-
1 зачастить
-ащу, -астишьρ.σ.1. γίνομαι πιο συχνός ή πιο πυκνός•довдь -ил η βροχή δυνάμωσε.
2. (μουσ.) παίζω με γρηγορότερο ρυθμό. || μτφ. μιλώ γρήγορα.3. αρχίζω να συχνάζω. -
2 слепой
επ., βρ: слеп, -а, -о.1. τυφλός, αόμματος•слепой старик τυφλός γέρος•
совсем слепой τελείως τυφλός.
2. μτφ. άκριτος, παράλογος. -ое повиновение τυφλή υποταγή•-ое подражание δουλική απομίμηση.)| ουσ. ο τυφλός..
3. κουτουτσικος, λειψός• (απο)κο ιμισμένος.4. τυχαίος•слепой случай τυχαία σύμπτωση,
5. δυσδιάκριτος, ασαφής• δυσανάγνωστος•-ые буквы δυσανάγνωστα γράμματα•
-ая печать δυσδιάκριτη σφραγίδα.
6. που δεν έχει, έξοδο•-ая пещера τυφλή σπηλιά.
|| χωρίς παράθυρα•слепой этаж όροφος χωρίς παράθυρα.
εκφρ.довдь – ήλιος και βροχή•- ая кишка – το τυφλό έντερο.