Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

если+я+в

  • 41 б

    б 1
    βλ. бе.
    б 2
    βλ. бы• χρησιμοποιείται ύστερα από λέξεις, που τελειώνουν σε φωνήεν•

    если б я знал αν ήξερα.

    Большой русско-греческий словарь > б

  • 42 ежели

    σύνδ. (παλ. κ. απλ.)
    βλ. если.

    Большой русско-греческий словарь > ежели

  • 43 жалко

    επίρ, ελεεινά, οικτρά, άθλια κλπ. επ. || ως κατηγ. είναι κρίμα•

    жалко смотреть на него είναι κρίμα να τον βλέπεις, είναι αξιολύπητος•

    мне его очень жалко λυπάμαι πολύ γι αυτόν•

    жалко если дело не удастся είναι κρίμα αν δεν πετύχει η υπόθεση.

    || δυστυχώς.

    Большой русско-греческий словарь > жалко

  • 44 же

    же 1
    κ. ж σύνδ. αντιθ.
    1. όμως, αλλά, μα, μα και•

    врач мне велел бросить курить, сам же две каробки в день закуривает ο γιατρός μου απαγόρευσε το κάπνισμα, όμως ο ίδιος καπνίζει δυο κουτιά τη μέρα•

    если же вы не хотите μα αν εσείς δε θέλετε•

    что же я сделал μα τι έκανα;

    2. δα•

    почему вы ему не верите, он же доктор γιατί δεν τον εμπιστεύεστε, αυτός δα είναι γιατρός.

    же 2
    ж μόριο
    1. (επιτακτικό) επιτέλους, τέλος πάντων, λοιπόν, κιόλας•

    когда же будете готовы? πότε τέλος πάντων ; θα ετοιμαστήτε;•

    говорите же μιλάτε λοιπόν•

    когда -? πότε λοιπόν;•

    я это знаю так же хорошо, как и вы το ξέρω τόσο καλά όσο και σείς.

    2. σημαίνει ταυτότητα, ίδιο (πράγμα)•επίσης, βέβαια•

    тот, этот же εκείνος ο ίδιος, αυτός ο ίδιος•

    эти же растения встречаются и на севере αυτά τα ίδια φυτά τα συναντούμαι και στο βοριά•

    здесь же εδώ σ’αυτό (το ίδιο) μέρος•

    сегодня же приедем и мы σήμερα επίσης θα έρθουμε κι εμείς•

    в то же время την ίδια ώρα (ή χρόνο), ταυτόχρονα•

    есть же такие мерзавцы на свете υπάρχουν, βέβαια, τέτοιοι παλιάνθρωποι, στον κόσμο•

    такой же πανομοιότα-τος.

    Большой русско-греческий словарь > же

  • 45 затруднить

    -ню, -нишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. затрудненный, βρ: -нен, -нена, -нено.
    1. στενοχωρώ, ενοχλώ.
    2. δυσκολεύω, δυσχεραίνω, παρεμβάλλω εμπόδια. || φράσσω, εμποδίζω το πέρασμα.
    εκφρ.
    если вас не -ит – αν δε σας κάνει κόπο.
    δυσκολεύομαι, δυσχεραίνομαι.

    Большой русско-греческий словарь > затруднить

  • 46 захотеть

    -очу, -очешь, -очет, -отим, -отите, -отят
    ρ.σ. θέλω•

    если он -очет, это будет άμα αυτός το θελήσει, θα γίνει.

    θέλω•

    мне -лось пить чаю θέλω να πιω τσάι.

    Большой русско-греческий словарь > захотеть

  • 47 значить

    -чу, -чишь, μτχ. ενεστ. значащий
    ρ.δ. σημαίνω, δηλώνω, φανερώνω• δείχνω• εκφράζω•

    что -ит по-гречески это русское слово? τι σημαίνει στα ελληνικά αυτή η ρωσική λέξη;•

    что это -ит? τι σημαίνει αυτό;•

    это-ит, что... αυτό σημαίνει ότι...• если я молчу, это не -ит, что я сержусь αν εγώ σωπαίνω, αυτό δε θα πει πως είμαι θυμωμένος•

    это для меня ровно ничего не -ит αυτό για μένα δε σημαίνει, τίποτε ή δεν έχει καμιά σημασία•

    вот что -ит быть неосторожным να τι θα πει να είναι κανένας απρόσεχτος.

    εγγράφομαι, είμαι γραμμένος (στον κατάλογο).

    Большой русско-греческий словарь > значить

  • 48 кто

    αντων.
    1. ερωτ. ποιος, ποια, ποιο•

    это кто сделал? ποιος το έκαμε αυτό;•

    кто идёт? ποιος έρχεται;•

    кто там ποιος είν εκεί;•

    о ком вы говорите? για ποιόν μιλάτε;•

    кто кого (одолеет)? ποιος ποιόν (θα υπερνικήσει);

    2. ο ένας, ο άλλος, ο (οι) μεν, ο (οι) δε•

    кто читает, кто рисует ο ένας διαβάζει, ο άλλος σχεδιάζει•

    кто куда άλλος προς τα δω, άλλος προς τα κει•

    кто где ο ένας εδώ, ο άλλος εκεί•

    кто что любит ο καθένας ό,τι αγαπά ή με το γούστο του.

    3. αόρ. κάποιος, κανένας•

    если кто придёт, скажи, что я на службе αν κάποιος έρθει, πες πως είμαι υπηρεσία•

    не кто иной, как... κανένας άλλος, παρά...

    4. αναφρ. όποιος•

    тот кто ослушается, будет наказан όποιος δε θα υπακούσει, θα τιμωρηθεί.

    εκφρ.
    кто как – ο καθένας με το δικό του τρόπο ή όπως θέλει•
    кто что – όποιος όποιο η ό,τι•
    кто-кто, а... – ποιός-ποιός, όμως...• кого-кого, а... ποιόν-ποιόν, όμως...• кто бы ни был όποιος και να είναι, αδιάφορο ποιος•
    кто ни на есть – καθένας, οποιοσδήποτε, όποιος και να είναι•
    хоть кого – οποιονδήποτε•
    спасайся кто может! – ο σώζων εαυτόν σωθήτω!
    кто в лес кто по дрова – ο καθένας το χαβά του ή το βιολί του.

    Большой русско-греческий словарь > кто

  • 49 можно

    (απρόσ. με σημ. κατηγ.).
    είναι δυνατό, μπορεί, δύναται, είναι μπορετό•

    это можно делать в два дня αυτό μπορεί να γίνει σε δυο μέρες•

    если можно αν είναι δυνατόν•

    как -скорее όσο το δυνατόν γρηγορότερα•

    как можно раньше όσο το δυνατόν νωρίτερα•

    как можно больше, меньше όσο το δυνατόν περισσότερο, λιγότερο•

    как (это) -; разве можно πως είναι δυνατό να γίνει (αυτό)• άραγε μπορεί να γίνει (αυτό;), ζ επιτρέπεται•

    здесь можно курить? εδώ επιτρέπεται το κάπνισμα; можно (зайти)? μπορώ να μπω; επιτρέπεται η είσοδος;

    Большой русско-греческий словарь > можно

  • 50 обязать

    -яжу, -яжешъ
    ρ.σ.μ.
    1. υποχρεώνω, επιβάλλω•

    его обязали явиться в срок τον υποχρέωσαν να εμφανιστεί στην προθεσμία.

    2. προκαλώ αίσθημα ευγνωμοσύνης•

    вы меня много -яжете, если... θα με υποχρεώσετε πολύ, αν...

    υποχρεώνομαι•

    обязать досрочно выполнить работу υποχρεώνομαι να τελειώσω τη δουλειά πριν την προθεσμία.

    Большой русско-греческий словарь > обязать

  • 51 отсохнуть

    -нет, παρλθ. χρ. отсох
    -ла, -ло ρ.σ.
    1. ξεραίνομαι, ξηραίνομαι•

    ветки -ли τα κλαδιά ξεράθηκαν.

    2. παραλύω, ξενεύω•

    рука -ла το χέρι ξένεψε.

    εκφρ.
    -хни у меня язык, рука – (ως όρκος) να μου ξεραθεί η γλώσσα, το χέρι•
    -хни язык, если я вру! – να μου ξεραθεί η γλώσσα αν λέω ψέματα!

    Большой русско-греческий словарь > отсохнуть

  • 52 ошибиться

    -бусь, -бшься, παρλθ. χρ. ошибся, -лась, -лось
    ρ.σ. λαθεύω, σφάλλω, κάνω λάθος, σφάλμα, απατώμαι, πλανώμαι•

    -дверью κάνω λάθος στην πόρτα (πηγαίνω σε άλλη)•

    если не -бусь αν δε θα κάνω λάθος•

    я -бся в подсчте έκανα λάθος στο λογαριασμό•

    я -бся в расчте έπεσα έεω στον υπολογισμό•

    я -бся на его счёт έπεσα έξω ως προς αυτόν ή ως προς το ποιόν του.

    Большой русско-греческий словарь > ошибиться

  • 53 память

    θ.
    1. μνήμη, μνημονικό, θυμητικό•

    слабая память αδύνατη μνήμη•

    это никогда не выйдет из моей -и αυτό δε θα το ξεχάσω ποτέ•

    зрительная память οπτική μνήμη•

    тврдая γερή μνήμη•

    лишиться -и στερούμαι μνήμης, έχασα το θυμητικό•

    мне пришло на память μου ήρθε στη μνήμη•

    удержать в-и κρατώ (διατηρώ) στη μνήμη•

    если память не изменяет αν δε με απατά η μνήμη•

    написать на память γράφω από μνήμης•

    выучить на память απομνημονεύω•

    приводить что-л. кому на память φέρω στη μνήμη κάποιου (υπενθυμίζω)•

    приводить себе на память ξαναφέρω στη μνήμη μου.

    2. ανάμνηση•

    чтить память τιμώ τη μνήμη•

    оставить добрую память αφήνω καλή ανάμνηση•

    в память кого-л., чего-л. στη μνήμη του...

    3. (εκκλσ.) μνημόσυνο.
    εκφρ.
    вечная память – αιώνια η μνήμη•
    блаженной (светлой, незабвенной) -иπαλ. θεός σχωρέσ τον, αγιάσουν τα κόκκαλά του, ο Θεός ν' αναπάψει την ψυχή του•
    печальной – με θλιβερή τη μνήμη•
    недоброй -и – με κακή τη μνήμη•
    без -и – α) πάρα πολύ, μέχρι τρέλλας•
    он полюбил е без -и – αυτός την αγάπησε μέχρι τρέλλας. β) κατενθουσιασμένος, γ) αναίσθητος•
    на память – από μνήμης, όπως το θυμούμαι•
    на память (дать, подарить, взять, получить) – για ενθύμιο (δίνω, δωρίζω, παίρνω)•
    на память ή по -и (говорить, рассказывать, знать) – από μνήμης, απ έξω, αποστήθιση (μιλώ, διηγούμαι, γνωρίζω)•
    по старой -и – από παλαιά συνήθεια ή ανάμνηση του παρελθόντος•
    прийти на память – μου έρχεται στη μνήμη, ξαναθυμούμαι.

    Большой русско-греческий словарь > память

  • 54 понадобиться

    -блюсь, -бишься
    ρ.σ.
    χρειάζομαι• έχω ανάγκη•

    если -ится αν θα χρειαστεί, σε περίπτωση ανάγκης•

    -лись деньги χρειάστηκαν χρήματα.

    Большой русско-греческий словарь > понадобиться

  • 55 прозакладывать

    ρ.δ.κ.σ.μ. εγγυώμαι, στοιχηματίζω, βάζω στοίχημα•

    я голову свою -аю, если это неправда κόβω το κεφάλι μου, αν αυτό δεν είναι αλήθεια.

    Большой русско-греческий словарь > прозакладывать

  • 56 пусть

    μόριο κ. σύνδ.
    1. ας•

    пусть так и будет ας γίνει έτσι, ας είναι έτσι•

    пусть говорят, что хотят ας λένε, ό,τι θέλουν•

    пусть он говорит άς τον να λέει, ας λέει•

    пусть придёт, если он хочет ας έρθει, άμα θέλει•

    пусть бы είθε.

    2. ας παραδεχτούμε, ας πούμε, ας υποθέσομε•

    пусть я ошибся, но эту ошибку я давно исправил ας πούμε ότι έκανα λάθος, όμως εγώ από καιρό το διόρθωσα.

    3. έστω, ας είναι και, αν και.
    εκφρ.
    пусть так – ας είναι έτσι, σύμφωνος, δεν έχω αντίρρηση.

    Большой русско-греческий словарь > пусть

  • 57 то

    то 1
    σύνδ. πότε, μια•

    то на право, то налево πότε προς τα δεξιά, πότε προς τα αριστερά•

    то тут, то там μια εδώ, μια εκεί•

    она то плакала то смеялась αυτή πότε έκλαιγε, πότε γελούσε.

    || με τα μόρια•

    не, или σημαίνει κάτι αμφίβολο, ακαθάριστο• σαν•

    не то снег, не то дождь σαν χιόνι, σαν βροχή.

    εκφρ.
    а тоβλ. а2• а то нет βλ. нет• не то αλλιώς, διαφορετικά, σε αντίθετη περίπτωση• (да) и то και μόνο, κι ακόμα, και επιπλέον•
    вино подавали за ужином, и то по рюмочке – κρασί προσέφερναν μετά το δείπνο, όμως μόμο ένα ποτηράκι.
    то 2
    βλ. тот.
    то 3
    (μόριο επιτακ. στην αρχή της κύριας πρότασης)• τότε•

    если так, то я не согласен άν είναι έτσι, τότε εγώ δε συμφωνώ.

    Большой русско-греческий словарь > то

  • 58 угодно

    1. ως κατηγ. (με δοτ.) θέλω, επιθυμώ, αρέσω• χρειάζομαι•

    что вам -? τι επιθυμείτε; τί θέλετε; τι σας αρέσει; τι γουστάρετε;•

    угодно ли вам? σας αρέσει άραγε;•

    угодно ли вам молока θέλετε λίγο γάλα;

    2. μόριο• μετά από αντωνυμία ή επίρρημα σχηματίζονται συνδυασμοί με οριστική σημασία•

    где угодно όπου να είναι, αδιάφορο που, όπου θέλεις•

    как угодно αδιάφορο πως, όπως να είναι, όπως θέλεις•

    какой угодно αδιάφορο ποιος, οποιοσδήποτε•

    когда угодно όποτε να είναι, οποτεδήποτε•

    кто угодно αδιάφορο ποιος, οποιοσδήποτε•

    куда угодно αδιάφορο που, οπουδήποτε•

    откуда угодно αδιάφορο από που, ο-ποθενδήποτε•

    сколько угодно όσα θέλεις, οσαδήποτε•

    что угодно ό,τι θέλεις, ό,τι θέλει η ψυχή σου, ο,τιδήποτε.

    εκφρ.
    если угодно – ίσως, μπορεί, είναι δυνατόν, μπορώ να πω• Ηθ•
    угодно ли – θα θέλατε• έχετε την καλοσύνη• δε σας κάνει κόπο • είναι καλό,σωστό, αρεστό;

    Большой русско-греческий словарь > угодно

  • 59 уж

    уж 1
    α.
    αν ιοβόλο φίδι (δεντρογαλιά, υδρόβια φίδια κλπ.).
    εκφρ.
    ползти, извивать(ся) -ом – κολακεύω χαμερπώς, έρπω.
    уж 2
    1. επίρ. βλ. уже.
    2. μόριο, επιτακτ. μα, αμ, αμέ•

    уж если делать, то надо делать хорошо μα αν κάνεις (κάτι), να το κάνεις καλά.

    || (και) να, ιδού.

    Большой русско-греческий словарь > уж

  • 60 что

    чего, чему, чем, о чём αντων.
    1. (ερωτηματική)• τι•

    что мне теперь сделать? τι να κάνω τώρα;•

    что случилось? τι συνέβηκε;•

    что вы сказали? τι είπατε;•

    что нового? τι νέα;•

    о чём вы говорите? για τι μιλάτε; (περί τίνος μιλάτε;)• о чём вы думаете? τι σκέπτεστε;•

    что это такое? τι ειν αυτό;•

    ну что? λοιπόν τι;

    2. (αναφ.) αυτό που, αυτό το οποίο• ό,τι•

    я знаю что вы хотите ξέρω, τι θέλετε•

    я знаю, о чём думаете ξέρω, τι σκέπτεστε•

    я вам прочту что вы хотите θα σας διαβάσω ό,τι εσείς θέλετε.

    3. (αναφ.) οποίος, -α, -ο• που•

    книга, что лежит на столе το βιβλίο, που είναι πάνω στο τραπέζι•

    то, что... αυτό, που...• я вижу то, что лежит на столе βλέπω αυτό, που είναι πάνω στο τραπέζι.

    4. γιατί•

    что вы такой грустный? γιατί είστε έτσι θλιμμένος;•

    что вы так долго не спите? γιατί τόση ώρα δεν κοιμάστε;•

    а что? και γιατί;

    5. επίρ. πόσο, τι•

    стоит эта книга? πόσο κοστίζει αυτό το βιβλίο.

    || πόσος, -η, -ο•

    что денег истрачено!πόσα χρήματα ξοδεύτηκαν!•

    что сил истрачено! πόσες δυνάμεις ξοδεύτηκαν! (πάνε χαμένες!).

    || όσος, -η, -ο•

    что было у меня сил όσες δυνάμεις είχα.

    6. κάτι (τι), τίποτε•

    если что знаешь, так скажи αν ξέρεις κάτι τι, πες το•

    что чуть, в случае чего, бегите за мной σε περίπτωση που συμβεί κάτι, τρέξτε σε μένα.

    7. τι•

    что за шум? τι θόρυβος είναι αυτός;•

    что толку; что пользы; что хорошето τι νόημα, τι όφελος, τι το καλό.

    8. ό,τι•

    всего что я знал, рассказал отцу όλα όσα ήξερα,τα είπα στον πατέρα.

    || ο οποίος, -α, -ο•

    старая черешня что посажена дедушкой η παλαιά κερασιά, που την είχε φυτέψει ο παππούς.

    εκφρ.
    а -? – και τι;•
    до чего... – α) εξαιρετικά•
    до чего хорош! – εξαιρετικά καλός (εξαίσιος), β) ως που, σε τι (ποιόν) βαθμό•
    до чего ты меня довл – σε τι βαθμό (κατάσταση) με έφερες ή με κατάντησες!•
    к чему – γιατί, προς τι, για ποιο λόγο ή σκοπό•
    не к чему – δεν έχει κανένα νόημα, δε χρειάζεται, σε τίποτε δεν ωφελεί•
    ни к чему – (ως κατηγ.)• δε χρειάζομαι•
    тебе, мальчик, домой уйти, а здесь ты ни к чему – εσύ, μικρέ, να πας στο σπίτι, εδώ εσύ δε χρειάζεσαι•
    с чего – από τι, από που και ως που, για ποιο λόγο, γιατί, που βασιζόμενος•
    ни за что – σε καμιά περίπτωση, με κανένα λόγο•
    ни за что и ни за что ни про что – τελείως άδικα, άδικα των αδίκων, στα χαμένα, μάταια• (уж) на что τόσο πολύ, σε τέτοιο βαθμό•
    хоть бы что – (ως κατηγ.) είναι τελείως αδιάφορο•
    чего-чего, а... – βρε, τι είν αυτό... что ли (ль) τι, μήπως•
    что бы ни.... – όλο, οποιοδήποτε•
    что бы... – είθε, μακάρι, άμποτε•
    что ты (вы)! – (για θαυμασμό, φόβο) τι λες (λέτε)! (ну) что ж (же) (ενδοτικό) λοιπόν, τι (να γίνει), άλλος δρόμος δεν υπάρχει,παρά να... что (это) за α) τι είν αυτό•
    что это за бумаги – τι χαρτιά είν αυτά. β) τι• (για θαυμασμό, αγανάκτηση κλπ.) что за день сегодня! τι μέρα σήμερα!•
    что за здание! – τι (ωραίο) κτίριο!•
    что говорить – τι να πεις (είναι καλό, σωστό, άμεμπτο)•
    что ни (на) есть – ό,τι υπάρχει και δεν υπάρχει (όλα παντελώς)•
    чем не – και τι δεν έχει για, τι δεν ταιριάζει για... чем он не учный? τι έχει αυτός, που δεν του ταιριάζει για επιστήμονας;•
    во что бы то ни стало – οπωσδήποτε, με οποιοδήποτε μέσο και τρόπο•
    ни во что не ставить ή считать – δεν τον έχω, θεωρώ για τίποτε•
    ни с чем уйти (остаться, вернуть(ся) – φεύγω, μένω, επιστρέφω με αδεινά τα χέρια (άπρακτος).
    ειδ. σύνδ.
    1. ότι, πως•

    я знаю что это правда ξέρω ότι αυτό είναι αλήθεια•

    говорят, что он болен λένε πως αυτός είναι άρρωστος.

    2. ότι, που•

    я счастлив что вас вижу είμαι ευτυχής που σας βλέπω.

    3. όπως, σαν.
    4. χρον. σύνδ. παλ. μόλις, ευθύς, άμα.
    5. σύνδ. διαχωριστικός• τι..., τι...• что в городе, что в деревне что одно и тоже τι στην πόλη, τι στο χωριό что ένα, και το ίδιο.
    6. μόριο (στα λαϊκά τραγούδια)• τι• (στην αρχή του στίχου).
    εκφρ.
    только и..., что – αποκλειστικά, μόνο (ότι).

    Большой русско-греческий словарь > что

См. также в других словарях:

  • если б — если б …   Орфографический словарь-справочник

  • если бы — если бы …   Орфографический словарь-справочник

  • если — если …   Русский орфографический словарь

  • если бы — (б) …   Русский орфографический словарь

  • если бы б — если бы (б) …   Русский орфографический словарь

  • ЕСЛИ — 1. союз. Выражает условие совершения, существования чего н. Е. просишь, я пойду. Е. сможешь, приезжай. 2. частица. То же, что разве (во 2 знач.). Некогда мне заходить. Е. на минуточку (на минуточку е.). Лопата не берёт, ломом е. • Если бы 1) союз …   Толковый словарь Ожегова

  • ЕСЛИ — ЕСЛИ, союз. 1. в начале условного придат. предложения, с гл. в наст. вр. или буд. вр. В том случае, когда… (в главном предложении может соответствовать союз то или так ). «Если жизнь тебя обманет, не печалься, не сердись.» Пушкин. Если спрос… …   Толковый словарь Ушакова

  • если — Ежели, буде, когда, коли, коль, коль скоро; разве. Если бы, кабы. Коли правду сказать, то... Неравно кто спросит, то скажи... Разве помру, а то сделаю. Хвали меня губа, не то (если нет, в противном случае, иначе) разорву... даже если... . Словарь …   Словарь синонимов

  • если бы — когда бы, если бы да кабы, ежели бы, кабы, если бы да кабы росли б во рту бобы, если бы да кабы росли б во рту грибы Словарь русских синонимов. если бы когда бы; если бы да кабы (росли б во рту бобы или росли б во рту грибы) (разг. шутл.); кабы… …   Словарь синонимов

  • если —     ЕСЛИ, в случае если, в том случае если, если бы и… то, если только, если… то, на случай если, на тот случай если, при том условии если, при том условии что, при условии если, при условии что, разве что, устар. ежели, устар. ежели бы, разг.… …   Словарь-тезаурус синонимов русской речи

  • ЕСЛИ — Сближение с другими языками, их воздействие ускоряло и обостряло те тенденции развития, которые обозначились еще раньше в самом русском языке. Как в области лексики, так и грамматики под влиянием иностранных языков быстро распространяется и… …   История слов

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»