Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

дождь+м

  • 81 обильный

    επ., βρ: -лен, -льна, -льно.
    1. άφθονος, μπόλικος, πολύς•

    обильный снег μπόλικο χιόνι•

    обильный дождь άφθονη βροχή.

    || πλούσιος, υπεραρκετός•

    обильный обед πλούσιο γεύμα•

    обильный урожай πλούσια σοδειά.

    2. πλήρης, γεμάτος•

    сегодняшний день был -ен событиями η σημερινή μέρα ήταν γεμάτη γεγονότα.

    Большой русско-греческий словарь > обильный

  • 82 обложной

    επ. обложной дождь συνεχής βροχή.

    Большой русско-греческий словарь > обложной

  • 83 окладной

    επ.
    του μισθού, του μηνιάτικου. || φορολογικός, της επιβολής φόρου, προστίμου κ.τ.τ.
    εκφρ.
    окладной дождь – συνεχής βροχή.

    Большой русско-греческий словарь > окладной

  • 84 оросить

    орошу, оросишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. орошенный, βρ: -шен, -шена, -шено
    ρ.σ.μ.
    1. (κυρλξ. κ. μτφ.) ποτίζω• (κατά)βρέχω•

    дождь -ил землю η βροχή πότισε τη γη•

    оросить кровь наших защитников -ла землю το αίμα των υπερασπιστών μας πότισε τη γη•

    слёзы мальчика -ли его лицо τα δάκρυα του παιδιού κατάβρεξαν το πρόσωπο του•

    оросить слезами ποτιζωμε δάκρυα.

    2. αρδεύω•

    оросить поля ποτίζω τα χωράφια• -- степи αρδεύω τις στέπες.

    ποτίζομαι•

    лицо -лось слезами το πρόσωπο γέμισε δάκρυα.

    Большой русско-греческий словарь > оросить

  • 85 освежить

    -жу, жишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. освеженный, βρ: -жен, -жена, -жено
    ρ.σ.μ.
    1. δροσίζω, δροσολογώ, αναψύχω•

    дождь -ил воздух η βροχή δρόσισε τον αέρα.

    2. ζωογονώ, ζωηρεύω, τονώνω, αναστηλώνω. || ξαλαφρώνω, ανακουφίζω.
    3. φρεσκάρω•

    освежить краски в картине φρεσκάρω τα χρώματα στην εικόνα.

    4. ξαναζωντανεύω, ξαναφέρω, επαναφέρω στη μνήμη αναθυμιέμαι, ξαναθυμιέμαι•
    - воспоминания детства ξαναζωντανεύω τις παιδικές αναμνήσεις.
    1. δροσίζομαι.
    2. επανέρχομαι, επαναφέρομαι στη μνήμη ξαναζωντανεύω•

    воспоминания -лись в моей памяти οι αναμνήσεις ξαναζωντάνεψαν στη μνήμη μου.

    Большой русско-греческий словарь > освежить

  • 86 переждать

    -жду, -ждшь, παρλθ. χρ. переждал
    -ла, -ло
    ρ.σ. περιμένω να περάσει•

    дождь περιμένω να περάσει η βροχή.

    || περιμένω, αναμένω, καρτερώ.

    Большой русско-греческий словарь > переждать

  • 87 перейти

    -ейду, -ейдшь, παρλθ. χρ. перешл
    -шла, -шло, προστκ. перейди, μτχ. παρλθ. χρ. перешедший, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. перейденный, βρ: -ден, -дена, -дено,
    επιρ. μτχ. перейдя
    ρ.σ.
    1. μ. διαβαίνω, περνώ, διέρχομαι•

    перейти улицу περνώ το δρόμο•

    перейти через ручей περνώ τα ρυάκια.

    || (για απόσταση) • διατρέχω, διασχίζω.
    2. μετακινούμαι, περνώ αλλού•

    -в другую комнату περνώ στο άλλο δωμάτιο•

    перейти от окна к столу πηγαίνω από το παραθύριστο τραπέζι.

    || διαδίδομαι, μεταδίδομαι, ξαπλώνομαι επεκτείνομαι•

    пламя -шло на соседний дом η φλόγα (φωτιά) μεταδόθηκε στο γειτονικό σπίτι.

    || αλλάζω•

    перейти на новую квартиру περνώ σε καινούριο διαμέρισμα.

    || μεταπηδώ μετασκιρτώ•

    перейти на исторический факультт μεταπηδώ στην ιστορική σχολή.

    || προβιβάζομαι, προάγομαι.
    3. περνώ με το μέρος άλλου αυτομολώ•

    перейти на сторону щютивника περνώ με το μέρος του αντίπαλου.

    || αλλαξοπιστώ γίνομαι•

    перейти на католичество γίνομαι καθολικός.

    4. περιέρχομαι•

    после смерти родителей имущество -шло дочери μετά το θάνατο των γονέων η περιουσία περιήρθε στη θυγατέρα•

    перейти из рук в руки περιέρχομαι από χέρια σε χέρια•

    власть -шла в руки советов η εξουσία πέρασ,ε στα χέρια των Συμβουλίων:

    5. μεταπίπτω•

    перейти к другой теме περνώ σε άλλοθέμα•

    перейти от обороны к наступлению περνώ απο την άμυνα στην επίθεση.

    6. μεταβάλλομαι, μετατρέπομαι•

    ссора -шла в драку το μάλωμα εξελίχτηκε σε καβγά (τσακωμό).

    7. υπερβαίνω, (ξε)περνώ.
    8. τελειώνω, σταματώ•

    дождь скоро перейтидёт η βροχή γρήγορα θα περάσει.

    Большой русско-греческий словарь > перейти

  • 88 перестать

    -ану, -анешь
    ρ.σ. σταματώ, παύω•

    дождь -ал η βροχή σταμάτησε•

    перестань, -те σταμάτα, -άτε, πάψε, -τε.

    Большой русско-греческий словарь > перестать

  • 89 плодотворный

    επ.,. βρ: -рен, -рна, -рно
    1. παλ. ευνοϊκός, ευεργετικός•

    плодотворный дождь ευεργετική βροχή.

    2. μτφ. ωφέλιμος•

    -ая среда ευνοϊκό περιβάλλον.

    3. μτφ. γόνιμος, δημιουργικός, παραγωγικός, αποδοτικός.

    Большой русско-греческий словарь > плодотворный

  • 90 под

    α.
    βυθός, πάτος φούρνου, θερμάστρας.
    κ. подо (πρόθεση).
    I.
    Με αιτ. (για κίνηση, κατεύθυνση αντικειμένου προσώπου κλπ.).
    1. με σημ. τοπική αποκάτω, κάτω απο, υπό•

    поставить чемодан под кровать βάζω τη βαλίτσα κάτω από το κρεβάτι•

    ходить под дождь βαδίζωμε βροχή.

    2. (για κατάσταση)• με τα ρ. взять, отдать, попасть κ.τ.τ. υπό, στον, στην κλπ.• взять под контроль παίρνω κάτω από τον έλεγχο•

    он попал под машину τον πάτησε το αυτοκίνητο•

    под арест υπό κράτηση•

    под угрозу υπο ή με την απειλή•

    отдать под суд δίνω στο δικαστήριο•

    отдать под власть παραδίνω στην εξουσία.

    3. (για τόπο, χώρο)• κίνηση προς κάτι• πλησίον, κοντά, σιμά, εγγύς•

    перевести семью под Афины μεταφέρω την οικογένεια κοντά στην Αθήνα.

    4. (με σημ. χρονική) κοντά, σιμά, κατά την προηγούμενη, την παραμονή•

    под воскреснье κατά την Κυριακή•

    под праздник κοντά τη γιορτή•

    под рождество κοντά τα Χριστούγεννά•

    под новый год την παραμονή της Πρωτοχρονιάς•

    -вечер κατά το βράδυ•

    под утро κατά το πρωί•

    ему под сорок лет αυτός πλησιάζει τα σαράντα (χρόνια).

    5. (για ήχο) με, υπό με τη συνοδεία•

    под шум κάτω από τον θόρυβο•

    под аплодисменты κάτω από τα χειροκροτήματα•

    петь под гитару τραγουδώ με συνοδεία κιθάρας.

    6. (προορισμό)• για•

    бутылка под молоко μποκάλι για γάλα•

    склад под овощи αποθήκη λαχανικών.

    7. σαν, εν είδη, με μορφή, κατ απομίμηση•

    под орех απομίμηση κάρυνου ξύλου (χρώματος)•

    под мрамор κατ απομίμηση μάρμαρου.

    || (για όργανο, εργαλείο)• με•

    остричь под машинку κουρεύω με τη μηχανή.

    8. με, επί•

    выдать под расписку δίνω με υπογραφή•

    под честное слово με λόγο τιμής.

    II.
    Με οργν. (για αντικείμενα, πρόσωπα κλπ.).
    1. κάτω απο•

    стоять под навесом στέκομαι κάτω από το υπόστεγο•

    сидть под деревом κάθομαι κάτω από το δέντρο•

    под небесным сводом κάτω από τον ουράνιο θόλο (στο ύπαιθρο).

    || (για επίδραση) κάτω απο•

    под огнм противника κάτω από τα πυρά του εχθρού.

    2. (για κατάσταση, εκτέλεση)•

    под руководством партии κάτω από την καθοδήγηση τουκόμματος•

    под турецким игом κάτω από τον τούρκικο ζυγό.

    || με•

    под замком με κλειδωνιά•

    под ключом με το κλειδί.

    3. (αιτία) λόγω, ένεκα με τη συνέπεια υπό•

    под действием тепла με την επίδραση της θερμότητας•

    под тяжестью λόγω της βαρύτητας.

    4. (για ευρισκόνα πράγματα, πρόσωπα κλπ.) πλησίον, κοντά, σιμά, εγγύς•

    жить - Афинами ζω κοντά στην Αθήνα•

    битва под Москвой η μάχη κοντά στη Μόσχα.

    5. (προορισμό)• για•

    банка под вареньем βάζο για γλυκό•

    склад под овощами αποθήκη λαχανικών•

    поле под клевером το τριφυλλοχώραιφο.

    6. με, υπό•

    судно под греческим флагом σκάφος με ελληνική σημαία•

    под псевдонимом με το ψευδώνυμο•

    под именем με το όνομα•

    под названием με την ονομασία.

    || με•

    под соусом με σάλτσα.

    || με τα ρ. понимать, подразумевать κλπ. με•

    я хочу знать что вы понимаете под этими словами θέλω να μάθω, τι εννοείτε με αυτές τις λέξεις.

    Большой русско-греческий словарь > под

  • 91 поить

    пою, поишь ρ.σ.μ. ποτίζω, δίνω να πιει•

    на свадьде -ли гостей вином στο γάμο τους καλεσμένους τους πότισαν κρασί•

    поить скот ποτίζω τα ζώα.

    || προσφέρω•

    поить чаем προσφέρω τσάι.

    || βυζαίνω•

    поить телят βυζαίνω τα μοσχαράκια.

    || αρδεύω•

    дождь -ит землю η βροχή ποτίζει τη γη.

    εκφρ.
    — (и) кормить – συντηρώ, διατρέφω.

    Большой русско-греческий словарь > поить

  • 92 пока

    επίρ. κ. πρόθ.
    1. για την ώρα, λίγο χρόνο, λίγη ώρα• προσωρινά, προς το παρόν•

    побудь пока здесь μείνε εδώ προς το παρόν•

    я пока подожду για την ώρα θα περιμένω•

    положи то пока в карман βάλε αυτό προσωρινά στη τσέπη•

    пока всё προς το παρόν αυτά, τίποτε άλλο.

    || στο μεταξύ•

    вы посидите, а я пока схожу за водой εσείς καθήστε, στο μεταξύ,εγώ θα πάω για νερό.

    || τώρα, αυτή τη στιγμή•

    через неделю я вам отправлю ещё письмо, а пока пишу наскоро σε μια βδομάδα θα σας στείλω κι άλλο γράμμα, τώρα σας γράφω βιαστικά.

    || μέχρι τώρα•

    сведений пока нет ως τώρα πληροφορίες δεν έχομε•

    пока ещё ждём ως τώρα ακόμα περιμένομε.

    2. ενώ, όταν, τον καιρό που•

    я собирался, поезд ушл όταν εγώ ετοιμαζόμουν, το τρένο έφυγε.

    || εφόσον, καθόσον, όσο•

    пока я спал, шёл дождь όσο εγώ κοιμόμουν, έβρεχε•

    куй железо пока горячо παρμ. δούλευε το σίδερο όσο είναι καυτό•

    пока я здоров, буду работать όσο είμαι γερός θα εργάζομαι.

    || μέχρις (έως) ως ότου; ίσια με που, ώσπου•

    сиди здесь пока я приду κάθησε εδώ, ώσπου να έρθω.

    εκφρ.
    (ну) пока (до свидания)! – (λοιπόν) για την ώρα (χαίρετε)!
    пока что – τώρα, για την ώρα, προς το παρόν•
    я пока что, здоров – για την ώρα, είμαι υγιής.

    Большой русско-греческий словарь > пока

  • 93 полить

    ρ.σ.
    1. μ.
    επιχύνω, χύνω επάνω. || ποτίζω•

    полить деревья ποτίζω τα δέντρα.

    2. αρχίζω να βρέχω•

    -ил дождь άρχισε να βρέχει•

    вне-загшо набежали тучи и -ло ξαφνικά μαζεύτηκαν σύννεφα και άρχισε να βρέχει.

    περιβρέχομαι. || ρέω, τρέχω.

    Большой русско-греческий словарь > полить

  • 94 попасть

    -паду, -падшь, παρλθ. χρ. попал
    -ла, -ло, μτχ. παρλθ. χρ. попавший ρ.σ.
    1. πέφτω• πετυχαίνω• βρίσκω• χτυπώ•

    камень -ал в окно η πέτρα χτύπησε στο παράθυρο•

    пуля -ла ему в плечо η σφαίρα τον βρήκε (πέτυχε) στον ώμο.

    2. βρίσκομαι• (κυρίως απροσδόκητα)•

    он -ал под суд αυτός έπεσε στο δικαστήριο•

    -под дождь με πιάνει η βροχή•

    он -ал в милицию αυτόν τον έπιασε η αστυνομία•

    попасть в засаду πέφτω σε ενέδρα•

    εισδύω, μπαίνω, προχωρώ, περνώ, διέρχομαι•

    как ты сюда -ал? πως έπεσες εδώ;

    βρίσκω τυχαία, συναντώ•

    попасть на след πέφτω σε ίχνος.

    3. πέφτω άθελα, σκοντάφτω•

    попасть в лужу πέφτω στη λούτσα.

    4. με ρίχνει, -ουν, κρίνομαι,προσδιορίζομαι•

    он -ал в пехоту τον έρριξαν στο πεζικό.

    || εισάγομαι, μπαίνω•

    он -ал в институт αυτός μπήκε στο ινστιτούτο.

    5. βλ. попасться (2 σημ.).
    6. (απρόσ.)• (για τιμωρία)• θα τις φας ή τις έφαγες• θα σου τις βρέξω ή σου τις έβρεξαν κ.τ.τ.
    7. παρλθ. χρ. ουδ. -ло; где -ло όπως (όπου) τύχει (λάχει)•

    кто (что) -ло όποιος (ό,τι) τύχει (λάχει), αδιάφορα ποιος, τι.

    εκφρ.
    попасть на глаза – με πήρε το μάτι (του)•
    чем (ни) -ло – με ό,τι βρέθηκε μπροστά.
    1. πέφτω, πιάνομαι, συλλαμβάνομαι•

    попасть в плен πιάνομαι αιχμάλωτος (αιχμαλωτίζομαι)•

    он -лся в капкан αυτός έπεσε στην παγίδα•

    он -лся αυτός συ-νελήφτηκε.

    2. συναντιέμαι, ανταμώνω, -ομαι, συναπαντιέμαι. || βρίσκομαι τυχαία, μου πέφτει (στα χέρια).
    εκφρ.
    попасть в глаза – πέφτω τυχαία στα μάτια, βλέπω τυχαία•
    первый попавшийся – α) ο πρώτος τυχών, β) οποιοσδήποτε, ο τυχών.

    Большой русско-греческий словарь > попасть

  • 95 прекратить

    -ащу, -атишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. прекращённый, βρ: -щён, -щена, -щено
    ρ.σ.μ.
    διακόπτω, σταματώ, παύω, κόβω, τερματίζω•

    прекратить военные действия τερματίζω τις πολεμικές επιχειρήσεις (τις εχθροπραξίες)•

    разговор κόβω την κουβέντα•

    прекратить сношения κόβω σχέσεις•

    прекратить беспорядки σταματώ τις αταξίες•

    -ите работу! σταματήστε τη δουλειά!

    σταματώ, παύω τερματίζομαι•

    дождь -йлся η βροχή σταμάτησε•

    боль -лась ο πόνος σταμάτησε.

    Большой русско-греческий словарь > прекратить

  • 96 припустить

    ρ.σ.μ.
    1. αφήνω να πάει ή να βυζάξει•

    припустить жеребца к кобыле αφήνω το πουλαράκι να βυζάξει στη φοράδα.

    2. αφήνω να τρέξει ταχύτερα•

    припустить коня αφήνω τα χαλινά του αλόγου να τρέξει ταχύτερα.

    3. επιταχύνω το βάδισμα. || δυναμώνω•

    дождь -ил η βροχή δυνάμωσε.

    4. κατεβάζω, μακρύνω ξανοίγω, φαρδύνατ•

    припустить швы ανοίγω λίγο τις ραφές•

    припустить платье μακρύνω λίγο το φόρεμα.

    επιταχύνω το βάδισμα.

    Большой русско-греческий словарь > припустить

  • 97 промочить

    ρ.σ.μ. μουσκεύω, διαβρέχω, διαποτίζω υγραίνω, νοτίζω•

    дождь хорошо -ил землю η βροχή καλά πότισε τη γη•

    промочить сэлоги μουσκεύω τις, μπότες.

    Большой русско-греческий словарь > промочить

  • 98 разве

    μόριο κ. σύνδ.
    1. (με σημ. αμφιβολίας)• άραγε(ς), τάχα, -ατές, μήπως, μήγαρις•

    разве он приехал? άραγε αυτός ήρθε;•

    разве можно так говорить старшему? άραγε επιτρέπεται να μιλάς έτσι στο μεγαλύτερο σου;•

    разве это справедивость? άραγε αυτό είναι δικαιοσύνη;

    2. ίσως, μπορεί, είναι δυνατόν επιτρέπεται• πρέπει (με τις λ. можно, возможно) разве можно ему верить? άραγε μπορείς να τον πιστέψεις; να εμπιστευτείς σ αυτόν;
    3. σύνδ. (με τις λ. только, что)• μη υπολογίζοντας, εκτός αυτού, μόνο•

    я ничего не.знаю

    - только то, что он убит δεν ξέρω τίποτε άλλο, εκτός από το ότι είναι σκοτωμένος. || με σημ. αν δεν..., αν μόνο δεν...• я непременно к вам приду разве дождь помешает θα έρθω οπωσδήποτε σε σας, εκτός αν βρέξει (εκτός μόνο αν η βροχή σταθεί εμπόδιο).

    Большой русско-греческий словарь > разве

  • 99 разойтись

    разойдусь, разойдёшься, παρλθ. χρ. разошлся
    -шлась, -щлось, μτχ. παρλθ. χρ. разошедшийся,
    επιρ. μτχ. разойдясь κ. παλ. разошедшись ρ.σ.
    1. φεύγω (προς διάφορες κατευθύνσεις)•

    гости -лись οι φιλοξενούμενοι έφυγαν (ο καθένας για τον προορ ισμό του).

    2. σκορπίζω, -ομαι,• διαλύομαι•

    тучи -лись τα σύννεφα σκόρπισαν•

    толпа -лась το πλήθος διαλύθηκε.

    || ρευστοποιούμαι, λιώνω•

    сахар -елся в чае η ζάχαρη έλιωσε στο τσάι.

    || χάνομαι, εξαφανίζομαι•

    морщины -лись οι ρυτίδες χάθηκαν.

    3. (απο) χωρίζομαι. || αναμερώ, κάνω μέρος να περάσει.
    4. χωρίζω•

    он -елся со своим отцом αυτός χώρισε από τον πατέρα του•

    она -лась со своим мужем αυτή χώρησε με τον άντρα της.

    || διαφωνώ, ετερο-γνωμώ, ετεροφρονώ, διίσταμαι.
    5. χωρίζομαι•

    дорога -лась ο δρόμος διχάστηκε.

    || αποκλίνω•

    мнения -лись οι γνώμες διχάστηκαν.

    6. αποσπώμαι, αποσυνδέομαι, ανοίγομαι, παρουσιάζω κενά, χάσματα.
    7. γίνομαι ανάρπαστος, πουλιέμαι τάχιστα. || (για χρήματα) ξοδεύομαι, δαπανώμαι,
    8. διαδίδομαι (για ειδήσεις, φήμες κ.τ.τ.).
    9. αναπτύσσω μεγάλη ταχύτητα. || δυναμώνω•

    дождь -елся η βροχή δυνάμωσε.

    10. μτφ. εξάπτομαι, παραπαίρνομαι, αψώνω, με πιάνουν τα μπουρίνια.

    Большой русско-греческий словарь > разойтись

  • 100 с

    κ. со (πρόθεση με γεν., αιτ. κ. οργ.).
    I.
    με γεν.
    1. (για αντικείμενο, πρόσωπο)• με σημ. απομάκρυνσης από επιφάνεια ή σημείο• από, εκ, εξ•

    сбросить ношу с плеч ρίχνω κάτω το φορτίο από τους ώμους•

    вставать со стула σηκώνομαι από το κάθισμα•

    сорвать яблоко с ветки κόβω το μήλο από το κλαδί•

    уволить с работы απολύω (διώχνω) από τη δουλειά•

    сойти с ума τρελλαινομαι, ξεφεύγω, (βγαίνω) από τα λογικά•

    свергнуть с престола εκθρονίζω.

    2. (με τοπική σημ.) αφετηρία κίνησης ή ενέργειας• απο, εκ•

    обстрелять берег с корабля πυροβολώ την ακτή από το καράβι•

    с высоты горы από την κορυφή του βουνού•

    говорить речь с трибуны βγάζω λόγο από το βήμα.

    || επίσης με ουσ. τοπικά•

    вернуться с фронта επιστρέφω από το μέτωπο•

    иду домой с работы πηγαίνω στο σπίτι από τη δουλειά•

    вертеться с боку на бок στριφογυρίζω από το ένα πλευρό στο άλλο•

    вход со двора είσοδος από την αυλή•

    окружить со всех сторон κυκλώνω απ όλα τα μέρη (από παντού).

    || με σημ. ένδειξης, κατεύθυνσης, σχέσεων, δεσμών κ.τ.τ. дядя со стороны матери θείος από τη μάνα.
    3. σημαίνει τόπο, προέλευση•

    цветы с юга λουλούδια από το νότο•

    хлеб с украины σιτάρι από την Ουκρανία•

    копия с документа αντίγραφο εγγράφου (από έγγραφο).

    4. με σημ. λήψης• από εκ•

    собрать налоги с населения συγκεντρώνω φόρους από τον πληθυσμό•

    взимать пошлину с товара παίρνω φόρο από το εμπόρευμα.

    5. σημαίνει έναρξη, ξεκίνημα•

    рыба гнивт с головы το ψάρι βρωμάει από το κεφάλι•

    с рождения до смерти από τη γέννηση ως το θάνατο.

    || σε συνδυασμό με την πρόθεση «на» σημαίνει: γρήγορα, οσονούπω•

    с минуты на минуту από λεφτό σε λεφτό•

    со дня на день από μέρα σε μέρα.

    6. σημαίνει αιτία ή κατάσταση: απο, εκ•

    вскрикнуть с испуга φωνάζω από φόβο•

    устать с дороги κουράζομαι από το δρόμο (πορεία)•

    умереть с голоду πεθαίνω από την πείνα•

    покатиться со смеху σπαρταρώ από τα γέλια.

    7. σημαίνει τη βάση εκτέλεσης: με•

    с согласия автора με την έγκριση του συγγραφέα, с позволения родителей με την άδεια των γονέων•

    с благословения властей με την ευλογία (επιδοκιμασία) των αρχών.

    8. σημαίνει το όργανο ενέργειας• με•

    кормить ребнка с ложечки ταϊζω το παιδάκι με το κουταλάκι.

    || με λέξεις που σημαίνουν ποσότητα: με, απο, εκ•

    опьянеть с двух рюмок μεθώ με δυό ποτηράκια•

    убить с первого выстрела σκοτώνω με την πρώτη τουφεκιά•

    узнать с первого взгляда γνωρίζω (καταλαβαίνω) με την πρώτη ματιά.

    || σημαίνει τρόπο ενέργειας: στον, στην, στο, στους κ.τ.τ. продавать с аукциона πουλώ στο δημοπρατήριο•

    взять с бою παίρνω στη μάχη•

    торговать с рук πουλώ στα χέρια.

    || σημαίνει τρόπο• με•

    прыгать с разбега πηδώ με φόρα.

    II.
    με αιτ.
    1. περίπου, σχεδόν, πάνω-κάτω, κάπου, καμιά, κοντά•

    отдохнуть с полчаса ξεκουράζομαι περίπου μισή ώρα•

    с месяца ένα περίπου μήνα•

    отъехать с километр απομακρύνθηκα ένα περίπου χιλιόμετρο.

    2. σε σύγκριση: ως, (ω)σάν, ίσαμε•

    мальчик с пальчик παιδάκι μικρούτσικο (τοσούλικο, τοσουλάκι, μια σταλιά-παιδάκι, ίσαμε το δαχτυλάκι)•

    мужичок с ноготок ανθρωπάκι, -άριο, -άκος• νάνος• (ίσαμε το νυχάκι).

    || με κτητική αντων. σημαίνει: όσο, τόσο•

    с моё όσο το δικό μου, όσο εγώ έχω.

    III.
    με οργν.
    1. μαζί, ομού, με• και•

    хочу повидать отца с матерью θέλω να ιδώ τον πατέρα και τη μάνα•

    нарисовать реку с притоками ζωγραφίζω ποτάμι με τους παραπόταμους•

    дождь со снегом χιονόνερο, χιονόβρεχο•

    мы с тобой εγώ και σύ (οι όυό μας)•

    вы с братом εσύ και ο αδερφός•

    наше с вами имущество η περιουσία μας (η δική μου και η δική σου)•

    наша с тобой находка το εύρημα μας (των δυό μας).

    2. με (έχοντας)•

    стоять на посту с автоматом στέκομαι στο πόστο με το αυτόματο•

    остаться с двумя рублями μένω με δυό ρούβλια•

    дово-чка с косичками κορίτσι με πλεξουδίτσες•

    мешок с мукой τσουβάλι με αλεύρι•

    задача с двумя неизвестными πρόβλημα με δυό άγνωστους•

    проснуться с головной болью ξυπνώ με πονοκέφαλο•

    обратиться с просьбой απευθύνομαι με παράκληση•

    сделать с намерением κάνω σκόπιμα•

    читать с выражением διαβάζω με έκφραση.

    || (για χρόνο)• με• κοντά, κατά•

    выехать с рассветом αναχωρώ με το φέξιμο (πολύ πρωί)•

    встать с зари σηκώνομαι(με) την αυγή.

    3. με ή του•

    авария с самолтом βλάβη του αεροπλάνου•

    у ребнка нехорошо со здоровьем το παιδί δεν πάει καλά με την υγεία•

    с больным обморок ο άρρωστος λιποθύμησε.

    4. με, κατά, εναντίον•

    бороться с засухой κάνω αγώνα κατά της ξερασίας•

    справиться с работой τα βγάζω πέρα (τα καταφέρω) με τη δουλειά.

    εκφρ.
    что с вами? – τι πάθατε; τι έχετε; τι σας συνέβηκε;•
    с целью – με σκοπό, σκόπιμα.

    Большой русско-греческий словарь > с

См. также в других словарях:

  • дождь — дождь, я …   Русский орфографический словарь

  • дождь — дождь/ …   Морфемно-орфографический словарь

  • ДОЖДЬ — ДОЖДЬ, дождик, дожж, дожжик, дозжик муж. вода в каплях или струями из облаков. (Древнее дежгь; дежгем, дождем; дежгевый, дождевой; дежгити, одождить). Ситничек, самый мелкий дождь; ливень, проливной, самый сильный; косохлест, подстега, косой… …   Толковый словарь Даля

  • дождь — (дождик, дождище), ливень, проливень; слякоть; (простон. ) ситничек, дряпня, косохлест. Дождь грибной, крупный, мелкий, обложной, проливной, тропический, частый. Дождь идет, моросит, накрапывает, льет (ливмя льет, льет как из ведра), не перестает …   Словарь синонимов

  • дождь — сущ., м., употр. часто Морфология: (нет) чего? дождя, чему? дождю, (вижу) что? дождь, чем? дождём, о чём? о дожде; мн. что? дожди, (нет) чего? дождей, чему? дождям, (вижу) что? дожди, чем? дождями, о чём? о дождях 1. Дождь это атмосферные осадки …   Толковый словарь Дмитриева

  • дождь — я; м. 1. Атмосферные осадки, выпадающие из облаков в виде капель воды. Тёплый летний д. Сильный д. Проливной д. (очень сильный). Грибной д. (дождь с солнцем, после которого, по народным приметам, обильно растут грибы). Д. идёт. Д. моросит, льёт.… …   Энциклопедический словарь

  • дождь — (1): Другаго дни велми рано кровавыя зори свѣтъ повѣдаютъ; чръныя тучя съ моря идутъ, хотятъ прикрыти д̃ солнца, а въ нихъ трепещуть синіи млъніи. Быти грому великому, итти дождю стрѣлами съ Дону Великаго. Ту ся копіемъ приламати, ту ся саблямъ… …   Словарь-справочник "Слово о полку Игореве"

  • ДОЖДЬ — ДОЖДЬ, дождя (дощь, дожьжя), муж. 1. Род атмосферных осадков в виде водяных капель. Проливной дождь. 2. перен. Поток сыплющихся во множестве мелких частиц (книжн.). Дождь искр. Звездный дождь. || перен. Множество, непрерывное обилие (книжн.).… …   Толковый словарь Ушакова

  • дождь — жидкие осадки, выпадающие из облаков в виде капель диаметром 0,5 мм и больше. Следует отличать дождь от мороси, имеющей меньшие размеры капель. Во внетропических широтах дожди чаще образуются при таянии ледяных кристаллов, выпадающих из облаков… …   Географическая энциклопедия

  • ДОЖДЬ — ДОЖДЬ, я, муж. 1. Атмосферные осадки в виде водяных капель, струй. Идёт д. Осенние дожди. Проливной д. Д. льёт как из ведра. 2. перен. О чём н. падающем во множестве. Искры сыплются дождём. Д. конфетти. • Звёздный (метеорный) дождь появление в… …   Толковый словарь Ожегова

  • дождь — алмазный (Бальмонт); безотрадный (Полежаев); беспощадный (Бальмонт); бойкий (Максимов); благодатный (Коринфский); веселый (Бальмонт); вялый (Бальмонт); густой (Дмитриева); докучный (Белоусов, Серафимович); животворящий (Вейнберг); затяжной… …   Словарь эпитетов

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»