Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

в+ту+же+ночь

  • 61 просвистеть

    ρ.σ.
    1. σφυρίζω•

    просвистеть три раза σφυρίζω τρεις φορές•

    пуля -ла над головой η σφαίρα σφύριξε πάνω από το κεφάλι.

    2. τραγουδώ σφυριχτά.,
    3. σφυρίζω• τραγουδώ• κελαηδώ (για ένα χρον. διάστημα)•

    соловей -л • всю ночь το αηδόνι κελάηδησε όλη τη νύχτα.

    Большой русско-греческий словарь > просвистеть

  • 62 проскрипеть

    -шло, -пишь
    ρ.σ.
    1. τρίζω. || μτφ. ομιλώ, λέγω με τρεμουλιαστή φωνή.
    2. τρίζω (για ένα χρον. διάστημα)•

    проскрипеть всю ночь τρίζω όλη τη νύχτα.

    3. μτφ. ζω•

    проскрипеть сотню лет ζω εκατό χρόνια.

    Большой русско-греческий словарь > проскрипеть

  • 63 прочитать

    ρ.σ.μ.
    1. βλ. читать.
    2. διαβάζω (για ένα χρον. διάστημα)•

    он -ал всю ночь αυτός διάβασε όλη τη νΰχτα.

    Большой русско-греческий словарь > прочитать

  • 64 прошить

    ρ.σ.
    1. ράβω•

    прошить подошву ράβω σόλα.

    || γαζώνω• συρράπτω, συρράβω• κορδελιάζω, ρέλι άζω, φελιάζω.
    2. (για μέταλλα) τρυπανίζω, τρυπώ.
    3. μτφ. κατατρυπώ με σφαίρες, γαζώνω.
    4. ράβω (για ένα χρον. διάστημα)•

    прошить всю ночь ράβω όλη τη νύχτα.

    Большой русско-греческий словарь > прошить

  • 65 свежий

    επ., βρ: свеж, -а, -о.
    1. φρέσκος, νωπός•

    -ее мясо φρέσκο κρέας•

    -ее масло το φρέσκο βούτυρο•

    -ие яйца φρέσκα αυγά.• -ая рыба φρέσκο ψάρι•

    -ие огурцы φρέσκα αγγουράκια.

    || αχρησιμοποίητος•

    -ие простыни φρεσκοπλυμένα σεντόνια•

    запрягать -их лошадей ζεύω ξεκούραστα άλογα.

    || καθαρός•

    выходить на свежий воздух βγαίνω στον καθαρό (φρέσκο) αέρα.

    || μτφ. αναζωογονεμένος, φρεσκάτος•

    я проснулся совсем свежий ξύπνησα εντελώς φρεσκάτος.

    2. κρυαδεράς, κρυούτσικος, ψυχρουτσι-κος•

    ночь была -а η νύχτα ήταν κρυαδερή.

    || νεαρός, τρυφερός•

    -ая листва φρέσκο φύλλωμα.

    || μτφ. με ζωντάνια• ζωηρός.
    3. γερός, με ευεξία.
    4. πρόσφατος (όχι παλαιός)•

    след φρέσκο ίχνος•

    -ая могила φρέσκος τάφος•

    свежий номер журнала τελευταίο νούμερο του περιοδικού•

    -ие новости οι τελευταίες ειδήσεις.

    || καινούριος, νέος, άγνωστος, πρω-τοείδωτος, πρωτοφανέρωτος.

    Большой русско-греческий словарь > свежий

  • 66 скоро

    επίρ.
    1. γρήγορα, γοργά, ταχιά.
    2. σύντομα, σε λίγο•

    скоро ночь σε λίγο θα νυχτώσει.

    Большой русско-греческий словарь > скоро

  • 67 спать

    сплю, спишь, παρλθ. χρ. спал, -ла, -ло, μτχ. ενστ. спящий
    ρ.δ.
    1. κοιμούμαι•

    глубоким сном κοιμούμαι βαθιά•

    я всю ночь не спал όλη τη νύχτα δε κοιμήθηκα•

    мне хочется θέλω να κοιμηθώ.

    || (για νεκρούς)• αναπαύομαι.
    2. μτφ. είμαι νωθρός, νωχελής, οκνός, νωθρεύω, οκνεύω•

    а ты не спи, действуй ε μην κοιμάσαι (μη οκνεύεις), δράσε (κουνήσου).

    3. (για συνουσία) συγκοιμούμαι, πλαγιάζω μαζί.
    εκφρ.
    спать и (во сне) видеть – θέλω πολύ, επιθυμώ σφόδρα, πεθαίνω, ψοφώ.
    κοιμούμαι• θέλω να κοιμηθώ.

    Большой русско-греческий словарь > спать

  • 68 стать

    стану, станешь ρ.σ.
    1. στέκομαι όρθιος, στέκομαι, ίσταμαι•

    стать у стены στέκομαι στον τοίχο•

    стать у дверях στέκομαι στην πόρτα•

    стать в очередь στέκομαι στη σειρά•

    стать на пост στέκομαι στο πόστο.

    || σηκώνομαι, εγείρομαι•

    стать на ноги σηκώνομαι στα πόδια (όρθιος)•

    стать на колени στέκομαι στα γόνατα.

    2. οτα.\ίατίύ, σταθμεύω•

    стать легерем στρατοπεδεύω•

    стать на ночовку σταθμεύω για διανυκτέρευση.

    || καταλαβαίνω, πιάνω θέση (για μάχη).
    3. μτφ. παίρνω θέση, τοποθετώ τον εαυτό μου.
    4. ξεσηκώνομαι (για αγώνα)•

    стать на защиту угнетнных ξεσηκώνομαι για υπεράσπιση των καταπιεζομένων.

    || ανατέλλω• βγαίνω• ανεβαίνω, υψώνομαι•

    месяц стал высоко το φεγγάρι ανέβηκε ψηλά.

    || παλ. αρχίζω• σηκώνομαι•

    стал ветер σηκώθηκε άνεμος•

    стала буря σηκώθηκε θύελλα•

    -ли волны σηκώθηκαν κύματα.

    || (διαλκ.) επέρχομαι, γίνομαι•

    -ла ночь νύχτωσε•

    скоро холод станет γρήγορα θα αρχίσει το κρύο.

    5. σταματώ, ανακόπτω (κίνηση, πορεία)•

    полк стал το σύνταγμα σταμάτησε.

    || παύω•

    часы -ли το ρολόγι σταμάτησε, έπαψε να λειτουργεί•

    мотор стал το μοτέρ σταμάτησε•

    стать работу σταματώ τη δουλειά.

    || (για ποτάμι) παγώνω. || (για πάγο) σχηματίζομαι, γίνομαι κατάλληλος (για χιονοδρομία).
    6. (απλ.) στοιχίζω.
    εκφρ.
    стать во главе – μπαίνω επικεφαλής•
    стать между кем – μπαίνω στη μέση (παρακινώ τον έναν κατά του άλλου)•
    стать на квартиру к комуβλ. встать на квартиру; стать на лд αρχίζω να παγοδρομώ•
    стать на лыжи – αρχίζω χιονοδρομία με σκι•
    стать на путьβλ. встать на путь• стать на учт είμαι γραμμένος (στον κατάλογο μιας οργάνωσης)•
    стать на якорь – στσ.μσ.τώ, ρίχνω άγκυρα•
    стать у власти – παίρνω την εξουσία.
    стану, станешь ρ.σ.
    1. (ως συνδετικό ρ. στο περιφραστικό κατηγόρημα)• αρχίζω• γίνομαι•

    я стал писать άρχισα να γράφω•

    он стал агрономом αυτός έγινε αγρονόμος.

    2. η οριστική του ενεστώτα σχηματίζει το μέλλοντα διαρκή αντί του «буду», «будешь»•, я не стану есть δε θα τρώγω•

    я не стану слушать δε θαυπακούω.

    3. συμβαίνω, λαβαίνω χώρα, γίνομαι• αποβαίνω.
    4. απρόσ. υπάρχω. || (με αρνητ ικό μόριο) δε θα υπάρχω, θα έχω πεθάνει•

    тогда меня не -нет τότε εγώ δε θα ζω.

    5. παλ. αρκώ, φτάνω•

    табак у меня -нет ο καπνός εμένα θα μου φτάσει.

    εκφρ.
    стало бытьκ. (απλ.)• стало (παρνθ. λ.) συνεπώς• δηλαδή•
    - ло быть вам не хочется работать – δηλαδή δε θέλεις να δουλέψεις•
    стать нет с кого ή от кого – (απλ.) απ αυτόν όλα να τα περιμένεις.
    βλ. ρ. ενεργ. φ. (3 σημ.).
    -и, γεν. πλθ. -ей θ.
    1. κορμοστασιά, παράστημα• σουλούπι, φιγούρα.
    2. μτφ. χαρακτήρας, ιδιότητα, ψυχοσύνθεση.
    3. (ως κατηγ.) είναι ευπρεπές. || χρησιμότητα, ανάγκη. || (με το αρνητικό μόριο не)• δεν ταιριάζει, δεν αρμόζει, δεν πρέπει,
    εκφρ.
    под стать – α) ομοιάζω με, όμοιος με σαν. β) ανάλογα, αντίστοιχα• παράλληλα.

    Большой русско-греческий словарь > стать

  • 69 стлать

    стелю, стелешь
    ρ.δ.μ.
    1. στρώνω•

    -ковр на пол στρώνω το χαλί στο πάτωμα•

    постель στρώνω το κρεβάτι.

    2. απλώνω•

    стлать лн απλώνω το λινάρι.

    3. φτιάχνω•

    стлать пол φτιάχνω (στρώνω) το πάτωμα, σανιδώνω το πάτωμα• πατώνω.

    1. στρώνομαι. || απλώνομαι, εκτείνομαι.
    2. (απλ.) στρώνω το κρεβάτι μου•

    на ночь ετοιμάζω το κρεβάτι μου.

    Большой русско-греческий словарь > стлать

  • 70 стоять

    стою, стоишь, προστκ. стой.
    επιρ. μτχ. стоя
    ρ.δ.
    1. στέκομαι ορθός•

    стоять у окна στέκομαι όρθιος στο παράθυρο•

    стоять перед зеркалом στέκομαι μπροστά στον καθρέφτη.

    || στηρίζομαι•

    стоять на ногах στέκομαι στα πόδια•

    -на коленях στέκομαι στα γόνατα•

    стоять на цыпочках στέκομαι στα δάχτυλα•

    стоять на голове στέκομαι στο κεφάλι (με τα πόδια άνω)•

    стоять на на руки στέκομαι (στηριζόμενος) στα χέριο: (με τα πόδια άνω)•

    волосы -ят дыбом τα μαλλιά στέκονται ορθωμένα.

    2. εκτελώ κάτι όρθιος•

    стоять у станка εργάζομαι όρθιος στη εργα-τομηχανή•

    стоять на посту στέκομαι στο πόστο•

    -в карауле στέκομαι στο καραούλι(σκοπιά, παρατηρητήριο)•

    стоять на молитве προσεύχομαι όρθιος.

    3. καταλύω, σταθμεύω•

    стоять лагерем στρατοπεδεύω• κατασκηνώνω;

    4. (στρατ.) παίρνω μέρος, υπερασπίζω•

    стоять на обороне παίρνω μέρος στην άμυνα.

    || αμύνομαι, κρατώ γερά•

    насмерть αμύνομαι μέχρι εσχάτων.

    || μτφ. είμαι υπέρ• με το μέρος• υπερασπίζω•

    стоять за мир υπερασπίζω την ειρήνη•

    стоять за народ υπερασπίζω το λαό,

    μτφ. είμαι της γνώμης, επιμένω στη γνώμη μου, είμαι σταθερός στη γνώμη μου ή την άποψη μου.
    5. (με το αρνητικό μόριο не) δεν τσιγκουνεύομαι, δε λυπάμαι.
    6. στέκομαι, είμαι, βρίσκομαι•

    лстица -ит у стены η σκάλα στέκεται στον τοίχο•

    печка -ит в углу η θερμάστρα είναι στη γωνία.

    7. ορθώνομαι εγείρομαι•

    перед нами -ят большие идеалы μπροστά μας στέκονται (ορθώνονται μεγάλα ιδανικά (ιδεώδη).

    8. μτφ. είμαι, κατέχω θέση, βρίσκομαι•

    у честного человека труд -ит на первом месте για τον τίμιο άνθρωπο η εργασία κατέχει την πρώτη θέση ή βρίσκεται στην πρώτη γραμμή.

    || κυρλξ. κ. μτφ. στηρίζομαι•

    дом -ит на фундаменте το σπίτι στηρίζεται στα θεμέλια•

    государство -ит на солдате το κράτος στηρίζεται στο στρατιώτη.

    || υπάρχω, είμαι•

    на бумаге -ит печать στο χαρτί (έγγραφο) υπάρχει σφραγίδα.

    10. κυρλξ. κ. μτφ. ακινητώ•

    вода в пруду всегда -ит το νερό στη δεξαμενή πάντοτε μένει ακίνητο (στέκεται)•

    время не -ит ο χρόνος κυλάει•

    работа -ит η δουλειά σταματά.

    11. είμαι (για κατάσταση)•

    -ит жара είναι ζέστη•

    комнаты -ят пустыми τα δωμάτια είναι άδεια•

    -ит тишина είναι ησυχία•

    погода -ит холодная ο καιρός είναι ψυχρός•

    -ял полдень ήταν μεσημέρι•

    -ло лето ήταν καλοκαίρι•

    -ла ночь ήταν νύχτα.

    || δείχνω•

    барометр -ит на „ясно το βαρόμετρο δείχνει αίθριος.

    12. διατηρούμαι, κρατώ•

    варенье может стоять долго το γλυκό του κουταλιού μπορεί να διατηρηθεί πολύν καιρό.

    13. δε λειτουργώ•

    часы стоять το ρολόι δε δουλεύει (είναι σταματημένο).

    || μτφ. δεν προχωρώ• δεν προοδεύω, δεν πάω μπροστά•

    работа -ит η δουλειά δεν προχωρεί.

    14. προστκ. стой(те) σταμάτα, -τάτε.
    εκφρ.
    стоять во главе – α) είμαι επικεφαλής, β) αρχηγεύω, είμαι, αρχηγός•
    стоять за спиной; стоять за кем:
    α) έχω στην καμπούρα μου• за моей спиной -ят шестьдесят лет – στην καμπούρα μου έχω εξήντα χρόνια.
    β) κρύβομαι, πίσω από κάποιον (προστατεύω, καθοδηγώ κρυφά)•
    стоять на карте ή на кону – επαφίεμαι στην τύχη•
    стоять на реальной ή тврдой почве – πατώ γερά, στηρίζομαι σταθερά•
    стоять над чьей душой; над кем – στέκομαι πάνω από το κεφάλι κάποιου (ενοχλώ), γίνομαι φόρτωμα σε κάποιον•
    стоять у власти – ασκώ την εξουσία, εξουσιάζω(κυβερνώ)•
    стоять у ворот ή у порога – πλησιάζω πολύ, επί θύραις•
    стоять близко к кому и стоять близко, около кого – α) συσχετίζομαι, συνδέομαι στενά, β) πρόσκειμαι•
    стоять вше кого – στέκομαι πάνω από κάποιον (είμαι ανώτερος κάποιου)•
    стоять выше чего – στέκομαι πάνω από κάτι (δε δίνω σημασία, προσοχή).

    Большой русско-греческий словарь > стоять

  • 71 тёмный

    επ., βρ: тмен, темна, темно κ. (απλ.) темно.
    1. σκοτεινός•

    -ая ночь σκοτεινή (σκοταδερή) νύχτα•

    -ая комната σκοτεινό δωμάτιο•

    -ое царство το σκοτεινό βασίλειο•

    тёмный очень тёмный ζοφερός, θεοσκότεινος.

    2. σκούρος, αμαυρός, μαυριδερός•

    -ые волосы σκούρα μαλλιά•

    -ое платье σκούρο φόρεμα.

    || βαθύχρωμος.
    3. μτφ. μαύρος, άχαρος, δύστυχος•

    -ые годы фашистской оккупации τα μαύρα χρόνια της φασιστικής κατοχής.

    4. κακός, φαύλος-άσχημος•

    -ке деяния σκοτεινά έργα•

    -ые мысли σκοτεινές σκέψεις•

    -ые дела σκοτεινές υποθέσεις.

    5. ασαφής, ακατάληπτος, ακατανόητος, θολός•

    -ые места в книге σκοτεινά σημεία στο βιβλίο•

    -ые намки σκοτεινοί (ακαθόριστοι) υπαινιγμοί.

    || παλ. άγνωστος, ασήμαντος, απλός•

    тёмный человек ασήμαντος άνθρωπος.

    6. μτφ. αγράμματος, απολίτιστος, καθυστερημένος.
    7. ουσ. -ая θ. σκοτεινό κρατητήριο, το μπουντρούμι.
    εκφρ.
    - ая мука – το χοντράλευρο•
    - ое пятно – μαύρη κηλίδα ή στίγμα (καταισχύνη)•
    - ым-темно – θεοσκόταδο, τρισκόταδο, ζόφος, έρεβος•
    от темна до темна; с темна до темна – (απλ.) από τη νύχτα το πρωί ως τη νύχτα το βράδυ•
    темна вода во облацех – θολό νόημα, ασαφές, ακατάληπτο.

    Большой русско-греческий словарь > тёмный

  • 72 тихий

    επ., βρ: тих, -а, -о; тише, тишайший.
    1. σιγανός, -λός, σιγηλός•

    -ая песня σιγανό τραγούδι•

    тихий ветерок σιγανό αεράκι (αύρα)•

    тихий стук σιγανό χτύπημα•

    тихий голос σιγανή φωνή.

    2. ήσυχος, αθόρυβος, ήρεμος•

    -ая ночь ήσυχη νύχτα•

    -ая река ήσυχο ποτάμι.

    3. μτφ. φρόνιμος•

    тихий человек ήσυχος άνθρωπος.

    4. σιωπηρός, αμίλητος.
    5. γαλήνιος, -μένος•

    море было -ое η θάλασσα ήταν γαληνεμένη.

    6. αργός, βραδύς•

    тихий ход αργό βάδισμα, βραδυπορεία.

    εκφρ.
    - ое помешательство – ελαφρό σκαρτάρισμα, ελαφρά φρενοβλάβεια•. тихий час ώρα ανάπαυσης (στα νοσοκομεία, παιδικούς σταθμούς)• η μετά το γεύμα ανάπαυση.

    Большой русско-греческий словарь > тихий

  • 73 тревожный

    επ., βρ: -жен, -жна, -жно.
    1. ανήσυχος, φοβισμένος• ταραγμένος• εφιαλτικός--ые мысли ανήσυχες σκέψεις•

    тревожный голос φοβισμένη φωνή•

    тревожный взгляд φοβισμένο βλέμμα•

    -ая ночь εφιαλτική νύχτα.

    2. ανησυχαστικός, ανησυχητικός•

    -ые вести ανησυχητικές ειδήσεις•

    -ые слухи ανησυχητικές φήμες•

    -ое положение ανησυχαστική κατάσταση.

    3. του συναγερμού•

    -сигнал σύνθημα συναγερμού•

    тревожный гудок σειρήνα συναγερμού.

    Большой русско-греческий словарь > тревожный

См. также в других словарях:

  • НОЧЬ — жен. нощь церк. время, когда солнце бывает под закроем (горизонтом), ·противоп. день. При обращении земли, одна сторона ее глядит к солнцу, другая к затине; посему, для каждой точки на земле, своя ночь, как по сроку наступленья, так и по… …   Толковый словарь Даля

  • Ночь в музее 2 — Night at the Museum: Battle of the Smithsonian …   Википедия

  • ночь — сущ., ж., употр. наиб. часто Морфология: (нет) чего? ночи, чему? ночи, (вижу) что? ночь, чем? ночью, о чём? о ночи и в ночи; мн. что? ночи, (нет) чего? ночей, чему? ночам, (вижу) что? ночи, чем? ночами, о чём? о ночах 1. Ночь это часть суток,… …   Толковый словарь Дмитриева

  • Ночь живых трупов — Ночь живых мертвецов Night of the Living Dead Жанр фильм ужасов Режиссёр Джордж Ромеро Продюсер Карл Хардм …   Википедия

  • Ночь живых трупов (фильм) — Ночь живых мертвецов Night of the Living Dead Жанр фильм ужасов Режиссёр Джордж Ромеро Продюсер Карл Хардм …   Википедия

  • Ночь живых мертвецов (фильм — Ночь живых мертвецов (фильм, 1968) У этого термина существуют и другие значения, см. Ночь живых мертвецов. Ночь живых мертвецов Night of the Living Dead …   Википедия

  • "Ночь. I", "Ночь. II", "Ночь. III" — «НОЧЬ. I», «НОЧЬ. II», «НОЧЬ. III», цикл филос. стихов раннего Л. (1830). Поэт мучительно и напряженно ищет разгадку великой тайны жизни и смерти, стремится к самопознанию, определению своего отношения к миру, к Вселенной. В год создания этих… …   Лермонтовская энциклопедия

  • Ночь музеев — «Ночь музеев» в Екатеринбурге в 2009 году Это статья о международной акции музеев. О фильме смотрите статью Ночь в музее Ночь музеев  международная акция, основная цель которой показать ресурс, возможности, потенциал современных …   Википедия

  • ночь — и; предл. о ночи и в ночи; мн. ночи, ей; ж. Часть суток от захода до восхода солнца, от вечера до утра. Наступила н. Три часа ночи. Тёмная, непроглядная, ясная, лунная, звёздная н. Морозная, тёплая, сырая, ненастная, тихая н. Бесконечная н.… …   Энциклопедический словарь

  • НОЧЬ — НОЧЬ, ночи, о ночи, в ночи, мн. ночи, ночей, жен. часть суток, промежуток времени от вечера до утра. «День да ночь сутки прочь.» погов. «В двенадцать часов по ночам из гроба встает барабанщик.» Жуковский. «Микстуру на ночь пьешь.» Некрасов. «Не… …   Толковый словарь Ушакова

  • Ночь пожирателей рекламы — (НПР), («La Nuit des Publivores» , «The Night of the AD Eaters» мировое киношоу, формат которого состоит из показа рекламных роликов, снятых в разное время в разных странах. Уникальность данного проекта заключается в том, что ролики показываются… …   Википедия

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»