαι, μετεξελίσσομαι•

    он -лся в ск-птика αυτός έγινε σκεπτικιστής.

    || περιφέρομαι.
    3. απευθύνομαι, αποτείνομαι ζητώ•

    обратить за помощь к соседу ζητώ βοήθεια από το γείτονα•

    он не знает кому обратить αυτός δεν ξέρει που να απευθυνθεί.

    4. οξύνω, εντείνω•

    обратить в слух είμαι όλος αυτιά, εντείνω την ακοή•

    обратить в зр-ние εντείνω την όραση.

    || τρέπομαι•

    обратить в бг-ство τρέπομαι σε φυγή, κατατροπώνομαι.

    Большой русско-греческий словарь > обратить

  • 88 обыкновение

    ουδ.
    συνήθεια• έξη•

    иметь обыкновение έχω τη συνήθεια•

    по своему -ю κατά τη συνήθεια μου•

    это вошло в обыкновение αυτό έγινε συνήθεια•

    это вышло из -я αυτό ξεσυνηθίστηκε ή δε συνηθίζεται πιά.

    εκφρ.
    по -ю – κατά τα συνηθισμένα (τα ειωθώτα)•
    против -я – παρά τη συνήθεια.

    Большой русско-греческий словарь > обыкновение

  • 89 отвод

    α.
    1. απαγωγή, απομάκρυνση, απόσυρση. || μεταφορά, οδήγηση σε...
    2. στροφή, αλλαγή κατεύθυνσης. || παροχέτευση, διοχέτευση. || απώθηση, απόκρουση• πάρσιμο. || αποτροπή, πρόληψη, αποσόβηση.
    3. απόρριψη, αποποίηση• μη έγκριση.
    4. παραχώρηση, χορήγηση.
    5. πολλαπλασιασμός με καταβολάδες.
    6. εξαίρεση•

    заявить отвод против свидетелей υποβάλλω αίτηση εξαίρεσης κατά των μαρτύρων.

    7. (για σωλήνες, καλώδια κλπ.) διακλάδωση.
    8. το έλασμα ολίσθησης του έλκηθρου.
    9. περίζωμα, κορνίζα, γύρος• παρυφή, κράσπεδο.
    10. παλ. κλήρος γης.
    εκφρ.
    для -а глаз – για τα μάτια, για το θεαθήναι•
    полоса -а – ζώνη εδάφους για οδοποιία.

    Большой русско-греческий словарь > отвод

  • 90 польза

    θ.
    1. ωφέλεια, όφελος•

    польза спорта ωφέλεια από τον αθλητισμό.

    2. κέρδος•

    без всякой -ы для себя χωρίς κανένα όφελος για τον εαυτό μου•

    общая польза κοινή ωφέλεια•

    частная польза ατομικό όφελος•

    в -у бедных προς όφελος των φτωχών•

    общественная польза κοινωνικό όφελος.

    εκφρ.
    в -у – α) προς όφελος., β) υπέρ•
    есть свидетельства в -у и против этой системы – υπάρχουν τα υπέρ και, τα κατά αυτού του συστήματος•
    с -ой – ωφέλιμα, χρήσιμα•
    идти на пользу – πηγαίνω προς όφελος (επιδρώ θετικά).

    Большой русско-греческий словарь > польза

  • 91 прегрешить

    ρ.σ. παλ. παραβαίνω παραβιάζω, αθετώ•

    прегрешить против закона παραβαίνω το νόμο.

    Большой русско-греческий словарь > прегрешить

  • 92 предубеждённый

    επ. από μτχ.
    προκατειλημμένος•

    он предубеждённыйдён против меня αυτός είναι προκατειλημμένος εναντίον μου.

    Большой русско-греческий словарь > предубеждённый

  • 93 прививка

    θ.
    1. εμβολιασμός•

    прививка растений εμβολιασμός φυτών•

    прививка против брюшного тифа εμβολιασμός κατά του κοιλιακού τύφου• προ•

    прививка тиводифтерйиная прививка αντιδιφθεριτικός εμβολιασμός.

    2. το αναπτυγμένο εμβόλιο φυτού, μπόλι.

    Большой русско-греческий словарь > прививка

  • 94 протестовать

    -тую -туешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. протестовавши, βρ: -ван, -а, -о
    ρ.δ.
    1. διαμαρτύρομαι•

    протестовать против насилия διαμαρτύρομαι κατά της βίας.

    2. ρ.δ.κ.σ. (οικον.) διαμαρτυρώ (συναλλαγματική κ.τ.τ.).
    διαμαρτύρομαι (για συναλλαγματική κ.τ.τ.).

    Большой русско-греческий словарь > протестовать

  • 95 противу

    πρόθ. με γεν. παλ. βλ. против.

    Большой русско-греческий словарь > противу

  • 96 процесс

    α.
    1. πορεία• εξέλιξη, προτσές•

    процесс творчества η πορεία της δημιουργίας•

    процесс работы η πορεία της εργασίας•

    процесс игры η εξέλιξη του παιγνιδιού•

    производственный процесс το προτσές της παραγωγής.

    (ιατρ.) προσβολή•

    воспалительный процесс η εξέλιξη της φλεγμονής•

    процесс в лгких φυματίωση των πνευμόνων.

    2. (νομ.) διαδικασία• εκδίκαση• δίκη•

    выиграть процесс κερδίζω τη δίκη•

    гражданский процесс πολιτική δίκη, πολιτικό δικαστήριο•

    уголовный процесс ποινικό δικαστήριο (δίκη)•

    возбудить процесс ξεκινώ δικαστήριο•

    вести процесс против кого-н. κάνω δικαστήριο κατά κάποιου.

    Большой русско-греческий словарь > процесс

  • 97 ратовать

    -тую, -туешь, προστκ. ратуй ρ.δ.
    1. παλ. • μάχομαι, πολεμώ.
    2. (γραπ. λόγος) αγωνίζομαι, παλεύω• προσπαθώ πολύ•

    ратовать за просвещение προσπαθώ για τη διαφώτιση•

    ратовать за правду παλεύω για την αλήθεια•

    ратовать за или против αγωνίζομαι υπέρ ή κατά.

    Большой русско-греческий словарь > ратовать

  • 98 рожон

    -жна α. παλ. κοντάρι• δόρυ.
    εκφρ.
    лезть (переть) на рожон ή против рожна переть – ριψοκινδυνεύω, διακυβεύω, ρισκάρω•
    какого -жна – γιατί•
    какого рожна надо ή не хватает – (απλ.) τι θέλεις ακόμα.

    Большой русско-греческий словарь > рожон

  • 99 семеро

    -ых αθρσ. αριθ. οι εφτά• „семеро против фив „εφτά επι βήβας. семеро детей εφτά παιδιά (τέκνα)•

    семь женщин и семеро мужчин εφτά γυναίκες και εφτά άντρες.

    Большой русско-греческий словарь > семеро

  • 100 совесть

    θ.
    συνείδηση•

    голос совести η φωνή της συνείδησης•

    не иметь ни стыда ни совести δεν έχω ούτε ντροπή, ούτε συνείδηση•

    спокоиная совесть ήσυχη (αναπαυμένη) συνείδηση.

    εκφρ.
    свобода -и – ελευθερία συνείδησης•
    на совесть делать что – α) ευσυνείδητα κάνω κάτι. β) στη συνείδηση (επαφίεμαι)•
    не за страх, а за совесть делать что – όχι από φόβο, αλλά από συνείδηση κάνω κάτι•
    идти против -и – πηγαίνω αντίθετα προς τη συνείδηση•
    надо иметь совесть – πρέπει νε έχεις συνείδηση (να μη είσαι ασυνείδητος)•
    для очистки -и – για να έχω καθαρή τη συνείδηση•
    по -и сказать и по -иговоря – για να μιλήσω (μιλώντας) ειλικρινά•
    примириться со своей -ью – συμφιλιώνομαι με τη συνείδηση (ακούω τη φωνή της συνείδησης).

    Большой русско-греческий словарь > совесть

См. также в других словарях:

  • ПРОТИВ — предлог с род. п. 1. Прямо перед кем–чем–н., на другой стороне от кого–чего–н., напротив. «Против меня была дверь в кабинет.» Л.Толстой. «Против неба на земле жил старик в одном селе.» Ершов. Против дома стоит памятник. Сидеть против света. ||… …   Толковый словарь Ушакова

  • ПРОТИВ — ПРОТИВ, противу, проти нареч. или предл. с дат. встречу, навстречу, встрет, всреть, встречь, сустречь. Великий князь Дмитрий отпусти бояр своих старейших противу сыну своему. Ноньма, чай, наши будут, выдти бы к ним проти, перм. Иди ты зверю… …   Толковый словарь Даля

  • Против течения (фильм — Против течения (фильм, 1992) Против течения South Central Жанр драма …   Википедия

  • Против Правил — Студийный альбом Димы Билана …   Википедия

  • Против течения (фильм, 1992) — Против течения South Central Жанр драма …   Википедия

  • Против правил (альбом) — Против правил Музыкальный альбом Дима Билан Дата выпуска 2008 Жанр R B/Поп/Баллада Продюсеры А.Шаплин,Дж.Вашингтон,Д.Ковальский,П.Максимов Страна …   Википедия

  • против — Противу, напротив, насупротив, навстречу, визави. Его книга никуда не годится против моей, сравнительно с моей, в сравнении с моей. Идти наперерез кому, напересечку, вперерез дороги.. Ср. . См. напротив иметь против, не против... .. Словарь… …   Словарь синонимов

  • Против правил — Студийный альбом Димы Билана Дата …   Википедия

  • Против Бродвея — Bucking Broadway Жанр вестерн Режиссёр Джон Форд Автор сценария Джордж Хайвели …   Википедия

  • против воли — См …   Словарь синонимов

  • Против Божьей воли, против добрых людей не спорщики. — Против Божьей воли, против добрых людей не спорщики. См. СВАТОВСТВО …   В.И. Даль. Пословицы русского народа

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»