Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

до+-его

  • 101 ну

    ну 1
    επιφ.
    1. (προκλητικό ή προτρεπτικό)• έλα, εμπρός, άιντε, άιντε ντε, (έλα) λοιπόν•

    ну не бойся έλα, έλα μη φοβάσαι•

    ну и что? λοιπόν και τι (μ αυτό);•

    ну так что же? ε, καλά και τι;•

    ну, а теперь λοιπόν, και τώρα;•

    ну, скорей λοιπόν, γρηγορότερα, γρήγορα-γρήγορα•

    ну, перестань λοιπόν, σταμάτα•

    ну, говори, что ты молчишь λοιπόν, λέγε, τι σιωπάς•

    ну, что дальше? λοιπόν, παρακάτω τι έγινε;

    2. άφησε με (μας), άσε με (μας), παράτα με (μας), ξεφορτώσου με (μας)• άπαγε•

    слышишь, что я говорю? – ну, тебя, слышу! ακούς τι λέω; – άσε με και συ, ακούω!•

    да ну его! (περιφρ.) ας τον απ εκεί! παράτα τον! και δεν τον παρατάς!

    || έξω απ εδώ, μακριά απ εδώ• δε μου χρειάζεται•

    я не ем чесноки... ну их! δεν τρώγω σκόρδα... μακριά απ εδώ!

    3. (εκφράζει θαυμασμό, αγαλλίαση, αγανάκτηση, ειρωνία)• τι, για ιδές, πω-πώ, ε!•

    ну и погода! τι καιρός! για δες καιρό που κάνει!•

    ну и виноград! τι σταφύλια! σταφύλια να δουν τα μάτια σου!

    ну 2
    (μόριο)
    1. ερωτ. (για αμφιβολία, θαυμασμό κ.τ.τ.) άραγε; τι λες; αλήθεια; είναι δυνατόν;•

    я сегодня уезжаю. – ну?! ή да ну?! – σήμερα αναχωρώ. – Αλήθεια (ναι);

    2. (και) αν, εάν•

    а ну как кто-нибудь нас увидит? και αν κάποιος μας δει;

    3. επιτακτ. ε, και, λοιπόν•

    ну, вот о чём мечтает και να τι ονειρεύεται•

    ну, не стыдно ли вам? και δεν ντρέπεστε;

    ну, вот ещё λοιπόν, να ακόμα, νάτα μας λοιπόν•

    ну конечно και βέβαια•

    ну нет όχι δεν•

    ну хорошо λοιπόν καλά•

    ну что? не видешь, что он больной? ε, τι (λοιπόν τι); δε βλέπεις που είναι άρρωστος;•

    ну, а... αλλ όμως...

    4. σύνδ. συμπερασ. λοιπόν, ώστε, επομένως...•

    ну это его дело... λοιπόν, είναι δική του υπόθεση.

    || κι έτσι τελικά.
    5. (απλ.) ας πούμε, ας υποθέσομε, ας παραδεχτούμε•

    ты говорил? ну говорил εσύ έλεγες; ну Ας πούμε έλεγα.

    εκφρ.
    ну-с! – (ε) λοιπόν!•
    ну, ну не буду – καλά, καλά δεν το ξανακάνω•
    ну и ну! ή ай да ну! – πω-πω!

    Большой русско-греческий словарь > ну

  • 102 опоясать

    -яшу, -яшешь ρ.σ.μ.
    1. (περι,)ζώνω, φορώ ζώνη•

    опоясать его ремнм τον περιζώνω με λουρί•

    опоясать его мечом του φορώ το ξίφος.

    2. μτφ. περιβάλλω, περικλείνω.
    περιζώνομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ.

    Большой русско-греческий словарь > опоясать

  • 103 осветить

    -ещу, -етишь παθ. μτχ. παρλθ. χρ. освещенный, βρ: -щён, -щена, -щено
    ρ.σ.μ.
    1. φωτίζω, φέγγω, ρίχνω φως•

    луна -ла поля το φεγγάρι φώτισε τα χωράφια•

    осветить фана-рм дорогу φωτίζω με το φανάρι το δρόμο•

    улыбка -ла его лицо το χαμόγελο φώτισε το πρόσωπο του.

    2. μτφ. διασαφηνίζω, ξεδιαλύνω, διαλευκαίνω διευκρινίζω.
    1. φωτίζομαι.
    2. μτφ. λάμπω•

    его лицо -лось радостью το πρόσωπο του έλαμψε από χαρά.

    Большой русско-греческий словарь > осветить

  • 104 повергнуть

    -ну, -нешь, παρλθ. χρ. поверг κ. παλ. повергнул
    -ла, -ло, μτχ. παρλθ. χρ. повргший κ. поврщувший, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. повергнутый, βρ: -нут, -а, -о κ. поверженный, βρ: -жен, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. παλ. ρίχνω κάτω, καταρρίπτω γκρεμίζω•

    повергнуть наземь ρίχνω καταγής•

    буря -ла дуб η θύελλα έρριξε καταγής τη βαλανιδιά•

    болезнь -ла его на пс-стль (μτφ.) η αρρώστεια τον έρριξεστο κρεβάτι.

    || μτφ. νικώ, συντρίβω.
    2. οδηγώ, φέρω (σε κατάσταση)•

    эта весть -ла его в отчаяние αυτή η είδηση τον έφερε σε απελπισία.

    εκφρ.
    повергнуть к стопам кого – (για υψηλή προσωπικότητα) υποβάλλω (παρακαλώ) ταπεινά.
    1. παλ. πέφτω (ρίχνομαι) στα πόδια, προσκυνώ, ικετεύω γονυπετώς.
    2. φέρομαι, οδηγούμαι, περιέρχομαι•

    повергнуть в отчаяние περιέρχομαι σε απελπισία.

    Большой русско-греческий словарь > повергнуть

  • 105 поглотить

    -ощу, -отишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. поглощённый, βρ: -щён, -щена, -щено
    ρ.σ.μ.
    1. παλ. καταπίνω καταβροχθίζω.
    2. καταχωνιάζω• ρουφώ•

    его -ло море τον κατάπιε η θάλασσα.

    || απορροφώ•

    поглотить влагу απορροφώ υγρασία•

    губка -ла воду το σφουγγάρι απορρόφησε το νερό.

    || μτφ. απασχολώ•

    эта идея -ла его всего αυτή η ιδέα τον απορρόφησε κυριολεκτικά.

    || μτφ. αφομοιώνω• καταβροχθίζω•

    -много книг καταβροχθίζω πολλά βιβλία.

    3. απομυζώ, τραβώ, παίρνω λίγο.
    καταπίνομαι• καταβροχθίζομαι. || απορροφούμαι κλπ. ρ. ενεργ. φ.

    Большой русско-греческий словарь > поглотить

  • 106 постигнуть

    κ. постичь
    -стигну, -стиг-нешь, παρλθ. χρ. постиг κ. παλ. постигнул
    -ла, -ло, μτχ. παρλθ. χρ. постигший κ. постигнувший, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. постигнутый, βρ: -нут, -а, -о ρ.σ.μ.
    1. συλλαμβάνω, εννοώ, καταλαβαίνω, αντιλαμβάνομαι μπαίνω, υπεισέρχομαι•

    постигнуть тайны природы μπαίνω ατοί μυστικά της φύσης•

    постигнуть дух μπαίνω στο πνεύμα•

    он -ул ваши намерения αυτός κατάλαβε τις διαθέσεις σου.

    2. συμβαίνω με βρίσκει•

    его -ло несчастье τον βρήκε δυστύχημα•

    его -ла болезнь τον βρήκε αρρώστεια.

    Большой русско-греческий словарь > постигнуть

  • 107 принять

    приму, примешь, παρλθ. χρ. принял
    -ла, -ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. принятый, βρ: -нят, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. (κυρλξ. κ. μτφ.)• παίρνω, λαβαίνω•

    принять письмо, посылок, подарок παίρνω γράμμα, δέμα, δώρο•

    принять титул, звание, сана παίρνω τον τίτλο, το βαθμό, το αξίωμα.

    || πιάνω, συλλαμβάνω•

    бросай мешочек, а я внизу приму ρίξε τη σακκουλίτσα κι εγώ αποκάτω θα την πιάσω.

    2. παραλαβαίνω, περι-λαβαίνα)•

    принять товар παραλαβαίνω εμπόρευμα.

    || αναλαβαίνω• περιλαβαίνω•

    принять дивизию αναλαβαίνω τη μεραρχία (τη διοίκηση)•

    принять крепость περιλαβαίνω το φρούριο.

    || δέχομαι, συμφωνώ να πάρω, αποδέχομαι•

    принять пост директора αποδέχομαι το πόστο του διευθυντή•

    принять назначение αποδέχομαι το διορισμό•

    принять предложение δέχομαι την πρόταση.

    3. προσλαμβάνω•

    принять на работу παίρνω στη δουλειά.• принять в партию παίρνω στο κόμμα.

    4. υποδέχομαι, δεξιώνομαι•

    директор принял посетителя ο διευθυντής δέχτηκε τον επισκέπτη•

    принять делегацию δέχομαι την αντιπροσωπεία•

    принять посла δέχομαι τον πρεσβευτή.

    || περιλαβαίνω•

    врач -ял семь больных ο γιατρός περίλαβε (για εξέταση) εφτά ασθενείς.

    5. ακούω• βλέπω• φτάνει ως ταυτιά μου, τα μάτια μου•

    принять радио ακούω ράδιο•

    выстрел ακούω πυροβολισμό.

    6. με μερικά ουσ. σχηματίζονται ρ. με σημ. από το ουσ. принять решение παίρνω απόφαση (αποφασίζω)•

    принять смерть πεθαίνω•

    принять участие παίρνω μέρος(συμμετέχω).

    7. (για θρησκεία)• ασπάζομαι•

    принять христианскую веру ασπάζομαι το χριστιανισμό.

    8. αποκτώ•

    лицо его -ло другой вид το πρόσωπο του πήρε άλλη όψη.

    9. καταπίνω•

    принять таблетки παίρνω χαπάκια•

    принять лекарство παίρνω φάρμακο.

    10. κάνω•

    принять ванну παίρνω το λουτρό•

    принять душ κάνω ντους•

    принять грязевую ванну κάνω λασπόλουτρο.

    11. εκλαμβάνω, θεωρώ•

    принять в шутку его слова παίρνω για αστείο τα λόγια του•

    принять за чистую монету παίρνω για γνήσιο νόμισμα•

    принять всерьз παίρνω στα σοβαρά.

    12. αναμεριζω, κάνω στην άκρη, κόβω λίγο (αριστερά, δεξιά κ.τ.τ.).
    13. απάγω, αποκομίζω, παίρνω και φεύγω•

    прими отсюда сунтук πάρε απ εδώ το σεντούκι.

    14. αποδέχομαι, συγκατατιθεμαι•

    принять просьбу об отставке αποδέχομαι την αίτηση παραίτησης•

    прими мой совет δέξου τη συμβουλή μου.

    εκφρ.
    принять бой ή сражение – δεν αποφεύγω (δέχομαι) τη μάχη, τη σύγκρουση•
    принять в штыки – α) υποδέχομαι με τις λόγχες, β) μτφ. υποδέχομαι εχθρικά•
    принять во внимание – παίρνω (λαβαίνω) υπ όψη•
    принять к свой счёт – παίρνω επ ονόματι μου, υπεύθυνα•
    принять присягу – ορκίζομαι•
    принять чью-л. сторону – παίρνω το μέρος κάποιου (υποστηρίζω)•
    принять меры – παίρνω μέτρα•
    принять за правило – παίρνω για κανόνα•
    так принято – έτσι συνηθίζεται ή είναι καθιερωμένο.
    1. καταπιάνομαι, επιδίδομαι•

    принять за работу καταπιάνομαι με τη δουλειά.

    || αρχίζω•

    принять читать αρχίζω το διάβασμα.

    2. ριζώνω, πιάνω, φυτρώνω•

    вновь посаженные деревья -лись τα ξαναφυτευμένα δέντρα έπιασαν.

    || (για εμβολιασμό) πιάνω•

    прививка -лась το εμβόλιο (βατσινα) έπιασε.

    Большой русско-греческий словарь > принять

  • 108 пьянить

    -нит
    ρ.δ.μ.
    1. μεθώ κάποιον•

    вино его быстро -нит το κρασί τον μεθά γρήγορα.

    2. αγάλλω•

    его -ят успехи τον μεθάν οι επιτυχίες.

    Большой русско-греческий словарь > пьянить

  • 109 разверзнуть

    -ну, -нешь, παρλθ. χρ. разверз κ. разверзнул
    -ла, -ло, μτχ. παρλθ. разверзнувший κ. разверзший, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. разверстый, βρ: -верст, -а, -о
    ρ.σ.μ. (γραπ. λόγος)• ανοίγω πλατιά, δημιουργώ χάσμα.
    ανοίγομαι πλατιά•

    небеса -лись άνοιξαν οι καραρράκτες (κρουνοί) του ουρανού•

    бездна -лась под его ногами άβυσσος άνοιξε κάτω από τα πόδια του•

    как будто земля -лась под ним и его поглотила σαν να άνοιξε η γη και τον κατάπιε.

    Большой русско-греческий словарь > разверзнуть

  • 110 ранить

    -ню, -нишь ρ.δ.κ.σ.μ.
    1. τραυματίζω, πληγώνω, λαβώνω•

    его -ли на войне τον τραυμάτισαν στον πόλεμο.

    2. μτφ. θίγω, προσβάλλω•

    Большой русско-греческий словарь > ранить

  • 111 сразишь

    -ажу, -азишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. сражённый, βρ: -жн, -жена, -жено
    ρ.σ.μ.
    1. φονεύω, σκοτώνω, ρίχνω κάτω, κόβω,θερίζω•

    его -ла вражеская пуля τον θέρισε εχθρική σφαίρα•

    болезнь его -ла τον θέρισεη αρρώστεια.

    || μτφ. υπερνικώ.
    2. μτφ. συγκλονώ, συνταράσσω.
    μάχομαι, πολεμώ•

    сразишь за родину πολεμώ για την πατρίδα.

    || παραβγαίνω στο παιγνίδι, αναμετριέμαι•

    сразишь в преферанс, в бильярд παραβγαίνω στην πρέφα, στο μπιλιάρδο.

    Большой русско-греческий словарь > сразишь

  • 112 средний

    -яя, -ее
    επ.
    μεσαίος, μέσος, μεσιανός•

    -ее окно μεσαίο παράθυρο•

    -яя годовая температура η μέση ετήσια θερμοκρασία.

    || κεντρικός•

    -яя азия Μέση ή Κεντρ ική Ασία.

    || μέτριος•

    средний ученик μέτριος μαθητής.

    εκφρ.
    в -ем – κατά μέσο όρο•
    высше -его – παραπάνω από το μέσο όριο ή το κανονικό•
    ниже -его – κάτω του μέσου ορίου ή του κανονικού•
    не что -ее – κάτι το μέσο, το ενδιάμεσο, το μεταξύ•
    - ее образование – η μέση μόρφωση, ηδε-κατάξια (γυμνασιακή)•
    средний палец – το μεσαίο δάχτυλο•
    - ее ухо – το μεσαίο αυτί•
    - яя школа – το μεσαίο (δεκατάξιο) σχολείο•
    - их лет – μέσης ηλικίας•
    средний залог – (γραμμ.) η μέση διάθεση των ρημάτων.

    Большой русско-греческий словарь > средний

  • 113 срезать

    ρ.σ.μ.
    1. αποκόπτω, κόβω•

    срезать цветов κόβω λουλούδια•

    срезать провода κόβω τα καλώδια.

    || μειώνω, ελαττώνω•

    срезать ставку περικόπτω το μισθό.

    2. μτφ. σκοτώνω, φονεύω• θερίζω•

    снаряд его -ал τον έκανε κομμάτια το βλήμα.

    || κατασυγκλονίζω, συνταράσσω• καταπτοώ•

    новое несчастье -ло е το καινούριο δυστύχημα την κατασυγκλόνησε.

    3. μτφ. διακόπτω (ομιλούντα) • συγχύζω.
    4. (απλ.) απορρίπτω (κόβω) στις εξετάσεις•

    его -ал преподаватель математики τον έκοψε ο καθηγητής των μαθηματικών.

    1. (απλ.) απορρίπτομαι, κόβομαι (στις εξετάσεις).
    2. λογομαχώ, φιλονικώ. || παίζω πεισματώδικα, με μανία•

    срезать в карты παίζω με μανία χαρτιά.

    ρ.δ.
    βλ. срезать(ся).

    Большой русско-греческий словарь > срезать

  • 114 схватить

    -ачу, -атишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. схваченный, βρ: -чен, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. πιάνω, συλλαμβάνω, αρπάζω, τσακώνω•

    схватить за руку πιάνω από το χέρι•

    схватить за ворот ή за шиворот πιάνω από το γιακά•

    схватить за горло πιάνω από το λαιμό•

    схватить нож αρπάζω το μαχαίρι•

    -ли беглого συνέλαβαν το δραπέτη•

    его -ла лихорадка τον έπιασε μεγάλος πυρετός•

    схватить болезнь αρπάζω αρρώστια•

    схватить насморк αρπάζω συνάχι.

    2. περιδένω•

    схватить платье в талии лн-точкой πιάνω το φόρεμα στη μέση με κορδελί-τσα.

    3. συνδέω, ενώνω, στεργιώνω.
    4. αμ. σφίγγω, δένω•

    бетон быстро -ло το μπετό έπιασε (έδεσε) γρήγορα.

    5. μτφ. κυριεύω, παίρνω•

    его -ил крепкий сон τον έπιασε βαθύς ύπνος.

    || μτφ. σημειώνω, παρατηρώ, πιάνω.
    6. καταλαβαίνω, εννοώ, αντιλαμβάνομαι γρήγορα•

    схватить основную мысль πιάνω γρήγορα το βασικό νόημα.

    1. πιάνομαι•

    мы -лись за руки εμείς πιαστήκαμε χέρι με χέρι•

    мы -лись за ружья εμείς αρπάξαμε (πήραμε) τα όπλα.

    || κρατιέμαι•

    чтобы не упасть, он -лся за железо για να μην πέσει, αυτός πιάστηκε από τη σιδεριά.

    || μτφ. προσκολλιέμαι, αγκιστρώνομαι•

    он -лся за слово αυτός πιάστηκε από μια λέξη.

    2. μάχομαι, αγωνίζομαι• τσακώνομαι• αρπάζομαι•

    мы -лись в рукопашную εμείς ήρθαμε (πιαστήκαμε) στα χέρια•

    они -ли.сь драться αυτοί αρπάχτηκαν (τσακώθηκαν).

    3. θυμούμαι ξαφνικά.
    4. σηκώνομαι απότομα, αναπηδώ•

    он -лся с кровати αυτός σηκώθηκε απότομα από το κρεβάτι.

    5. σκληρύνομαι, σφίγγω, δένω (για ουσίες).
    εκφρ.
    схватить за голову – τραβώ τα μαλλιά μου (για λάθος μου, αποτυχία,.κακό).

    Большой русско-греческий словарь > схватить

  • 115 съесть

    съем, съешь, съест, съедим, съедите, съедят, παρλθ. χρ. съел, -ла, -ло παθ. μτχ. παρλθ. χρ. съеденный, βρ: -ден, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. τρώγω•

    съесть суп τρώγω σούπα•

    съесть яблоко τρώγω μήλο.

    || μτφ. καταναλώνω, ζοδεύω• σπαταλώ. || μτφ. καταστρέφω, πνίγω, νετάρω, ξεκάνω.
    2. κατατρώγω•

    сукно съедено молью την τσόχα την έφαγε ο σκώρος.

    || κεντρώ, -ρίζω, τσιμπώ (για έντομα).
    3. βλ. есть 1 (2 σημ.).
    4. μαλώνω, επιπλήττω, επιτιμώ•

    тща совсем -ла его η πεθερά τον έφαγε με τη γκρίνια.

    || βασανίζω, τυραννώ•

    зависть -ла е την έφαγε η ζήλεια•

    тоска -ла его η θλίψη (μαράζι) τον έφαγε.

    5. υπομένω, ανέχομαι (ύβρη, προσβολή κ.τ.τ.).
    6. (απλ.) φθείρω τρίβοντας.
    εκφρ.
    съесть пилюлю – υπομένω αγόγγυστα προσβολή.

    Большой русско-греческий словарь > съесть

  • 116 трясти

    трясу, трясёшь, παρλθ. χρ. тряс, -ла, -ло
    ρ.δ.
    1. σείω, κουνώ, τινάζω•

    трясти ковр τινάζω το χαλί•

    трясти яблоню τινάζω τη μηλιά•

    трясти муку из мешка τινάζω το αλεύρι από το τσουβάλι.

    2. τραντάζω, ανατινάσσω• συγκλονίζω•

    нас сильно -ло в телеге μας τράνταξε δυνατά το κάρο.

    || κουνώ, ταλαντεύω•

    -ногу κουνώ το πόδι•

    трясти головой κουνώ το κεφάλι•

    трясти хвостом κουνώ την ουρά.

    3. κάνω να τρέμει, να ριγεί•

    его -ст лихорадка τον ταράζει ο πυρετός•

    его -ст от страха αυτός τρέμει από το φόβο.

    1. κουν ιέμαι, σείομαι• ταλαντεύομαι•

    деревья -утся от ветра τα δέντρα κουνιούνται από τον άνεμο•

    голова -тся от старости το κεφάλι παρανεύει από τα γεράματα.

    2. τρέμω•

    руки -утся τα χέρια τρέμουν•

    трясти от холода τρέμω από το κρύο•

    от страха τρέμω από το φόβο.

    || φοβούμαι πολύ•

    трясти над ребнком τρέμω για το παιδάκι(μήπως πάθει κακό).

    || τσιγκουνεύομαι πολύ•
    3. τραντάζομαι•

    трясти в тележке τραντάζομαι στο κάρο.

    Большой русско-греческий словарь > трясти

  • 117 тяготить

    -гощу, -готишь
    ρ.δ.
    1. βαρύνω, -αίνω•

    снег -ит кровлю το χιόνι βαραίνει τη στέγη.

    || εμποδίζω, δυσχεραίνω, δεν είμαι βολικός.
    2. μτφ. καταπονώ, ενοχλώ•

    его -ят заботы τον βαρύνουν οι φροντίδες•

    одиночество -ло её η μοναξιά την βάρυνε.

    || βασανίζω, τυραννώ• κατατρύχω, τρώγω•

    его -ит преступление τον κατατρύχει το έγκλημα.

    με βαρύνει, μου είναι βάρος, με κατατρύχει, με τρώει•

    тяготить одиночеством με τρώει η μοναξιά•

    тяготить службой βαριέμαι την υπηρεσία.

    Большой русско-греческий словарь > тяготить

  • 118 убедить

    -дишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. убежденный, βρ: -ждн, -ждена, -ждено
    ρ.σ.μ. πείθω•

    я -ил его сделать это τον έπεισα να το κάνει αυτό•

    его доводы -ли меня τα επιχειρήματα του με έπεισαν•

    убедить в истинности πείθω για το αληθές (την αλήθεια).

    –ся πείθομαι•

    он -лся в этом αυτός πείστηκε γι αυτό.

    Большой русско-греческий словарь > убедить

  • 119 убить

    ρ.σ.μ.
    1. σκοτώνω, φονεύω• θανατώνω• χτυπώ•

    его -ли на дороге τον σκότωσαν στο δρόμο•

    охотник -ил два зайца ο κυνηγός χτύπησε δυο λαγούς•

    убить из ружья σκοτώνω με το όπλο.

    2. μτφ. αφανίζω, καταστρέφω• εξουθενώνω• διαλύω•

    убить творческую силу καταστρέφω τη δημιουργική δύναμη•

    убить надежды σκοτώνω (διαλύω) τις ελπίδες.

    || μαραζώνω•

    убить торговлю μαραζώνω το εμπόριο•

    она убита пустой жизнью αυτή μαράζωσε από την άχαρη ζωή.

    || καταθλίβω, καταλυπώ, καταστενοχωρώ•

    печалыгье известие -ло е η θλιβερή είδηση την πλήγωσε κατάκαρδα.

    3. καταναλώνω, ξοδεύω, δαπανώ• χαλώ•

    убить много денег ξοδεύω πολλά χρήματα•

    время σκοτώνω τον καιρό.

    4. νικώ (για παιγνιόχαρτα).
    5. (απλ.) χτυπώ•

    он в больнице, лошадь его -ла αυτός είναι στο νοσοκομείο, τον κλώτσησε το άλογο•

    убить руку, ногу χτυπώ το χέρι, το πόδι.

    εκφρ.
    - убить двух зайцев – με μια τουφεκιά (μ ένα σπάρο) δυο τρυγόνια• (δυο επιτυχίες ταυτόχρονες)• (хоть) убей σκότωσε με (είναι αδύνατο, απραγματοποίητο, δε γίνεται).
    ρ.σ.μ.
    1. καρφώνω.
    2. ταρατσώνω, πιτακώνω, χτυπώ, κάνω κάτι συμπαγές.

    Большой русско-греческий словарь > убить

  • 120 угадать

    ρ.σ.
    1. μαντεύω, προεικάζω• προβλέπω• προγινώσκω• угадать μαντεύω τι καιρός θα κάνει. || κάνω διάγνωση•

    он -ал его характер αυτός διέγνωσε, το χαρακτήρα του.

    2. μ. (απλ.) αναγνωρίζω•

    я не -ал его δεν τον ανεγνώρισα.

    3. (απλ.) βρίσκομαι τυχαία κάπου• πέφτω.
    4. (απλ.) βρίσκω, πετυχαίνω (για στόχο).
    5. (απλ.) ευχαριστώ, ικανοποιώ.

    Большой русско-греческий словарь > угадать

См. также в других словарях:

  • Его Божественная Тень — Его Божественная Тень (англ. His Divine Shadow) в сериале «Лексс»  правитель Вселенной Света и Лиги 20 000 планет. Содержание …   Википедия

  • Его тень — Его Божественная Тень Его Божественная Тень (англ. His Divine Shadow) в сериале Лексс правитель Вселенной Света и Лиги 20 000 планет. История За много тысячелетий до событий, непосредственно описываемых в сериале Лексс, во Вселенной Света… …   Википедия

  • Его новая работа — His New Job Жанр комедия …   Википедия

  • Его доисторическое прошлое — His Prehistoric Past Жанр комедия короткометражный немой Режиссёр Чарльз Чаплин …   Википедия

  • Его место для свиданий — His Trysting Place Жанр комедия Режиссёр Чарльз Чаплин …   Википедия

  • Его музыкальная карьера — His Musical Career Жанр комедия Режиссёр Чарльз Чаплин …   Википедия

  • Его новая работа (фильм — Его новая работа (фильм, 1915) Его новая работа His New Job Жанр комедия …   Википедия

  • Его новая профессия — His New Profession Жанр комедия Режиссёр Чарльз Чаплин Продюсер Мак Сеннет …   Википедия

  • Его звали Роберт (фильм) — Его звали Роберт Жанр Фантастическая комедия Режиссёр Илья Ольшвангер В главных ролях   Композитор Андрей Петров …   Википедия

  • Его новая работа (фильм, 1915) — Его новая работа His New Job Жанр комедия Режиссёр Чарльз Чаплин Продюсер Джесс Роббинс …   Википедия

  • Его выздоровление — His Regeneration Жанр комедия короткометражный немой Режиссёр Брончо Билли Андерсон П …   Википедия

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»