Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

держать

  • 81 подвал

    α.
    1. υπόγειο•

    держать дрова в -е κρατώ καυσόξυλα στο υπόγειο•

    жить в -е ζω στο υπόγειο.

    2. το κατώτερο μέρος σελίδας• ειδική στήλη.

    Большой русско-греческий словарь > подвал

  • 82 подержать

    ρ.σ.μ. (λίγο χρόνο)
    βλ. держать (1, 3, 5, 6, 7 σημ.).
    βλ. держаться.

    Большой русско-греческий словарь > подержать

  • 83 подчинение

    ουδ.
    1. υποταγή•

    держать в -и κρατώ σε υποταγή•

    подчинение закону υποταγή στο νόμο•

    подчинение меньшинства большинству υποταγή της μειοψηφίας στην πλειοψηφία.

    2. (γραμμ.) υπόταξη•

    связь предложений по способу сочинения и -я σύνδεση των προτάσεων κατά παράταξη και καθ υπόταξη.

    Большой русско-греческий словарь > подчинение

  • 84 порох

    -а (пороху) πλθ.α.
    1. μπαρούτη, πυρίτιδα•

    бездымный порох άκαπνη μπαρούτη•

    запах -а η μυρουδιά της μπαρούτης.

    2. μτφ. άνθρωπος ευέξαπτος, ευερέθιστος.
    εκφρ.
    держать -а сухим – κρατώ τη μπαρούτη στεγνή (είμαιπα-νέτοιμος για άμυνα, υπεράσπιση)•
    тратить (терять, изводить) порох даром (напрасно, по-пустому) – λέγω, πράττω κάτι στα χαμένα, άδικα, μάταια•
    - у не шкал – είναι άκαπνος (δεν πολέμησε)•
    не хватает -у – δεν έχει δραστηριότητα ή δυνάμεις για κάτι ή δε βαστούν τα κότσια του• (ни) синь -а нет ή не останется δε θα μείνει τίποτε απολύτως.

    Большой русско-греческий словарь > порох

  • 85 привязь

    θ.
    δεσμός, αντικείμενο πρόσδεσης•

    посадить собак на привязь δένω τα σκυλιά•

    держать собаку на -и έχω τό σκυλί δεμένο.

    Большой русско-греческий словарь > привязь

  • 86 путь

    α.
    1. δρόμος, οδός•

    прямой путь ίσιος δρόμος•

    широкий путь πλατύς (φαρδύς) δρόμος•

    санный путь ελκηθόδρομος•

    заласной путь πλάγια σιδηροδρομική γραμμή•

    воздушный путь αεροπορική γραμμή.

    2. μτφ. τρόπος, μέθοδος ενέργειας, επίδρασης•

    каким -м? με τι τρόπο;•

    любым -м με κάθε τρόπο.

    3. πλθ. (σ.νατ.) τα όργανα•

    дыхательные -и τα αναπνευστικά όργανα.

    4. ταξίδι•

    направляться в далкий πηγαίνω για μακρινό ταξίδι.

    5. δρομολόγιο•

    путь сбиться с -и ξεφεύγω (παρεκκλίνω) από το δρόμο, χάνω το δρόμο•

    держать путь τηρώ την κατεύθυνση.

    || μέσον•

    путь к достижению δρόμος για την επίτευξη.

    6. όφελος, κέρδος•

    коли будет путь αν θα υπάρξει όφελος.

    εκφρ.
    жизненный путь – η πορεία της ζωής•
    окольным (обходным) -м – πλάγια, έμμεσα, με πλάγιο τρόπο•
    путь последний путь – ο δρόμος προς την τελευταία κα-κατοικία, η• κηδεία: счастливый -!, счастливого -й! καλό κατευόδιο! καλό ταξίδι! ώρα καλή!•
    - и сообщения – η συγκοινωνία•
    без -и – (απλ.) μάταια, άσκοπα•
    на -и к чему ή по -и чего – βαδίζοντας προς•
    по -и – α) καθ οδό, στο δρόμο, β) τον ίδιο δρόμο, γ) μια φορά, ταυτόχρονα•
    не по -и с кем – διαφορετικό δρόμο πήραμε, χωρίζουν οι δρόμοι μας (δε συμπί πτουν οι σκοποί μας, οι επιδιώξεις μας)•
    забыть путь куда – ξεχνώ το δρόμο για κάπου (παύω να μεταβαίνω, να επισκέπτομαι)•
    быть на -и к чему – πλησιάζω προς κάτι•
    вывести на - – βγάζω στο δρόμο της ζωής, στη ζωή, στην κοινωνία•
    стать (стоять) поперк -и кому; стоять (стать) на -и чьем – στέκομαι (μπαίνω) εμπόδιο σε κάποιον•
    стоять на хорошем (правильном) -и – στέκομαι, βρίσκομαι σε καλό, σωστό δρόμο, βαδίζω καλά, σωστά•
    стоять (находить(ся) на ложном -й; идти по ложному -и – δε βρίσκομαι σε σωστό δρόμο, ακολοθώ εσφαλμένη οδό.

    Большой русско-греческий словарь > путь

  • 87 расстояние

    ουδ.
    1. απόσταση• διάστημα• έκταση•

    близкое расстояние κοντινή απόσταση•

    да-лкое расстояние μακρινή απόσταση•

    на -и выстрела σε α-κόστσ.στι βολής•

    на некотором -и σε μερική απόσταση•

    на -и восьми километров σε απόσταση οχτώ χιλιομέτρων.

    || διάστημα χρονικό•
    2. μτφ. διαφορά (λόγω απόστασης).
    εκφρ.
    держать кого на известном (почтительном) -и – κρατώ κάποιον σε απόσταση.

    Большой русско-греческий словарь > расстояние

  • 88 респект

    κ. решпект
    α. (παλ.) σεβασμός.
    εκφρ.
    держать в репшекте – υποχρεώνω να με σέβεται, να με φοβάται.

    Большой русско-греческий словарь > респект

  • 89 рука

    -и, αιτ. руку, πλθ. руки, рук, рукам θ.
    1. το χέρι•

    правая, левая рука δεξιό, αριστερό χέρι•

    поднять -и σηκώνω τα χέρια•

    опустить -и κατεβάζω τα χέρια•

    брать в -у παίρνω στο χέρι•

    взять ребнка на руки παίρνω στα χέρια το παιδάκι•

    скрестить -и σταυρώνω τα χέρια•

    вывехнуть -у εξαρθρώνω,βγάζω (στραμπουλίζω) το χέρι•

    протянуть -у τεντώνω το χέρι•

    подать -у δίνω το χέρι•

    умелые -и προκομμένα χέρια.

    || η άκρη του χεριού (παλάμη, δάχτυλα)•

    снимать с -и кольцо βγάζω από το δάχτυλο το δαχτυλίδι.

    2. γραφικός χαρακτήρας•

    это ваша -? αυτό είναι δικό σας γράψιμο;•

    это ме моя рука αυτό δεν είναι δικό μου γράψιμο.

    || υπογραφή (ιδιόχειρη)•

    подделать чью-н. -у πλαστογραφώ την υπογραφή κάποιου.

    3. πλθ. -и εργάτες•

    не хватает рук δε φτάνουν (αρκούν) τα χέρια.

    || άνθρωποι, άτομα•

    я знаю это из нескольких рук το ξέρω αυτό από μερικούς ανθρώπους.

    || μτφ. ισχυρός, δυνατός•

    властная (тяжёлая) рука στιβαρό χέρι.

    || βοηθός, προστάτης.
    4. παλ. συμφωνία γάμου•

    отдать кому-нибудь -у δίνω το χέρι σε κάποιον•

    он просит -у е дочери αυτός ζητά το χέρι της κόρης της (να παντρευτεί την κόρη της).

    5. θέση, σειρά (εργάτη, παίχτη κλπ.)• первая, вторая, третья рука πρώτος, δεύτερος, τρίτος εργάτης•

    на одной -е все четыре туза σ ένα χέρι (παίχτη) και οι τέσσερις άσσοι.

    6. κατηγορία, τάξη•

    мука первой руки αλεύρι πρώτης ποιότητας•

    7. (με αιτ. και πρόθεση «под») σημαίνει κατάσταση, διάθεση•

    под весёлую -у σε κατάσταση ευθυμίας•

    под пьяную -у σε κατάσταση μέθης.

    εκφρ.
    в –ах чьих ή у кого (быть находить(ся) – α) είμαι στα χέρια κάποιου (εξαρτιέμαι (από κάποιον), β) είμαι, βρίσκομαι στη διάθεση κάποιου, γ) είμαι, βρίσκομαι στην εξουσία κάποιου•
    на рукау – (στρατ. παράγγελμα) με προτετανένο το όπλο! προτείνατε!•
    на -у кому – προς όφελος κάποιου•
    на -ах чьих ή у кого (быть, находить(ся) – είμαι, βρίσκομαι στα χέρια κάποιου (υπο την κηδεμονία, προστασία)•
    на -ах у кого (быть, имеет(ся) – υπάρχει σε κάποιον•
    на рукаах у меня ни копейки нет – στα χέρια μου δεν έχω ούτε καπίκι•
    не рука кому – δεν ταιριάζει, αρμόζει σε κάποιον•
    по -е кому – α) ταιριάζω, πηγαίνω•
    перчатка не по - – το γάντι δε μου ταιριάζει στο χέρι. β) κατάλληλος, εύθετος, του χεριού•
    по -ам! – στα χέρια! (αποφασίστηκε, εγκρίθηκε)•
    под -у ходить – αγκαζέ (αλαμπράτσα) βαδίζω•
    под -у – με εμποδίζει κάποιος (όταν είμαι απασχολημένος): не говори под -у μη μου μιλάς όταν εργάζομαι•
    под -ой ή под -ами – μπροστά στα χέρια, πολύσιμά•
    под -сж)παλ. κρυφά, μυστικά, κρυφομιλώντας•
    с -и – ταιριάζει, πηγαίνει•
    -ами и ногами; с -ами и ногами; с -ами, ногами – α) με χέρια και με πόδια (ολόψυχα), β) ολόκληρα, ολότελα, πλήρως•
    рука в -уπαλ. αγκαζέ, αλαμπράτσα•
    рука об руку – χέρι με χέρι μαζί, αγαπημένα, αδερφωμένα•
    рука с рукаой – (παλ.) αγκαζέ, αλαμπράτσα•
    -и вверх! – απάνω τα χέρια! (παραδόσου)•
    -и прочь от... – κάτω τα χέρια απο... (μη επεμβαίνετε)•
    - и не доходят – δεν ευκαιρώ, δεν αδειάζω•
    рука не дрогнет – το χέρι δεν τρέμει (δε διστάζει μπροστά σε τίποτε)•
    - и опустились (отнялись) – κόπηκαν τα χέρια (οι δυνάμεις, η επιθυμία, ο ζήλος)•
    рука не поднимается у кого – δε σηκώνει το χέρι (είναι) αναποφάσιστος, διστακτικός•
    - и чешутся у кого – α) πάει φιρί-φιρί για καυγά. β) τρώνε τα χέρια για δουλειά (έχω όρεξη για δουλειά)•
    - ой не достать (не достанешь) – είναι απρόσιτος (για υψηλή προσωπικότητα)•
    - ой подать – πολύ σιμά, το χέρι ν' απλώσεις τον έφτασες•
    - ами и ногами отбиваться – με χέρια και με πόδια αντιστέκομαι, αποκρούω (σθεναρά, λυσσαλέα)•
    дать -у на отсечение – κόβω το κεφάλι μου (όρκος διαβεβαίωσης)•
    иметь -у – έχω μπάρμπα στην Κορώνα (έχω τα μέσα)•
    марать (пачкать) -и – λερώνω τα χέρια (αναμειγνύομαι σε βρώμικη υπόθεση)•
    обломать -и о кого – δέρνω, χτυπώ ανελέητα (σπάζοντας τα ίδια μου τα χέρια)•
    опустить -и – κατεβάζω το κεφάλι (αποθαρρύνομαι, απογοητεύομαι)•
    подать (протянуть) -у (помощи) – δίνω χείρα βοηθείας (βοηθώ)•
    поднять -у на кого, что – σηκώνω χέρι κατά κάποιου (αρχίζω αγώνα κατά κάποιου)•
    приложить -у к чему ή под чем – βάζω την υπογραφή κάτω απο•
    -и ή -у к чему – βάζω το χεράκι μου (συμμετέχω)•
    умыть -и – νίβω τα χέρια μου (απεκδύομαι πάσης ευθύνης)•
    как без рук кого-чего – σαν να μην έχω χέρια, κανένα(ν), τελείως ανίκανος•
    брать (взять) себя в -и – συγκρατώ τον εαυτό μου, αυτοεπιβάλλομαι, αυτοκυριαρχούμαι•
    взять в -и кого – παίρνω στα χέρια μου κάποιον πειθαρχώ, υποτάσσω, τιθασεύω•
    играть в четыре -и – παίζω κατρμέν (δυο παίχτες στο πιάνο)•
    попасть(ся) в -и – α) πέφτω, περιέρχομαι στα χέρια•
    письмо попало в -и начальника полиции – α) το γράμμα έπεσε στα χέρια του διευθυντή της αστυνομίας, β) πέφτω στα χέρια (τύραννου, βασανιστή κ.τ.τ.)•
    иметь (держать) в (своих) -ах – έχω, κρατώ στα χέρια μου (κατέχω)•
    смотреть (глядеть) из чьих рук – αποβλέπω σε βοήθεια κάποιου•
    прибрать к -ам – παίρνω, ιδιοποιούμαι, σφετερίζομαι•
    пройти между рук – (για χρήματα) ξοδεύονται, φεύγουν απαρατήρητα, από λίγα-λίγα•
    выдать на -и – δίνω στα χέρια, εγχειρίζω στον ίδιο•
    отдать на -и – αναθέτω την προστασία (κηδεμονία) σε κάποιον•
    получить на -и – παίρνω στα χέρια μου•
    бить, ударить по -ам – χειραψία αμέσως μετά το κλείσιμο της συμφωνίας•
    дать по -ам – χτυπώ στα χέρια (για να αποβάλλει κακές συνήθειες, για εκφοβισμό)•
    вести под -и – οδηγώ (πηγαίνω) κάποιον κρατώντας από τα χέρια μαζί με άλλον•
    попасть(ся), повернуться под -у кому – τυχαία βρίσκομαι σιμά σε κάποιον•
    в одни -и (продать, отпустить) – κατ άτομο, από έναν-έναν εξυπηρετώ, πουλώ εμπόρευμα•
    в наших -ах – στα χέρια μας, στην κατοχή μας, εξουσία μας•
    в одних -ах быть – στα χέρια ενός ανθρώπου είναι (υπάρχει)•
    из рук в -и ή с рук на -и – από τα χέρια ενός στου άλλου, απο τον έναν στον άλλον•
    из рук вон (плохо) – μακριά απ εδώ• κακά, ψυχρά κι ανάποδα•
    на -ах чьих умереть – πεθαίνω στα χέρια κάποιου•
    от -и писать – γράφω με το χέρι (όχι με γραφομηχανή)•
    по рукаам ходить – περιέρχομαι από χέρι σε χέρι•
    с рук продавать – πουλώ στο χέρι, κρατώντας στα χέρια•
    с рук сбыть (пустить) – απαλλάσσομαι, γλυτώνω, ξεφορτώνομαι•
    с рук сойти – ξεφεύγω από τα χέρια (τα νύχια), τη γλυτώνω, την περνώ ατιμώρητα•
    дело рук чьих – είναι έργο κάποιου, από σφάλμα κάποιου•
    обеими -ами подписаться – συμφωνώ απόλυτα, υπογράφω με τα δυο χέρια•
    обеими -ами ухватиться – επωφελούμαι (δράττομαι) της ευκαιρίας.

    Большой русско-греческий словарь > рука

  • 90 северо-восток

    α.
    βορειοανατολική κατεύθυνση ή χώρος βορειοανατολικός•

    держать курс на северо-восток κατευθύνομαι βορειοανατολικά•

    -франции η βορειοανατολική Γαλλία.

    Большой русско-греческий словарь > северо-восток

  • 91 секрет

    α.
    1. μυστικό, κρυφό, απόρρητο•

    держать в -е κρατώ μυστικό•

    выдать секрет προδίνω (λέγω, βγάζω) το μυστικό.

    || κρυφή αιτία•

    знать секрет приготовления γνωρίζω το μυστικό κατασκευής•

    секрет изобретения το μυστικό της εφεύρεσης•

    ларец с -ом το κουτί της Πανδώρας•

    секрет успеха το μυστικό της επιτυχίας.

    2. μηχανισμός μυστικής λειτουργίας•

    замок с -ом κλείδωνιά με μυστικό.

    3. προχωρημένο καλυμμένο φυλάκιο.
    εκφρ.
    по -у ή под -ом – μυστικά, κρυφά, υπο εχεμύθεια.
    -а σ., έκκριμα αδένων.

    Большой русско-греческий словарь > секрет

  • 92 сердце

    -а, πλθ. сердца, -дец, -дцам
    ουδ.
    1. η καρδιά•

    сердце бьтся η καρδιά χτυπά•

    порок –а ελλάττωμα της καρδιάς•

    болезни -а καρδιακές παθήσεις•

    биение -а ο παλμός (χτύπος) της καρδιάς, καρδιοχτύπι.

    2. έδρα συναισθημάτων κ. παθών•

    сердце радуется η καρδιά χαίρεται (αγαλιάζει)•

    я всё сказал, что было на -е όλα τα είπα, ό,τι είχα στην καρδιά (μέσα μου).

    3. θυμός, οργή, εξόργιση.
    4. κέντρο•

    афины сердце - Греции η Αθήνα είναι η καρδιά της Ελλάδας.

    εκφρ.
    в -ах – στο θυμό, στην οργή, όντας θυμωμένος, οργισμένος•
    от всего -а – μ όλη μου την καρδιά (ολόψυχα)•
    по -у ή по -у – κατά το γούστο, όπως αρέσει•
    с открытым -ем – ανοιχτόκαρδα, ειλικρινέστατα•
    с чистым -ем – με καθαρή την καρδιά (ειλικρινέστατα)•
    всем -ем – ολόκαρδα•
    сердце моё! – (επιφώνημα)• καρδούλα μου!•
    сердце болит (щемит, ноет, сжалось) – η καρδιά πονά, πιέζει, σφίγγει (από φόβο, θλίψη)•
    сердце падает (оборвалось или дрогнуло) у меня – μου κόπηκε η καρδιά μου ή το αίμα μου (τρόμαξα, ξαφνιάστηκα)•
    держать или иметь сердце на кого – κρατώ, έχω γινάτι για κάποιον•
    разбить сердце чь – συντρίβω την καρδιά κάποιου (καταθλίβω)•
    сорвать сердце на ком – ξεσπώ σε θυμό κατά κάποιου•
    брать (взять,хватать) за сердце – συναρπάζω, καταγοητεύω, εντυπωσιάζω πολύ, αιχμαλωτίζω, συγκινώ•
    принять (близко) к -у – συμπαθώ, πονώ, ενδιαφέρομαι, (τον, την κλπ.) έχω στην καρόιά μου•
    отлегло от -а – ξαλάφρωσε η καρδιά (από φόβο, ανησυχία, ταραχή).

    Большой русско-греческий словарь > сердце

  • 93 слово

    -а, πλθ. слова, слов, -ам
    κ. παλ. словеса, словес, -ам ουδ.
    1. λέξη•

    значение -а η σημασία της λέξης•

    иностранные -а ξένες λέξεις.

    2. ομιλία, γλώσσα.
    3. φράση• λόγος. || φλυαρία, αμετρολογία, αερολογίες, λόγια του αέρα, ανεμώλια έπη.
    4. υπόσχεση, λόγος•

    держать своё слово κρατώ το λόγο•

    связать себя -ом δένομαι με υπόσχεση, πιάνομαι από λόγο.

    5. αγόρευση•

    просить слово ζητώ το λόγο (να μιλήσω)•

    предоставить слово для доклада δίνω το λόγο για την εισήγηση•

    приветственное -χαιρετιστήρια ομιλία•

    вступительное слово εισαγωγική ομιλία, άνοιγμα (συνέλευσης, συνεδρίασης κ.τ.τ.)• заключительное слово ομιλία κλεισίματος (συνέλευσης, συνεδρίασης κ.τ.τ.) дар -а χάρισμα λόγου (ευφράδειας).

    6. παλ. έργο λόγου, πνευματικό έργο• πόνημα, σύγγραμμα• βιβλίο.
    7. πλθ. -а στίχοι (μελοποιημένοι).
    εκφρ.
    новое слово – καινούρια επίτευξη (επιστήμης κλπ.)• первое слово: α) το πρώτο, το αρχικό βήμα, το πρώτο ξεκίνημα; β)το πιο βασικό, το κύριο, το ουσιώδες•
    последнее слово – η τελευταία λέξη (η νεότατη επίτευξη)•
    одним -омκ. (απλ.) одно слово βλ. словом• слово в слово расказать διηγούμαι λέξη προς λέξη, κατά γράμμα, με το νι και με το σίγμα•
    слово за слово – απο λίγο-λίγο, βαθμιαία (για εξέλιξη συνομιλίας, λόγου)•
    на -ах – α) προφορικά, β) στα λόγια (όχι στην πράξη)•
    по -ам чьим – α) κατά τα λόγια του..., κατά τα λεγόμενα του... β) όπως λέγει (διδάσκει, γράφει,) ο...• в двух (в кратких коротких) -ах με δυο λόγια, σύντομα, κοντολογής•
    в одно слово – (για φράση, σκέψη) την ίδια, το ίδιο (κι εγώ)•.ταυτόχρονα κι εγώ•
    к -у (прийтись) – θυμούμαι επειδή ειπώθηκε τέτοια λέξη, κάτι μου θυμίζει η λέξη•
    от -а до -а ή до -а – όλα και λεπτομερέστατα•
    от -а к -у – από κουβέντα σε κουβέντα, στην πορεία της συνομιλίας•
    с первого -а – από την πρώτη λέξη (ευθύς εξ αρχής, αμέσως)•
    о чужих слов – από τα λεγόμενα των άλλων•
    слов ή слова нет – καμιά αντίρρηση ή συζήτηση• βέβαια, πραγματικά•
    нет слов как... – δεν μπορώ να εκφραστώ πως...• к -у сказать με την ευκαιρία αυτή θα πω, να προσθέσω•
    брать (взять) свои -а обратно – παίρνω το λόγο μου πίσω•
    знать (такое) слово – ξέρω μαγικήλέξη (επιτυχίας)•
    тратить -а понапрасну (попусту, зря) – χάνω τα λόγια μου μάταια, άδικα•
    быть господином (хозяином) своего -а ή своему -у – εκτελώ την υπόσχεση μου•
    не находить слов – δε βρίσκω λόγια (να ευχαριστήσω κ.τ.τ.)• слов не хватает βλ. προηγούμενη έκφραση.
    ουδ.
    παλαιά ονομασία του γράμματος «С»
    εκφρ.
    слово-ер; слово-ерик; слово-ер-с; слово-ерик-сπαλ. ονομασία του φθόγγου «С» που στον προφορικό λόγο μπαίνει στο τέλος των λέξεων σε ένδειξη εκτίμησης προς τον συνομιλητή: с – слово και του «Ъ» – ер, ерик.

    Большой русско-греческий словарь > слово

  • 94 спуд

    α.
    παλ. κρύπτη, κρυψώνα.
    εκφρ.
    из-под -а извлечь ή вынуть – βγάζω από την κρύπτη (θέτω σε χρήση)•
    под спуд положить ή класть – βάζω στην κρύπτη (αφήνω αχρησιμοποίητο)•
    под -ом лежать, держать, оставаться – κείμαι, κρατιέμαι, παραμένω αχρησιμοποίητος, λησμονημένος.

    Большой русско-греческий словарь > спуд

  • 95 страх

    -а (-у) α.
    ο φόβος, το δέος•

    наказания ο φόβος της τιμωρίας•

    страх смерти ο φόβος του θανάτου•

    дрожить от -а τρέμω από φόβο•

    наводить страх εμβάλλω φόβο, εμφοβώ•

    вне-залный страх ξαφνικός φόβος.

    || ως κατηγ. είναι φοβερό. || ως επίρ. σφόδρα, πάρα πολύ• δυνατά.
    εκφρ.
    в -е держать – κρατώ με το φόβο•
    в -е воспитать – διαπαιδαγωγώ με το φόβο•
    на свой страх (и риск); за свой страх (и риск) – υπ ευθύνη μου•
    под -ом – κάτω από το φόβο.

    Большой русско-греческий словарь > страх

  • 96 струна

    -ы, πλθ. струны θ.
    1. χορδή (μουσικών οργάνων).
    πλθ. -ы οι μουσικοί φθόγγοι.
    2. τα ευαίσθητα σημεία•

    -ы сердца, души οι χορδές της καρδιάς, της ψυχής.

    3. κάθε τι τεντωμένο (σχοινί, λωρ ί κλπ.).
    εκφρ.
    в -у ή -ой – α) τεντωμένος, κορδωμένος. β) ορμητικά, αστραπιαία (για ζώο που τρέχει)•
    держать в -е кого – κρατώ κάποιον σε αυστηρότητα• με αυστηρή επίβλεψη•
    тронуть (задеть) чувствительную ή больную -у кого – θίγω την ευαίσθητη χορδή κάποιου.

    Большой русско-греческий словарь > струна

  • 97 тело

    -а, πλθ. тела, тел
    -ам ουδ.
    1. σώμα•

    закон падения тел ο νόμος της πτώσης των σωμάτων•

    небесные -а τα ουράνια σώματα•

    геометрические -а γεωμετρικά σώματα.

    2. σώμα ανθρώπου, κορμί•

    части тела τα μέλη του σώματος•

    дрожать всем -ом τρέμω σύσσωμος.

    || το πτώμα.
    3. κρέας, σάρκα.
    4. κορμός (κύριο μέρος κάθε πράγματος).
    5. (στρατ.) κάνη πυροβόλου. || σάρκα καρπού.
    εκφρ.
    держать кого в чрном -е – κάνω μαύρη τη ζωή κάποιου.

    Большой русско-греческий словарь > тело

  • 98 узда

    -ы, πλθ. узды, узд θ.
    1. χαλινό, ηνίο.
    2. μτφ. αναχαίτιση, συγκράτηση.
    εκφρ.
    держать в -е – χαλιναγωγώ, περιορίζω, συγκρατώ.

    Большой русско-греческий словарь > узда

  • 99 уздцы

    στην έκφρ: под уздцы κοντά στη στομίδα•

    уздцы держать лошадь под уздцы κρατώ το άλογο με το χέρι κοντά στη στομίδα.

    Большой русско-греческий словарь > уздцы

  • 100 фасон

    α.
    1. είδος, μορφή, όψη• ύφος. || κόψιμο, σχέδιο, μοντέλο (για ενδύματα, υποδήματα)•

    снять фасон βγάζω σχέδιο, αχνάρι.

    2. τρόπος, συμπεριφορά.
    3. ακκισμοί, καμώματα, τσακίσματα, τσιριμόνιες. || επινόηση, τέχνασμα.
    εκφρ.
    не фасон – (απλ.) δεν είναι τρόπος, δεν αρμόζει, δεν πρέπει•
    держать фасонβλ. фасонить.

    Большой русско-греческий словарь > фасон

См. также в других словарях:

  • ДЕРЖАТЬ — ДЕРЖАТЬ, держу, держишь, нев. 1. кого что. Иметь в руках. Держать папиросу. Держать зонтик. || Не отпускать от себя, заставлять быть при себе. Мать крепко держала ребенка за рукав. || Хватать, не позволяя удалиться. Держите вора! 2. кого что.… …   Толковый словарь Ушакова

  • ДЕРЖАТЬ — ДЕРЖАТЬ, держивать что, взяв или ухватив не выпускать, сжимать в руках; содержать, иметь, хранить; торговать чем; удерживать, не допускать, не выпускать; соблюдать; исполнять; направлять и пр. Держивал ли ты соху? умеешь ли пахать? Не держал… …   Толковый словарь Даля

  • держать — курс • действие держать направление • действие, объект держать оборону • действие, продолжение держать ответ • действие держать пари • действие держать речь • действие держать связь • действие держать ситуацию • зависимость, контроль держать… …   Глагольной сочетаемости непредметных имён

  • держать —   Держать свое слово исполнять обещание.     Свое слово надо держать.   Держать язык за зубами молчать, не говорить тогда, когда не нужно.     Обещал держать язык за зубами.   Держи карман шире (разг. фам.) не жди, что получишь.     Как же,… …   Фразеологический словарь русского языка

  • ДЕРЖАТЬ —     Держать в руках ветку дерева – к переменам в делах. Если ветка вербная – к радости, если лавровая – вас ждут успех и слава в искусстве.     Держать в руке филина – наяву вам придется принимать и развлекать донельзя скучного и не понимающего… …   Сонник Мельникова

  • ДЕРЖАТЬ — в море (То bear off from the land) удаляться от берега. Д. карантин (То perform quarantine) не иметь сообщения с берегом. Д. к берегу (То stand on to the shore) приближаться к берегу. Д. круче (Keep her close, keep her as close as she will lie)… …   Морской словарь

  • держать — См. иметь …   Словарь синонимов

  • ДЕРЖАТЬ — ДЕРЖАТЬ, держу, держишь; держанный; несовер. 1. кого (что). Взяв в руки (в руку), не выпускать; ухватив, не давать выпасть, вырваться. Д. в руках книгу. Д. ребёнка за руку. Д. сигарету в зубах. Д. червяка в клюве. 2. кого (что). Хватать,… …   Толковый словарь Ожегова

  • держать — ДЕРЖАТЬ, держу, держишь; несов., кого за кого что. Считать кого л. каким л., приписывать кому л. какие л. свойства (обычно отрицательные). За кого ты меня держишь! зря ты думаешь обо мне плохо; что я, дурак, что ли? …   Словарь русского арго

  • ДЕРЖАТЬ — ДЕРЖАТЬ(СЯ) не менее распространенный термин, чем «делать». Д. принимать, иметь, следовать курсом, хватать и т.д. Держись по стенке и иди вместе с ней до дому. ■ Держа ее, как держат ручку от трамвая, он ей сказал: «О, моя Роза дорогая»... ■ На… …   Большой полутолковый словарь одесского языка

  • держать — поддерживать сохранять соблюдать — [http://www.iks media.ru/glossary/index.html?glossid=2400324] Тематики электросвязь, основные понятия Синонимы поддерживатьсохранятьсоблюдать EN keep …   Справочник технического переводчика

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»