Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

завтра

  • 21 утром

    утром
    нареч τό πρωί, τήν πρωίαν:
    рано \утром πρωί πρωί· ранним \утром πολύ πρωί· однажды \утром ἕνα πρωί· вчера \утром χθες τό πρωί· сегодня \утром σήμερα τό πρωί· завтра \утром αὐριο τό πρωί.

    Русско-новогреческий словарь > утром

  • 22 быть

    ρ.δ. (στον ενστ. απαντά μόνο στο γ' ενκ. προσ. «есть» και παλ. στο γ' πλθ. προσ. «суть»; μελ. «буду», «будешь»; παρλθ. χρ. «был», «была», «было»; με άρνηση: «не был», «не была», «не было»; προστ. «будь»; μτχ. παρλθ. χρ. «бывший»; επιρ. μτχ. будучи)
    1. υπάρχω, είμαι• υφίσταμαι•

    его еще не было, когда произошло это αυτός ακόμα δεν υπήρχε (δεν είχε γεννηθεί), όταν συνέβηκε αυτό.

    2. εχω•

    у него был внук αυτός είχε εγγόνι.

    || βρίσκομαι•
    3. παραβρίσκομαι, είμαι παρών•

    я был на приеме ήμουν σε ακρόαση•

    был в отсуствии ήμουν απών (απουσίαζα).

    4. γίνομαι•

    заседание будет завтра η συνεδρίαση θα γίνει αύριο.

    5. (συνδετικό ρ. στο περιφραστικό κατηγόρημα) είμαι•

    я был болен ήμουν άρρωστος.

    || γίνομαι, καθίσταμαι•

    кем хочешь -? τι θέλεις να γίνεις;(για επάγγελμα, ειδικότητα).

    6. (βοηθτ. ρ.) είμαι•

    город был взят η πόλη καταλήφθηκε.

    7. (μόριο μέλλοντα) θα•

    он будет читать αυτός θά διαβάζει,

    εκφρ.
    быть можетκ. может быть βλ. στη λ. мочь 1
    быть так – ας είναι (ας γίνει) έτσι•
    быть (чему) – απαραίτητα, οπωσδήποτε θα συμβεί•
    быть беде – οπωσδήποτε θα έρθει συμφορά•
    так и быть – ας γίνει (ας είναι) κι έτσι•
    быть за кого – είμαι με το μέρος κάποιου•
    быть за одно с кем – έχω τις ίδιες ιδέες με κάποιον, είμαι το ι’διο με κάποιον•
    как -? – τι να γίνει;•
    будь что будет – ας γίνει ό,τι θέλει•
    была не была – πρέπει να ριψοκινδυνέψω, ό,τι βγει, ό,τι γίνει•
    что будет, то будет – ό,τι γίνει ας γίνει, ό,τι έβρεξε, κατέβασε.

    Большой русско-греческий словарь > быть

  • 23 возможно

    επίρ.
    1. όσο το δυνατό(ν)•

    сделать возможно лучше κάνω όσο το δυνατόν καλύτερα•

    принесите лекарство возможно скорее φέρτε φάρμακο όσο μπορείτε γρηγορότερα ή το ταχύτερο.

    2. απρόσ. είναι, υπάρχει η δυνατότητα.
    3. ίσως, είναι ενδεχόμενο, δυνατό, ενδέχεται, μπορεί, πιθανόν•

    возможно меня не будет дома завтра μπορεί αύριο να μην είμαι στο σπίτι, ίσως αύριο να λείπω από το σπίτι.

    Большой русско-греческий словарь > возможно

  • 24 вчера

    επίρ.
    1. χτες, (ε)χθές•

    вчера утром χτες το πρωί•

    вчера ночью χτες τη νύχτα, (ε)ψές τη νύχτα.

    2. ουσ. θ. η χτεσινή μέρα•

    однако не похожет на завтра κι όμως το χτες δεν μοιάζει με το αύριο.

    Большой русско-греческий словарь > вчера

  • 25 до

    до 1
    πρόθ. με γεν. (όριο)
    1. μέχρι, ως, εως•

    -последней капли крови ως την τελευταία ρανίδα αίματος•

    с головы до ног από το κεφάλι ως τα πόδια•

    от Москвы до Афин από τη Μόσχα ως την Αθήνα•

    от начала до конца από την αοχή ως το τέλος•

    ждать до вечера περιμένω, ως το βράδυ•

    отложить до возвращения αναβάλλω ως την επιστροφή•

    до сих пор ως τώρα•

    мая ως το Μάη•

    до завтра ως αύριο.

    2. πριν, προ, προτού•

    заплатить до срока πληρώνω πριν την προθεσμία•

    до обеда πριν το μεσημέρι ή πριν το γεύμα•

    до нового года ως το τέλος του χρόνου, πριν τον καινούριο χρόνο•

    до революции πριν την επανάσταση, προεπαναστατικά•

    -нашей эры πρίν.Χριστό•

    до отъезда πριν την αναχώρηση•

    до войны πριν τον πόλεμο, προπολεμικά•

    до темноты πρίν σκοτεινιάσει.

    3. (οριο, βαθμό)•

    до ужаса μέχρι φρίκης•

    до чего он хитр τι πονηρός που είναι•

    промок до костей βράχηκα μέχρι το κόκκαλο•

    мне не до смеху δεν έχω τίποτε το γελείο•

    теперь не шуток τώρα δεν έχει (δε χωρούν) αστεία•

    некоторой степени ως ένα βαθμό.

    || (ποσοτικό όριο)•

    это обойдтся до пяти рублей αυτό θά στοιχίσει μέχρι πέντε ρούβλια.

    4. περίπου, ίσαμε, ως, περί•

    их было до двадцати человек αυτοί ήταν περίπου είκοσι άτομα.

    5. (σχέση) για•

    мне не до шуток, не до смеху δεν έχω διάθεση γι' αστεία, για γέλια•

    мне не до вас δεν έχω καιρό ν' ασχοληθώ μέ σας•

    мне нет до этого αυτό δε με αφορά εμένα, δε μ' ενδιαφέρει.

    εκφρ.
    что до – όσον αφορά•
    что -меня – όσον αφορά εμένα.
    до 2
    ουδ. άκλ. ο μουσικός φθόγγος ντό.

    Большой русско-греческий словарь > до

  • 26 додать

    (γραμμ. στοιχεία βλ. στο ρ. дать)• ρ. σ.μ. δίνω το υπόλοιπο•

    получите пока половину, остальное додам завтра πάρτε τώρα το μισό, αύριο θα σας δώσω το υπόλοιπο.

    Большой русско-греческий словарь > додать

  • 27 если

    σύνδ, υποθετικός• αν, εάν•

    если растения не поливать, то они засохнуть αν τα φυτά δεν ποτιστούν, τότε αυτά θα ξηραθούν•

    в случае -... σε περίπτωση που... если бы αν, εάν, άμα•

    если бы он мог, работал бы άμα αυτός μπορούσε, θα δούλευε•

    если бы он знал, этого не сделал αν αυτός το ήξερε, δε θα το έκανε•

    если бы он жив! αν αυτός ήταν ζωντανός!•

    если бы не эта помеха, мы бы уехали завтра αν δεν ήταν αυτό το εμπόδιο, θα φεύγαμε αύριο•

    если бы только знал μόνο να το ήξερα•

    если я прошу,то значит это необходимо όταν ζητώ κάτι, αυτό σημαινει οτι μου είναι απαραίτητο•

    -ехать, так ехать άν πρόκειται να δουλέψεις, δούλεψε όπως πρέπει•

    если только не μόνο αν, εκτός αν•

    он придет если только не заболеет θα έρθει, εκτός μόνο αν.ιρωστήσει•

    придет если не он, то друг его αν δεν έρθει αυτός, θα έρθει ο φίλος του•

    если бы не дождь, мы бы гуляли αν δεν έβρεχε, θα πηγαίναμε περίπατο•

    если не каждый день, то через день αν όχι κάθε μέρα, τότε μέρα πάρα μέρα•

    если бы да кабы (αστ.) ο νάχας και ο θάχας (πέθαναν)• если (уж) на то пошло μια και (εφόσον) η υπόθεση έφτασε ως εκεί•

    что если (бы)? τι θα; (γινόταν, έκανες, έλεγες κ.τ.τ.)• даже если ακόμα κι αν•

    если только αρκεί μόνο.

    Большой русско-греческий словарь > если

  • 28 ехать

    еду, едешь, μτχ. ενεστ. едущий επίρ. μτχ. ехав κ. (παλ., απλ.) едучи ρ.δ.
    1. πηγαίνω (με μεταφ. μέσο) ταξιδεύω•

    ехать верхом πηγαίνω καβάλα (έφιππος)•

    ехать на параходе ταξιδεύω με το πλοίο•

    ехать на велосипеде πηγαίνω με το ποδήλατο.

    || κινούμαι, βρίσκομαι σει κίνηση, κυλώ•

    поезд едет το τραίνο πηγαίνει.

    2. αναχωρώ, φεύγω•

    завтра я еду в афины αύριο φεύγω για την Αθήνα.

    3. μτφ. μετακινούμαι, γλιστρώ, μετατοπίζομαι•

    галстук -ет набок η γραβάτα στραβώνει.

    Большой русско-греческий словарь > ехать

  • 29 иметь

    -ю, -ешь
    ρ.δ. μ.
    1. έχω, κατέχω•

    иметь деньги έχω χρήματα•

    иметь право έχω δικαίωμα•

    иметь талант έχω ταλέντο•

    это -ет большое значение αυτό έχει μεγάλη σημασία•

    иметь мужество открыто признать свой ошибку έχω το θάρρος ανοιχτά να παραδεχτώ το λάθος μου•

    иметь возможность έχω τη δυνατότητα•

    иметь стыд ντρέπομαι.

    || (για μήκος, ύψος κ.τ.τ.) έχει, είναι•

    эта материя -ет метр ширины αυτό το ύφασμα έχει ένα μέτρο φάρδος•

    эта башня -ет сто метров в высоту αυτός ο πύργος είναι εκατό μέτρα ψηλός.

    || διαθέτω, χρησιμοποιώ• иметь кого-н. помощника έχω κάποιον βοηθό.
    2. παλ. με απαρμφ. σ. σχηματίζει μέλλοντα σ. και αντιστοιχεί μετο μόριο „,θα•

    завтра это сообщение -ет появиться в газетах αύριο αυτή η ανακοίνωση θα δημοσιευθεί στις εφημερίδες• 8 марта -ет быть концерт στις 8 του Μάρτη θα έχει συναυλία•

    вместе с имеющими поступить... μαζί με κείνους που θα εισαχθούν...• я имею к вам просьбу θα σας παρακαλέσω.

    3. με ουσ. σε αιτ. πτώση εκφράζει ενέργεια αυτού του ουσ. иметь отношение σχετίζομαι•

    иметь применение εφαρμόζομαι•

    иметь притязание διεκδικώ•

    хождение κυκλοφορώ.

    4. έχω αγαπητικό.
    εκφρ.
    иметь место – συμβαίνω, γίνομαι, λαμβάνω χώραν•
    это событие имело место позавчера – αυτό το γεγονός έγινε προχτές•
    иметь целью (ή цель) – επιδιώκω, έχω ως σκοπό (σκοπεύω).• ничего не иметь против δεν έχω καμιά αντίρρηση.
    υπάρχω•

    препятствий (к чему-н.) не -ется εμπόδια δεν υπάρχουν•

    -ются в продаже υπάρχουν για πούλημα (πουλιούνται)•

    по имеющимся сведениям κατά τις υπάρχουσες πληροφορίες.

    εκφρ.
    иметь в виду – παίρνομαι(λαμβάνομαι) υπ όψη.

    Большой русско-греческий словарь > иметь

  • 30 либо

    (σύνδεσμος διαζευκτικός)• είτε, ή•

    либо ялибо ты ή εγώ ή εσύ•

    либо сегодня либо завтра ή σήμερα ή αύριο.

    Большой русско-греческий словарь > либо

  • 31 надеяться

    -юсь, -ешься
    ρ.δ.
    1. ελπίζω•

    -юсь завтра вернуться ελπίζω αύριο να επιστρέψω•

    -юсь на успех ελπίζω να πετύχω•

    на свой силы ελπίζω (στηρίζομαι,) στις δυνάμεις μου•

    он не -лся вас видеть αυτός δεν έλπιζε να σας ιδεί.

    2. βασίζομαι, στηρίζομαι•

    на него вполне можно надеяться σ αυτόν μπορείτε να βασίζεστε πλέρια•

    надеяться на друга βασίζομαι στο φίλο.

    Большой русско-греческий словарь > надеяться

  • 32 не

    не 1
    μόριο αρνητικό
    1. δεν, δε• μη(ν) όχι•

    я не хочу εγώ δε θέλω•

    я не пойду домой εγώ δε θα πάω στο σπίτι•

    не люблю его δεν τον αγαπώ•

    он не благоразумен αυτός δεν είναι συνετός•

    это не может не удаться αυτό δεν μπορεί να μην επιτευχθεί•

    быть или не быть! να ζει κανείς ή να μη ζει!•

    он так жаден, что -ест, а пожирает είναι τόσο λαίμαργος, που δεν τρώγει, αλλά καταβροχθίζει•

    не бери μην παίρνεις•

    он ехал не с сыном αυτός ταξίδευε όχι με το παιδί (χωρίς το παιδί)•

    он кричит, а не пот αυτός γκαρίζει, δεν τραγουδάει•

    я не сомневаюсь, что он прав δεν αμφιβάλλω ότι αυτός έχει δίκαιο•

    никогда не лгите ποτέ μη λέτε ψέματα•

    не сегодня, так завтра αν όχι σήμερα, αύριο (θα γίνει).

    || (με ρ.) δεν, μην•

    не могу не согласиться δεν μπορώ να μη συμφωνήσω•

    не могу не признать δεν μπορώ να μην αναγνωρίσω (παραδεχτώ).

    || σχεδόν•

    работает и не работает εργάζεται και δεν εργάζεται, ούτε δουλεύει ούτε δεν δουλεύει•

    горит не горит καίει και δεν καίει, σχεδόν δεν καίει.

    2. (μαζί με συνδέσμους)• ειδεμή, άλλως, αλλιώτικα, διαφορετικά, σε αντίθετη περίπτωση•

    уходи не то плохо тебе будет φεύγα, διαφορετικά θά χεις κακά ξεμπερδέματα.

    εκφρ.
    не то что..., а... – όχι (το)..., αλλά...• не то чтобы..., а... όχι (για) να.., αλλά...• не то чтобы не..., а... όχι (για) να μην..., αλλά...• не кто иной (другой), как... όχι κανένας άλλος, παρά...• не только..., но... όχι μόνο..., αλλά...,• не только..., но и.... όχι μόνο..., αλλά και....• не столько сколько..., όχι τόσο, όσο...• не настолько... чтобы... όχι τόσο (σε τέτοιο βαθμό), ώστε...• хотя не..., но (однако).... αν και δεν..., όμως...• тем не менее εν τούτοις, και όμως.
    не 2
    (πάντοτε τονιζόμενο)• δεν•

    не за что благодарить δεν αξίζει να ευχαριστήσεις•

    не за что купить δεν έχω (χρήματα) να αγοράσω•

    не для чего говорить.об этом δεν θέλω κουβέντα γι αυτό•

    мне не для чего его видеть δε θέλω (ούτε) να τον βλέπω•

    не к чему (не зачем) туда ходить δεν υπάρχει λόγος να πηγαίνω εκεί•

    не у кого спросить δεν υπάρχει κανένας να ρωτήσω•

    не о чем писать δεν έχω τι να γράψω•

    не о чём говорить δεν έχω τι να πώ•

    мне не к кому обратиться δεν έχω αε ποιόν να απευθυνθώ•

    не за что τίποτε παρακαλώ, (απάντηση στο ευχαριστώ κάποιου).

    εκφρ.
    не раз – όχι μια φορά (πολλές φορές, επανειμμένα)•
    ему было не по себе – αυτός δεν αισθανόταν καλά.

    Большой русско-греческий словарь > не

  • 33 ожидать

    ρ.δ. παθ. μτχ. παρλθ. χρ. παλ. ожиданный, βρ: -дан, -а, -о.
    1. αναμένω, περιμένω, καρτερώ•

    ожидать поезд περιμένω το τραίνο•

    ожидать случай περιμένω την ευκαιρία•

    ожидать изв-стия περιμένω νέα•

    тебя я -э.ю εσένα περιμένω.

    || μτφ. προσδοκώ, προσμένω.
    2. ελπίζω•

    я этого от вас не -ал αυτό δεν το περίμενα από σας.

    3. επιφυλάσσω•

    блестящая карьера -ет его λαμπρή σταδιοδρομία τον περιμένει.

    περιμένομαι, αναμένομαι• προβλέπομαι•

    весна -ется поздняя η Ανοιξη αναμένεται όψιμη•

    он -ется прийти завтра αυτός αναμένεται να έρθει αύριο.

    Большой русско-греческий словарь > ожидать

  • 34 отложить

    -ложу, -ложишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. отложенный, βρ: -жен, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. βάζω κατά μέρος• αποθέτω. || αφήνω, διατηρώκάτι για κάποιον•

    отложить на чрный день βάζω στην άκρη για ώρα ανάγκης.

    || τέμνω, χωρίζω.
    2. αναβάλλω•

    отложить на завтра αναβάλλω για αύριο•

    отложить свадьбу αναβάλλω το γάμο.

    3. παλ. αναδιπλώνω•

    отложить воротника κατεβάζω το γιακά.

    4. ξεζεύω.
    5. (διαλκ.) ανοίγω, σύρω, τραβώ (τοσύρτη, μάνταλο κ.τ.τ.).
    6. γεννώ, αποθέτω•

    отложить яйца αποθέτω αυγά για κλώσσισμα•

    отложить икру αποθέτω το γόνο, γονοβολώ, ωοτοκώ.

    7. (γεωλ.) σχηματίζω στρώματα.
    εκφρ.
    отложить попечение – δε φροντίζω πια, παύω να φροντίζω.
    1. (γεωλ.) κατακάθομαι, σχηματίζω στρώμα.
    2. μτφ. εντυπώνομαι, μου κολλά, μου μπαίνει•

    отложить в памяти εντυπώνομαι στη μνήμη.

    3. παλ. αποσπώμαι, ξεχωρίζω, γίνομαι ανεξάρτητος. || απομακρύνομαι, αποφεύγω απομονώνομαι.

    Большой русско-греческий словарь > отложить

  • 35 отъезжающий

    ουσ. από μτχ. ο αναχωρών•

    -ая η αναχωρούσα•

    -ие завтра οι αναχωρούντες αύριο.

    Большой русско-греческий словарь > отъезжающий

  • 36 подождать

    ρ.σ.
    1. μ. περιμένω, αναμένω•

    надо подождать его ответа πρέπει να περιμένω την απάντηση του.

    2. αμ. -жди, я завтра узнаю и скажу -περίμενε, αύριο θα μάθω και θα σου πω.

    Большой русско-греческий словарь > подождать

  • 37 получка

    θ.
    λήψη, παραλαβή. || αποδοχές, μισθός. || πληρωμή•

    завтра! будет получка αύριο θα έχει πληρωμή (θα μας πληρώσουν).

    Большой русско-греческий словарь > получка

  • 38 расположение

    ουδ.
    1. διευθέτηση, τακτοποίηση• διαρύθμιση• διάταξη. || σειρά, τάξη • παράταξη•

    расположение слов в предложении η κανονική σειρά των λέξεων στην πρόταση.

    2. εγκατάσταση, τοποθέτηση•

    расположение лагерем στρατοπέδευση• καταυλισμός.

    (στρατ.) διάταξη•

    войск διάταξη των στρατευμάτων.

    3. διάθεση•

    доброе расположение καλή (ευνοϊκή) διάθεση.

    || κλίση, όρεξη• επιθυμία•

    у него никакого -я к медицине αυτός δεν έχει καμιά διάθεση (κλίση)για γιατρός•

    у меня нет -я ехать завтра δεν είμαι διατεθημένος να αναχωρήσω αύριο.

    || εύνοια, συμπάθεια. || προδιάθεση•

    расположение к болезням προδιάθεση για ασθένειες.

    Большой русско-греческий словарь > расположение

  • 39 рвануть

    -ну, -ншь ρ.σ.
    1. τραβώ δυνατά απότομα•

    он -ул меня за рукав αυτός με τράβηξε απότομα από το μανίκι.

    2. ξεκινώ απότομα, ορμητικά, ορμώ, χυμώ. || (για άνεμο, ρεύμα) • φυσώ δυνατά, ορμητικά. || σκάζω, κάνω έκρηξη.
    3. (απλ.)• αναχωρώ, φεύγω• πηγαίνω•

    завтра мы -м в Москву αύριο πάμε για τη Μόσχα.

    4. (απλ.) παίρνω, βουτώ• παίρνω παράνομα•

    рвануть изрядный куш βουτώ μεγάλο ποσό χρημάτων.

    ξεκινώ απότομα, ορμητικά, ορμώ, ρίχνομαι, χυμώ.

    Большой русско-греческий словарь > рвануть

  • 40 садануть

    ρ.σ. (απλ.) μπήγω, χώνω•

    садануть нож μπήγω το μαχαίρι.

    || μτφ. καταφέρω χτύπημα. || πυροβολώ. || (απρόσ.)• θα πέσει, θα κάνει, θα έχομε•

    завтра -нет мороз αύριο θα κάνει παγωνιά.

    Большой русско-греческий словарь > садануть

См. также в других словарях:

  • ЗАВТРА — ЗАВТРА, завтре, заутра, завтракась, завтрича нареч. день следующий за нынешним, время по первой за сим ночи и до следующей. Завтра или завтрие употр. как сущ., ср. (род. завтрея или завтрого или завтрева; дат. завтрею или завтрему или завтру,… …   Толковый словарь Даля

  • ЗАВТРА — ЗАВТРА. 1. нареч. На следующий день после сегодняшнего. Завтра поработаю, а нынче погуляю, говорит лентяй. 2. в знач. сущ. завтра, нескл., ср. (в прост. употр. род. завтрого и дат. завтрому, пишется завтрего, завтрему). Завтрашний день; день,… …   Толковый словарь Ушакова

  • завтра — не нынче завтра, не сегодня завтра, ну уж это завтра!, хоть сегодня, хоть завтра.. Словарь русских синонимов и сходных по смыслу выражений. под. ред. Н. Абрамова, М.: Русские словари, 1999. завтра завтрашний день, грядущее, будущее, будущие… …   Словарь синонимов

  • Завтра — это навсегда Mañana es para siempre Жанр мелодрама / драма Создатель Маурисио Навас Гильермо Рестрепо Кончита Руис Таня Карденас В главных ролях Лусеро Серхио Сендель Сильвия Наварро Фернандо Колунга Ё …   Википедия

  • ЗАВТРА — 1. нареч. На следующий день после сегодняшнего. Приеду з. 2. перен., нареч. В недалёком будущем. Вчера был учеником, з. будет мастером. 3. нескл., ср. День, следующий за сегодняшним. Отложить дела на з. или до з. До з.! (приветствие при… …   Толковый словарь Ожегова

  • завтра — (Источник: «Полная акцентуированная парадигма по А. А. Зализняку») …   Формы слов

  • ЗАВТРА — «ЗАВТРА», СССР, ЛАДЬЯ (киностудия им. М.Горького)/КВАДРАТ (Москва), 1991, цв., 81 мин. Мелодрама. Их поезда стояли по разные стороны платформы, готовясь тронуться в противоположных направлениях. В распоряжениигероев было всего десять минут,… …   Энциклопедия кино

  • завтра — глаг., нсв., употр. очень часто 1. Если вы что то сделаете (или что то будет) завтра, значит, вы сделаете это не сегодня, а на следующий день. Сегодня я занят, а завтра могу приехать к тебе. 2. Если вы говорите, что завтра кто то станет, к… …   Толковый словарь Дмитриева

  • завтра —   , неизм., ср.   Завтрашний день; будущее.   ** Светлое завтра. патет.   То же, что светлое будущее. См. будущее.   ◘ Счастье народов, светлое завтра в наших руках, друзья (Л.Ошанин). Лейся, песня, 113. Ратовал за новое, светлое завтра. ДН, 1979 …   Толковый словарь языка Совдепии

  • завтра —   , завтраки, завтрашний   Не нынче завтра (разг.) вскоре, в очень непродолжительном времени.     Не по летам и чин завидный: не нынче завтра генерал. рибоедов.   Завтрашний день перен. ближайшее будущее.     Позаботиться о завтрашнем дне.… …   Фразеологический словарь русского языка

  • завтра — укр. завтра, блр. заўтра, др. русск. заутра (Поуч. Влад. Мон. и др.), ст. слав. заоутра πρωί завтра (Супр.), словен. zâjtra, zâutrа завтра утром , чеш. zejtra, zitra, слвц. zajtra; см. Преобр. I, 240; о конструкции за с родительным в ст. слав …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»