-
1 терпимость
-и θ.ανοχή, ανεκτικότητα• επιείκεια, μακροθυμία•преступная терпимость к врагам εγκληματική επιείκεια προς τους εχθρούς•
религиозная терпимость ανεξίθρησκεία.
εκφρ.домтерпимостьи – παλ. οίκος ανοχής.
1 терпимость
преступная терпимость к врагам εγκληματική επιείκεια προς τους εχθρούς•
религиозная терпимость ανεξίθρησκεία.