Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

город+м

  • 81 полногласие

    ουδ.
    ύπαρξη όλων των φωνήεντων στη λέξη• συγκρίνετε: город полногласие град, молодой полногласие младой κλπ.

    Большой русско-греческий словарь > полногласие

  • 82 портовый

    επ.
    λιμενικός•

    портовый рабочий λιμενεργάτης•

    -ые склады λιμενικές αποθήκες•

    город παράλια πόλη.

    Большой русско-греческий словарь > портовый

  • 83 порубежный

    επ. παλ. παραμεθόριος•

    порубежный город παραμεθόρια πόλη.

    Большой русско-греческий словарь > порубежный

  • 84 престольный

    επ.
    1. του θρόνου.
    2. της Αγιας Τράπεζας.
    εκφρ.
    престольный городπαλ. πόλη του θρόνου (πρωτεύουσα του τσαρ, κράτους)•
    престольный праздник – η γιορτή της εκκλησίας (του αγίου της).

    Большой русско-греческий словарь > престольный

  • 85 при

    (πρόθεση).
    1. (για τόπο) πλησίον,κοντά, σιμά, παρά, εγγύς, κατά•

    при входе стоит часовой κοντά στην είσοδο στέκεται σκοπός•

    город при реке παραποτάμια πόλη•

    жить при станции ζω κοντά στο σταθμό•

    при совете министров παρά το υπουργικό συμβούλιο•

    сражение при фермопилах η μάχη στις Θερμοπύλες•

    при институте κοντά στο Ινστιτούτο•

    ясли заводе βρεφικός σταθμός κοντά στο εργοστάσιο•

    поставить при себе τοποθετώ κοντά μου.

    2. μπροστά, ενώπιον, επι παρουσία•

    при снохе ни говори такие вещи μπροστά στη νύφη μη μιλάς τέτοια πράματα•

    при мне он ничего не сказал μπροστά μου αυτός δεν είπε τίποτε.

    3. (για χρόνο)• κατά•

    при отъезде κατά την αναχώρηση•

    при входе κατά την είσοδο•

    при обыске κατά την έρευνα.

    || σε • κατά•

    темно, при каждом шорохе она вздрагивала ήταν σκοτάδι, σε κάθε θρόισμα αυτή σάστιζε.

    || (για συνθήκες, περιβάλλον) κατά, σε•

    при резкой изменении температуры κατά την απότομη αλλαγή της θερμοκρασίας.

    4. (για ύπαρξη αντικειμένων, πραγμάτων κ.τ.τ.) με•

    он всегда был при деньгах αυτός πάντοτε ήταν με χρήματα ή είχε χρήματα.

    5. με, χάρη σε•

    при содействии друзей με τη συνδρομή των φίλων•

    при помоши сестры με τη βοήθεια της αδερφής.

    6. μαζί, μετά•

    надо иметь при себе справку с места работы πρέπει να έχεις μαζί σου βεβαίωση από τον τόπο εργασίας•

    прилагая при см βάζοντας (υποβάλλοντας) συνημμένα.

    7. επί, τον καιρό•

    при царе επί τσάρου.

    8. παρά, ενάντια•

    при всём его желании παρ όλη του τη θέληση.

    Большой русско-греческий словарь > при

  • 86 приморский

    επ.
    1. παράλιος, παραθαλάσσιος•

    приморский город παράλια πόλη.

    2. θαλάσσιος, θαλασσινός•

    приморский воздух θαλασσινός αέρας.

    Большой русско-греческий словарь > приморский

  • 87 приукрасить

    ρ.σ.μ.
    1. στολίζω•

    приукрасить комнату στολίζω το δωμάτιο.

    2. μτφ. ωραιοποιώ, εξωραΐζω, εμφανίζω ωραιότερο από την πράγματικότητα.
    στολίζομαι, κοσμούμαι•

    город -лся к празднику η πόλη στολίστηκε για τη γιορτή.

    || ομορφαίνω, γίνομαι πιο όμορφος.

    Большой русско-греческий словарь > приукрасить

  • 88 пришагать

    ρ.σ. βαδίζω, πηγαίνω πεζός•

    -ал из деревни в город βάδισα από το χωριό στην πόλη.

    Большой русско-греческий словарь > пришагать

  • 89 пройти

    пройду, пройдёшь, παρλθ. χρ. прошёл, -шла, -шло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. пройденный, βρ: -ден, -а, -о κ. пройденный, βρ: -ден, -дена, -дено; επιρ. μτχ. пройдя
    ρ.σ.
    1. περνώ, διαβαίνω, διέρχομαι•

    войска -шли через город τα στρατεύματα πέρασαν από την πόλη•

    пройти вперёд περνώ μπροστά.

    || διανύω, διασχίζω, διατρέχω•

    пройти большой путь περνώ (διανύω) μεγάλο δρόμο (απόσταση).

    || μεταβαίνω, πηγαίνω περνώ•

    оратор -шёл к трибуне ο ρήτορας πέρασε για το βήμα.

    || διαδίδομαι, ξαπλώνομαι• περνώ•

    -шла весть о победе διαδόθηκε είδηση για τη νίκη•

    -шёл слух διαδόθηκε φήμη (φημολογήθηκε).

    || μτφ. περνώ γρήγορα και χάνομαι•

    по её губам -шла улыбка στα χείλη της πέρασε ένα χαμόγελο.

    2. αφήνω περνώντας, αποφεύγω, παρακάμπτω. || προσπερνώ, αφήνω πίσω μου•

    они -шли деревню αυτοί πέρασαν το χωριό.

    3. πέφτω, ρίχνω•

    -шёл град έπεσε χαλάζι•

    -шёл дождь έβρεξε•

    -шёл снег χιόνισε.

    || διαπερνώ, διαποτίζω•

    чернила -шли бумагу η μελάνη πέρασε το χαρτί..

    διεξάγομαι, γίνομαι•

    собрание -шло хорошо η συνέλευση διεξήχτηκε καλά.

    || προχωρώ, προβαίνω•

    пройти в горную породу περνώ μέσα στο πέτρωμα.

    || δουλεύω, φτιάχνω•

    пройти грядку φτιάχνω βραγιά.

    4. διέρχομαι, γίνομαι•

    здесь -дёт железная дорога εδώ θα περάσει σιδηροδρομική γραμμή.

    5. γίνομαι δεκτός, προσλαμβάνομαι(με ψηφοφορία κ.τ.τ.)• пройти в партию περνώ στο κόμμα.
    6. αλείφω•

    пройти потолок мелом περνώ την οροφή με κιμωλία•

    пройти раму лаком περνώτο πλαίσιο με βερνίκι.

    7. υποφέρω, υπομένω, αντέχω•

    они -шли много испытаний и страданий αυτοί πέρασαν πολλές δοκιμασίες και πολλά βάσανα.

    8. (για χρόνο) διαβαίνω, περνώ•

    -шли те времена πέρασαν εκείνα τα χρόνια.

    || τελειώνω, περατώνομαι, διεξάγομαι παίζομαι•

    опера -шла с большим успехом το μελόδραμα παίχτηκε με μεγάλη επιτυχία.

    9. εκπληρώνω•

    военную службу περνώ τη στρατιωτική θητεία•

    пройти практику περνώ την πρακτική•

    пройти курс лечения κάνω θεραπεία.

    || τελειώνω•

    пройти школу περνώ το σχολείο.

    10. μαθαίνω, διδάσκομαι•

    пройти букварь περνώ το αλφαβητάριο•

    пройти ис-торую древней Греции περνώ την ιστορία της αρχαίας Ελλάδας.

    11. σταματώ, παύω•

    дождь быстро пройтишёл η βροχή γρήγορα πέρασε.

    || δεν υποφέρω•

    зубная боль -шла ο πονόδοντος πέρασε.

    εκφρ.
    пройти в жизнь – πραγματοποιούμαι στη ζωή, εφαρμόζομαι στην πράξη•
    пройти молчанием – αποσιωπώ, παρασιωπώ•
    это не -дт – αυτό δε θα περάσει.
    1. βαδίζω λίγο περνώ, διαβαίνω, διέρχομαι.
    2. χορεύω•

    пройти русскую χορεύω ρωσικό χορό•

    пройти в кадрили χορεύω καντρίλια.

    3. περνώ πάνω σε κάτι.
    εκφρ.
    пройти по чей счт; пройти по чьему адресу – θίγω, προσβάλλω κάποιον άθελα (λέγω κάτι απρεπές).

    Большой русско-греческий словарь > пройти

  • 90 проснуться

    -снусь, -сншься
    ρ.σ.
    1. κυρλξ, κ. μτφ. ξυπνώ, αφυπνίζομαι•

    проснуться рано ξυπνώ νωρίς•

    -лась ненависть ξύπνησε το μίσος.

    2. ζωηρεύω, ζωντανεύω, αναζωογονούμαι•

    город -лся η πόλη ξύπνησε (άρχισε η κίνηση).

    Большой русско-греческий словарь > проснуться

  • 91 пылать

    ρ.δ.
    1. φλέγομαι, καίγομαι•

    дрова -ют τα καυσόξυλα καίγονται (φλογίζουν)•

    город -ет η πόλη καίγεται.

    || φωτίζω καιόμενος.
    2. μτφ. κοκκινίζω•

    -ют щёки κοκκινίζουν τα μάγουλα•

    -ет лицо κοκκινίζει το πρόσωπο.

    3. μτφ. κυριεύομαι από αίσθημα•

    он -ет гневом αυτός φλέγεται (βράζει) από το θυμό•

    -еш любовью φλέγεται από αγάπη•

    он -ет страстью αυτόν τον καίει ο πόθος (καημός).

    Большой русско-греческий словарь > пылать

  • 92 разбросать

    παθ. μτχ. παρλθ. χρ. разбросанный, βρ: -сан, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. διασκορπίζω, πετώ άτακτα• διασπείρω•

    разбросать навоз διασκορπίζω την κόπρο•

    разбросать сено σκορπίζω το χορτάρι•

    разбросать семена διασκορπίζω τους σπόρους•, разбросать бумаги σκορπίζω τα χαρτιά.

    2. απλώνω, αοίγω(τα χέρια, τα πόδια).
    3. ξοδεύω, δαπανώ άσκοπα• σπαταλώ, σκορπώ•

    -все деньги σκορπώ όλα τα χρήματα•

    разбросать на ветер εξανεμίζω•

    разбросать по всему свету σκορπίζω στα τέσσερασημεία του ορίζοντα.

    1. αγαπώ να ρίχνω• με τραβά η ρίψη.
    2. απλώνομαι, τεντώνομαι. || σκορπίζομαι.
    3. εκτείνομαι, είμαιδιασκορπισμένος, διεσπαρμένος•

    город разбросатьлея на далкое расстояние η πόλη εκτείνονταν σε μεγάλη απόσταση.

    4. ασχολούμαι, καταπιάνομαι με πολλές δουλείες• αποσπωμαι.

    Большой русско-греческий словарь > разбросать

  • 93 разгромить

    -млю, -мишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. разгромленный, βρ: -лен, -а, -о κ. разгромленный, βρ: -лен, -лена, -лено
    ρ.σ.μ.
    1. (κατα)συντρίβω, τσακίζω, νικώ κατά κράτος• πατάσσω.
    2. καταστρέφω• ερειπώνω• ερημώνω•

    -город καταστρέφω την πόλη•

    разгромить страну ερημώνω τη χώρα.

    Большой русско-греческий словарь > разгромить

  • 94 разрастись

    -сттся, παρλθ. χρ. разросся, -лась, -лось
    ρ.σ.
    1. αυξαίνομαι, μεγαλώνω,αναπτύσσομαι• πυκνώνω, φουντώνω (για φυτά).
    2. πληθύνομαι•

    город разросся η πόλη μεγάλωσε.

    || δυναμώνω.

    Большой русско-греческий словарь > разрастись

  • 95 разрушить

    -шу, -шешь
    ρ.σ.μ.
    1. καταστρέφω• κατερειπώνω• ερημώνω, ρημάζω•

    землетрясение -ло город ο σεισμός κατέστρεψε την πόλη.

    2. μτφ. εξαρθρώνω, χαρβαλιάζω, ξεχαρβαλώνω• διαλύω, αποσυνθέτω•

    разрушить хозяйство καταστρέφω το νοικοκυριό•

    разрушить государственный аппарат εξαρθρώνω τον κρατικό μηχανισμό.

    3. ανατρέπω, χαλνώ•

    разрушить его планы χαλνώ τα σχέδια του.

    || βλάπτω, φθείρω•

    разрушить здоровье καταστρέφω την υγεία.

    1. καταστρέφομαι, κατεδαφίζομαι• γκρεμίζομαι• χαλνιέμαι. || ερημώνομαι• ερειπώνομαι.
    2. εξαρθρώνομαι, ξε-χαρβαλιάζομαι.
    3. μτφ. ανατρέπομαι, χαλνιέμαι•

    планы -лись τα σχέδια χάλασαν..

    βλάπτομαι, φθείρομαι•

    здоровье -лось η υγεία καταστράφηκε.

    Большой русско-греческий словарь > разрушить

  • 96 раскинуть

    ρ.σ.μ.
    1. βλ. разбросать (2 σημ.).
    2. απλώνω, στρώνω•

    раскинуть ковр απλώνω το χαλί.

    3. (κυρλξ. κ. μτφ.) εκτείνω, εξαπλώνω.
    4. ανοίγω•

    раскинуть палатку ανοίγω τη σκηνή (αντίσκηνο).

    εκφρ.
    раскинуть карты – ρίχνω τα χαρτιά (για μάντεμα)•
    раскинуть умом (мозгами) – σκέφτομαι, συλλογίζομαι, καλομελετώ.
    1. βλ. разбросаться (2 σημ.).
    2. εκτείνομαι, απλώνομαι•

    впереди нас -лся город μπροστά μας εκτείνονταν η πόλη.

    Большой русско-греческий словарь > раскинуть

  • 97 расположить

    -ложу, -ложишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. расположенный, βρ: -жен, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. τακτοποιώ, διευθετώ, διαρυθμιζω, κανονίζω•

    расположить мебель τακτοποιώ τα έπιπλα•

    по другому διευθετώ αλλιώς (μετατάσσω)•

    слова по алфавиту βάζω τις λέξεις κατά αλφαβητική σειρά.

    || διατάσσω, κάνω διάταξη• τοποθετώ•

    расположить отряд по позициям κάνω διάταξη του τμήματος στις θέσεις•

    расположить полк на отдых в городе βάζω το σύνταγμα για ξεκούραση στην πόλη.

    || διαθέτω, προγραμματίζω.
    2. διαθέτω ευνοίκά• προδιαθέτω• κατευθύνω, προσελκύω•

    чем ты -ил его к себе? πως τον πήρες με το μέρος σου;•

    расположить кого–нибудь в свою пользу προσελκύω κάποιον με το μέρος μου.

    1. εγκα-τασταίνομαι• τοποθετούμαι•

    расположить лагерем στρατοπεδεύω, στρατωνιζομαι • καταυλίζομαι.

    || τακτοποιούμαι, βολεύομαι. || κάθομαι, πιάνω θέση. || εκτείνομαι•

    город -лся на склоне горы η πόλη ήταν χτισμένη στην πλαγιά του βουνού.

    2. προτίθεμαι, σκοπεύω, σχεδιάζω.

    Большой русско-греческий словарь > расположить

  • 98 родной

    επ.
    1. γνήσιος, καθαρός• πραγματικός•

    родной отец πραγματικός πατέρας (όχι πατριός)•

    -ая мать πραγματική μάνα (όχι μητριά)•

    брат γνήσιος (καθ εαυτού) αδερφός.

    || συγγενής.
    2. ουσ. πλθ. -ые οι συγγενείς•

    у него нет -ых αυτός δεν έχει συγγενείς•

    дальние -ые μακρινοί συγγενείς.

    3. της γέννησης•

    родной край, -ая сторона η ιδιαίτερη πατρίδα, η γενέτειρα•

    родной город η γενέτειρα πόλη•

    -ое село το χωριό που γεννήθηκα, χωριό-γενέτειρα.

    4. αγαπητός, ακριβός, προσφιλής• εγκάρδιος• επιστήθιος. || (κλήση, προσφώνηση)• αγαπητέ, καλέ, φίλτατε.
    εκφρ.
    родной язык – μητρική γλώσσα.

    Большой русско-греческий словарь > родной

  • 99 сблизить

    сближу, сблизишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. сближенный, βρ: -жен, -а, -о ρ.σ.μ.
    1. πλησιάζω, ζυγώνω, σιμώνω, προσεγγίζω παραθέτω•

    сблизить ветви дерева πλησιάζω τα κλαδιά του δέντρου•

    сблизить электроды πλησιάζω τα ηλεκτρόδια•

    сблизить ножки циркуля συγκλίνω τα σκέλη του διαβήτη.

    || συνδέω• συνδυάζω•

    сблизить науку и производство συνδυάζω την επιστήμη με την παραγωγή•

    сблизить теорию с практикой συνδυάζω τη θεωρία με την πράξη.

    || συνδέω, ενώνω•

    одинаковые интересен -ли нас τα ίδια (κοινά) συμφέροντα μας συνέδεσαν.

    2. εξαλείφω μερικά τη διαφορά• μικραίνω τη διαφορά•

    сблизить умственный труд с физическим μικραίνω τη διαφορά μεταξύ πνευματικής και χειρονακτικής εργασίας•

    сблизить город с деревней εξαλείφω τη μεγάλη διαφορά της πόλης και του χωριού.

    1. πλησιάζω, έρχομαι κοντά, κοντοζυγώνω, σιμώνω, προσεγγίζω.
    2. μτφ. αποκτώ συνάφεια ή σύνδεση, συσχετίζομαι• συνδέομαι, ενώνομαι. || αποκτώ ομοιότητα, προσομοιάζω

    Большой русско-греческий словарь > сблизить

  • 100 сдать

    ρ.σ.μ.
    1. παραδίνω•

    сдать вещи на хранение παραδίνω τα πράγματα για διαφύλαξη•

    сдать станок в отличном состоянии παραδίνω την εργατομηχανή σε άριστη κατάσταση•

    сдать дежурство παραδίνω την υπηρεσία. сдать позицию παραδίνωτη θέση•

    сдать оружие παραδίνω το όπλο•

    сдать город παραδίνω την πόλη.

    || δίνω•

    сдать кровь на анализ δίνω αίμα για εξέταση•

    сдать экзамены δίνω εξετάσεις•

    сдать землю в аренту νοικιάζω τη γη.

    2. επιστρέφω, γυρίζω•

    сдать книги в библиотеку δίνω πίσω τα βιβλία στη βιβλιοθήκη•

    сдать сдачу δίνω τα ρέστα.

    3. μοιράζω, διανέμω (παιγνιόχαρτα).
    4. μειώνω, ελαττώνω, λιγοστεύω (ένταση, ρυθμό κ.τ.τ.)•.
    5. αδυνατίζω, ενδίδω, εξασθενίζω• γεράζω. || (για μηχανές) χαλώ, παθαίνω βλάβη.
    1. παραδίνομαι•

    крепость -лась το φρούριο (οχυρό) παραδόθηκε•

    армия -лась ο στρατός παραδόθηκε•

    сдать в плен παραδίνομαι αιχμάλωτος.

    2. ενδίδω, υποχωρώ (σε παρακλήσεις κ.τ.τ.),

    Большой русско-греческий словарь > сдать

См. также в других словарях:

  • город — Столица, крепость. См. житель, место.. ни к селу, ни к городу, съездить Харьковской губернии в город Мордасов... Словарь русских синонимов и сходных по смыслу выражений. под. ред. Н. Абрамова, М.: Русские словари, 1999. город городец, городище,… …   Словарь синонимов

  • Город — Государство * Армия * Война * Выборы * Демократия * Завоевание * Закон * Политика * Преступление * Приказ * Революция * Свобода * Флот Власть * Администрация * Аристократия …   Сводная энциклопедия афоризмов

  • ГОРОД — ГОРОД, а, мн. а, ов, муж. 1. Крупный населённый пункт, административный, торговый, промышленный и культурный центр. Портовый г. За городом жить (в пригородной местности). За город поехать (в пригородную местность). За городом (вне города). 2.… …   Толковый словарь Ожегова

  • ГОРОД — населенный пункт, имеющий статус города, характеризуется, как правило, значительной численностью населения, основную часть которогосоставляют рабочие, служащие и члены их семей, занятые вне сельскохо зяйственного производства. Словарь финансовых… …   Финансовый словарь

  • ГОРОД — ГОРОД, населенный пункт, жители которого заняты, как правило, вне сельского хозяйства. Отнесение населенного пункта к категории город оформляется в законодательном порядке; при этом критерий численности населения города различается от 250 человек …   Современная энциклопедия

  • ГОРОД — населенный пункт, жители которого заняты, как правило, вне сельского хозяйства. Отнесение населенного пункта к категории город оформляется в законодательном порядке; при этом критерий численности населения города различается от 250 человек в… …   Большой Энциклопедический словарь

  • город — город, род. города; мн. города. В сочетании с предлогом «за»: за город, за городом (в знач. «в пригородную местность, в пригородной местности»); за город, за городом (в знач. «за чертой, по ту сторону города») …   Словарь трудностей произношения и ударения в современном русском языке

  • ГОРОД — 1. ГОРОД1, города, мн. города, муж. Крупный населенный пункт, управляемый по особому положению, административный, промышленный и торговый центр. Важнейшие города РСФСР Москва и Ленинград. ❖ Зеленый город см. зеленый. 2. ГОРОД2, города, мн. города …   Толковый словарь Ушакова

  • ГОРОД — 1. ГОРОД1, города, мн. города, муж. Крупный населенный пункт, управляемый по особому положению, административный, промышленный и торговый центр. Важнейшие города РСФСР Москва и Ленинград. ❖ Зеленый город см. зеленый. 2. ГОРОД2, города, мн. города …   Толковый словарь Ушакова

  • город — Населённый пункт, выполняющий промышленные, транспортные, торговые, научные, культурные, административно политические или курортные функции и отвечающий по своей величине, структуре населения, характеру застройки и благоустройства определённым… …   Справочник технического переводчика

  • ГОРОД — населенный пункт, жители которого заняты, как правило, вне сферы сельского хозяйства. Отнесение населенного пункта к категории Г. оформляется в законодательном порядке. В РФ Г. одна из административно территориальных единиц, в рамках которых… …   Юридический словарь

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»