Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

в+ту+же+ночь

  • 41 мрачный

    επ., βρ: -чен, -чна, -чно.
    1. σκοτεινός, σκοταδερός•

    -ая ночь σκοτεινή νύχτα (αφέγγαρη, άναστρη).

    || δύσκολος, βαρύς•

    -ые годы δύσκολα χρόνια.

    2. σκυθρωπός, κατηφής• θλιμμένος, μελαγχολικός•

    мрачный взгляд ή взор σκυθρωπό βλέμμα.

    3. δυσάρεστος, επαχθής, μαύρος•

    -ые мысли μαύρες σκέψεις•

    -ое прошлое μαύρο παρελθόν•

    -ое настроение βαρυθυμίά, ζόφος ψυχής, στεγνή μελαγχολία.

    Большой русско-греческий словарь > мрачный

  • 42 на

    на 1
    πρόθ. με αιτ. και, προθτ.
    1. επάνω, επί, στον, στην, στο κ.τ.τ. положить книгу на стол βάζω το βιβλίο πάνω στο τραπέζι.• на землю, на земле (πάνω) στη γη•

    наклеить марку на конверт κολλώ γραμματόσημο στο φάκελλο•

    на полу, на пол στο πάτωμα•

    на улицу, на улице στο δρόμο•

    на сущу, на суще στην ξηρά.

    2. μέσα, εντός, εις, στον, στην, στο κ.τ.τ. первый работник на селе ο πρωτοπόρος της δουλειάς στο χωριό•

    тоска на сердце θλίψη στην καρδιά•

    служить на флоте υπηρετώ στο στόλο•

    идти на свадьбу πηγαίνω στο γάμο•

    идти на завод πηγαίνω στο εργοστάσιο•

    пришли на память прошлогодние события ήρθαν στη μνήμη τα περσινά γεγονότα ή θυμήθηκα τα περσινά γεγονότα.

    3. (κατεύθυνση) προς, κατά•

    окна на восток παράθυρα κατά την ανατολή•

    дверь на улицу πόρτα κατά το δρόμο•

    посмотреть на него κοιτάζω προς αυτόν.

    4. (επαφή σύγκρουση) επί, επάνω στον, στην, στο κ.τ.τ. наскочить на забор προσκρούω στον περίβολο•

    наткуться на камень σκοντάφτω στην πέτρα.

    5. (ομοιότητα)• προς, με• σαν•

    беспокойство похожее на страх ταραχή που μοιάζει με φόβο.

    6. (χρόνος)• τον, την, το• στον, στην, στο κ.τ.τ. на 15 июля назначен митинг την (στις) 15 Ιούλη καθορίστηκε συλλαλητήριο•

    на той неделе την ερχόμενη εβδομάδα•

    на следующий день την επόμενη (μέρα)•

    на другое утро το άλλο πρωί•

    на каникулах (σ)τις διακοπές.

    || προς•

    в ночь с 24 на 25 декабря тц νύχτα της 24 προς την 25 Δεκέμβρη.

    || σε•

    со дня на день από μέρα σε μέρα•

    с часу на час από ώρα σε ώρα.

    7. κατά, ως προς•

    мягкий на ощупь μαλακός (κατά) την αφή.

    8. (σκοπός• αφορμή) ως, για, δια•

    подарить на память δωρίζω για ενθύμιο•

    подарок на день рождения δώρο για τα γενέθλια•

    на всякий случай για κάθε ενδεχόμενο•

    деньги на ремонт χρήματα για επισκευή.

    9. (ειδικότητα, επάγγελμα) για•

    буду учиться на лётчика θα μάθω (σπουδάσω) για αεροπόρος.

    10. (αιτία) για, δια•

    спосибо на добром слове ευχαριστώ για τα καλά λόγια.

    11. χάρη, για, προς•

    на славу για δόξα•

    на страх για φόβο•

    родиться на горе γεννιέμαι για πίκρες.

    12. (τρόπο) με, κατά•

    на старинный образец κατά τον παλαιό τύπο (υπόδειγμα)•

    на скаку με καλπασμό, καλπάζοντας κατά τον καλπασμό•

    на бегу τρέχοντας• κατά το τρέξιμο•

    на лету πετώντας, στο πέταγμα, στον αέρα•

    на ходу πηγαίνοντας, βαδίζοντας, κινούμενος.

    || (επί βαθμολογίας) για•

    сдать экзамен на отлично δίνω εξετάσεις (για) άριστα.

    13. (συνθήκες, κατάσταση)• με•

    на пустой ή на голодный желудок με αδειανό το στομάχι.

    || από, εκ•

    на память από μνήμης;

    14. με•

    дверь закрыта на замок η πόρτα είναι κλεισμένη με κλείδωνιά•

    она одета на меху αυτή είναι ντυμένη με γούνα•

    ходить на костылях βαδίζω με τα δεκανίκια•

    жарить на масле τηγανίζω με λάδι•

    мы поедем на пароходе θα ταξιδέψομε με το πλοίο•

    играть на деньги παίζω με χρήματα.

    15. (αύξηση, μείωση, διαίρεση κλπ.) περί, κατά•

    продвинуться на 200 метров προωθούμαι κατά 200 μέτρα•

    на 10 лет моложе брата κατά δέκα χρόνια μικρότερος από τον αδερφό.

    || (για ποσοτική διαφορά) κατά, για•

    я опоздал на 10 минут εγώ άργησα κατά 10 λεπτά•

    отступить на два шага υποχωρώ κατά δυο βήματα.

    16. εναντίον, κατά•

    жаловаться на директора παραπονούμαι κατά του διευθυντή.

    || μπροστά, εμπρός•

    это про-изходило на моих глазах αυτό γινόταν μπροστά στα μάτια μου.

    17. (αφθονία, πλήθος) επί, επάνω•

    ухаб на ухабе πλήθος λακκούβες, η μιά κοντά στην άλλη•

    дыра на дыре τρύπα στην τρύπα (η μια κοντά στην άλλη).

    на 2
    (μόριο με σημ. κατηγ.) να (πάρε, πιάσε)•, возьми να, πάρε•, лови να, πιάσε•, это тебе να, αυτό είναι για σένα.
    εκφρ.
    вот (тебе и) наκ. (απλ.) вот те на (για κάτι απροσδόκητο, παράξενο) να λοιπόν, νάτα μας, αυτό μας έλειπε ακόμα•
    на-ка (-поди); (да и) на-поди – (απλ.) (για αγανάκτηση)1 ωρίστε μας.

    Большой русско-греческий словарь > на

  • 43 напролёт

    επίρ.
    αδιάκοπτα, ασταμάτητα, αδιαλείπτως, συνεχώς•

    всю ночь напролёт ολονύκτια, ολονυχτίς•

    весь день напролёт ολοήμερα, ολημερίς.

    Большой русско-греческий словарь > напролёт

  • 44 непроглядный

    επ., βρ: -ден, -дна, -дно; κατασκότεινος, ζοφερός, ερεβώδης•

    -ая ночь κατασκότεινη νύχτα•

    -ая тьма (тмень) πηχτό σκοτάδι.

    Большой русско-греческий словарь > непроглядный

  • 45 облачный

    επ., βρ: -чен, -чна, -чно
    νεφελώδης, νεφελοσκεπής, νεφώδης, συννεφώδης, συννεφιασμένος•

    -ая погода συννεφιασμένος καιρός•

    -ая ночь συννεφιασμένη νύχτα•

    сегодня -о σήμερα είναι συννεφιά.

    Большой русско-греческий словарь > облачный

  • 46 опустить

    опущу, опустишь,те. μτχ. παρλθ. χρ. опущенный, βρ: -щен, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. κατεβάζω•

    опустить флаг κατεβάζω τη σημαία•

    опустить штору κατεβάζω το στόρι,• опустить паруса κατεβάζω τα πανιά•

    опустить опять ξανακατεβάζω.

    || χαμηλώνω•

    голову κατεβάζω το κεφάλι•

    опустить глаза, взор χαμηλώνω τα μάτια, το βλέμμα.

    || χαλαρώνω•

    подводья у лошади χαλαρώνω το χαλινό του αλόγου.

    || αποθέτω, απιθώνω.
    2. ρίχνω•

    опустить письмо в -почтовый ящик ρίχνω το γράμμα στο γραμματοκιβώτιο.

    || βάζω, χώνω•

    опустить руку в карман χώνω το χέρι στη τσέπη.

    || βυθίζω•

    опустить руку в воду βυθίζω το χέρι στο νερό.

    3. κλείνω κατεβάζοντας•

    опустить крышку рояля κλείνω το κάλυμμα του πιάνου•

    опустить занавес в сцене κλείνω την αυλαία της σκηνής.

    4. παραλείπω•

    излишнее в сочинении παραλείπω το περιττόν στο γραπτό έργο.

    || αφήνω να ξεφύγει•

    опустить удобный случай αφήνω να μου ξεφύγει η κατάλληλη ευκαιρία.

    εκφρ.
    опустить перпендикуляр – (μαθ.) φέρω (τραβώ) κάθετη.
    1. κατεβαίνω κατέρχομαι. || γέρνω, κλίνω χαμηλώνω•

    голова -лась на грудь το κεφάλι έγειρε (κρέμασε) ως το στήθος.

    || κάθομαι, πέφτω ξαπλώνω•

    на колени γονατίζω•

    опустить на диван ξαπλώνω στο ντιβάνι.

    || βυθίζομαι, πηγαίνω στον πάτο. || μτφ. ξαπλώνομαι, πέφτω•

    ночь -лясь η νύχτα έπεσε, νύχτωσε•

    сумерки -лись σουρούπωσε•

    туман -лась на долину ομίχλη έπεσε στην κοιλάδα.

    2. κλείνομαι•

    занавес -лась η αυλαία έκλεισε (έπεσε).

    3. αδιαφορώ για την εξωτερική εμφάνιση, ατημελώ ρεμπελεύω. || ξεπέφτω ηθικά.
    4. παθαίνω καθίζηση, κάθομαι• κατολισθαίνω (για έδαφος).
    εκφρ.
    опустить на дно – εξαθλιώνομαι, εξαχρειώνομαι, γίνομαι κατακάθι της κοινωνίας.

    Большой русско-греческий словарь > опустить

  • 47 пережить

    -живу, -жившь, παρλθ. χρ. пережил
    -жила, пережило, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. пережитый, βρ: -жит, -а, -о κ. пережитый, βρ: -жит, -а, -о
    ρ.σ.
    1. ζω•

    больной не -живёт ночь ο άρρωστος δε θα ζήσει ως το πρωί.

    2. ζω περισσότερο από ένα άλλον. || τρώγω το ψωμί μου χάνω•

    писатель -ил свою литературную славу ο συγγραφέας έχασε τη λογοτεχνική του δόξα.

    3. επιζώ, επιβιώνω. || υπομένω, υποφέρω, αντέχω, βαστώ•

    пережить удар судьбы αντέχω στο χτύπημα της τύχης (στα βάσανα).

    4. δοκιμάζω, υφίσταμαι•

    я -ил много υπόφερα (πέρασα) πολλά•

    пережить кризис περνώ κρίση•.- сильные огорчения περνώ μεγάλες πίκρες.

    εκφρ.
    пережить (самого) себя – α) αποθανατίζω τον εαυτό μου. β) χάνομαι, σβήνω, παρακμάζω.

    Большой русско-греческий словарь > пережить

  • 48 прекрасный

    επ., βρ: -сен, -сна, -сно.
    1. ωραιότατος, πανέμορφος, πανώριος, πεντάμορφος, πάγκαλος.
    2. θαυμάσιος, εξαίσιος, έξοχος, υπέροχος, λαμπρός.
    3. ουσ. ουδ. -ое το ωραίο, το ιδανικό.
    εκφρ.
    в один прекрасный вечер, ночь, утро – ένα καλό βραδάκι, μια καλή νύχτα, ένα καλά πρωί•
    в один прекрасный день – μια καλή μέρα ή κάποια μέρα•
    ради -ых глаз – για τα μάτια, χάριν του ωραίου (τζάμπα, χάρισμα).

    Большой русско-греческий словарь > прекрасный

  • 49 про...

    I.
    ρηματικό πρόθεμα• δια• με σημ.:
    1. ενέργεια δια μέσου: просеять, протечь.
    2. διάνοιξη (οπής, σχισμής κ.τ.τ.): прорубить, прорезать.
    3. κίνηση πλησίον από κάτι: проехать, пробежать,
    4. ολοκλήρωση της ενέργειας: пропеть.
    5. τέλος της ενέργειας σε ένα χρονικό διάστημα: проработал семь часов εργάστηκα ένα εφτάωρο•

    просидел у соседей всю ночь κάθησα στο γείτονα όλη τη νύχτα προ•

    -спал до вечера κοιμήθηκα ώσπου βράδιασε.

    6. πλήρη ενέργεια (εντελώς): проварить, прогреть.
    7. πλήρη ικανοποίηση ανάγκης ή εξάλειψη αιτιών: прокашляться, проспаться.
    8. ενέργεια που επέφερε βλάβη: прозевать, просчитаться.
    9. φανέρωση, αποκά.λυψη: проболтать.
    II.
    Χρησιμοποιείται για σχηματισμό ουσιαστικών με σημ. μερικής εμφάνισης ή ύπαρξης: прозелень.
    III.
    Χρησιμοποιείται για σχηματισμό ουσιαστικών με σημ.: οπαδός, υποστηριχτής• διαποτισμένος με, βαμμένος•

    профашист βαμμένος φασίστας.

    Большой русско-греческий словарь > про...

  • 50 проблеять

    -еет κ. проблеять
    -ет
    ρ.σ. βελάζω. || βελάζω για ένα χρον. διάστημα•

    баран -ял всю ночь το πρόβατο βέλαζε όλη τη νύχτα.

    Большой русско-греческий словарь > проблеять

  • 51 пробредить

    ρ.σ. παραμιλώ (για ένα χρον. διάστημα)•

    она -ла всю ночь αυτή παραμιλούσε όλη τη νύχτα.

    Большой русско-греческий словарь > пробредить

  • 52 прогореть

    ρ.σ.
    1. καίω, καίομαι•

    дрова в печке -ли τα ξύλα στη θερμάστρα κάηκαν.

    || καίομαι, τρυπιέμαι από το πολύ κάψιμο•

    сковорода -ла το τηγάνι τρύπησε από το πολύ κάψιμο.

    2. μετατρέπομαι σε κάρβουνο, διακαίομαι.
    3. μτφ. χρεοκοπώ, ξεπέφτω, σβήνω. || αποτυχαινω•

    моё путешествие -ло το ταξίδι μου ναυάγισε (δεν πραγματοποιήθηκε).

    4. καίω (για ένα χρον. διάστημα)•

    лампа -ла всю ночь η λάμπα έκαψε όλη τη νύχτα.

    Большой русско-греческий словарь > прогореть

  • 53 прогреметь

    ρ.σ.
    1. μπουμπούν ίζω.
    2. μπουμπουνίζω (ένα χρον. διάστημα)•

    гром -ел всю ночь μπουμπούνισε όλη τη νύχτα.

    Большой русско-греческий словарь > прогреметь

  • 54 прогромыхать

    ρ.σ.
    βλ. громыхать. || βροντώ• μπουμπουνίζω (ένα χρον. διάστημα)•

    орудия -ли всю ночь τα πυροβόλα βρόντησαν όλη την νύχτα.

    Большой русско-греческий словарь > прогромыхать

  • 55 продавить

    ρ.σ.μ. σπάζω•

    продавить локтем стекло σπάζω με τον αγκώνα το τζάμι.

    || συνθλίβω•

    я -ил целую ночь клопов έσπασα όλη τη νύχτα κοριούς.

    σπάζω με το βάρος.

    Большой русско-греческий словарь > продавить

  • 56 прожечь

    -жгу, -жжшь, -жгут, παρλθ. χρ. прожг
    -жгла, -жгло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. прожженный, βρ: -жжн, -жжена, -жжено ρ.σ.μ.
    1. καίω, τρυπώ με την καύση•

    прожечь платье уг-лм, утюгом καίω το φόρεμα με το κάρβουνο, το σίδερο.

    2. μτφ. διαπερνώ, φλογίζω (για αισθήματα).
    3. καθαρίζω με καύση.
    4. ξοδεύω ασυλόγιστα, σπαταλώ. || καίω (για ένα χρονικό διάστημα)•

    прожечь лампу всю ночь καίω τη λάμπα όλη τη νύχτα.

    καίγομαι. || τρυπιέμαι από κάψιμο•

    на рукаве -глась дыра το μανίκι τρύπησε από το κάψιμο.

    Большой русско-греческий словарь > прожечь

  • 57 прокараулить

    ρ.σ.
    βλ. караулить καθώς και με σημ. ενός χρον. διαστήματος•

    прокараулить всю ночь φυλάγω καραούλι όλη τη νύχτα.

    Большой русско-греческий словарь > прокараулить

  • 58 промечтать

    ρ.σ. ονειροπολώ (για ένα χρον. διάστημα)•

    она -ла всю ночь αυτή όλη τη νύχτα ονειροπολούσε.

    Большой русско-греческий словарь > промечтать

  • 59 промяукать

    ρ.σ.
    1. νιαουρίζω, μιαουρίζω.
    2. μιαουρίζω (για ένα χρον. διάστημα)•

    кот -ал всю ночь ο γάτος μιαούριζε όλη τη νύχτα.

    Большой русско-греческий словарь > промяукать

  • 60 пропить

    -пыо, -пьшь, παρλθ. χρ. пропил, пропила, пропило, προστκ. пропей, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. пропитый, βρ: -пит, -а, -о κ. пропитый, βρ: -пит, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. δαπανώ, ξοδεύω, χαλνώ, σπαταλώ στο πιοτί πίνω•

    он -ил своё платье αυτός έπιε και τα ρούχα του ακόμα.

    2. βλάπτω από το πιοτί•

    пропить голос χαλνώ τη φωνή από το πιοτί•

    пропить талант καταστρέφω το ταλέντο με το πιοτί.

    3. πίνω οινοπνευματώδη ποτά (για ένα χρον. διάστημα)•

    пропить всю ночь πίνω όλη τη νύχτα.

    4. παλ. πίνω για τα αρραβωνίσια ή στην υγεία της αρραβωνιασμένης.
    ξοδεύω κλπ. ρ. ενεργ. φωνής.

    Большой русско-греческий словарь > пропить

См. также в других словарях:

  • НОЧЬ — жен. нощь церк. время, когда солнце бывает под закроем (горизонтом), ·противоп. день. При обращении земли, одна сторона ее глядит к солнцу, другая к затине; посему, для каждой точки на земле, своя ночь, как по сроку наступленья, так и по… …   Толковый словарь Даля

  • Ночь в музее 2 — Night at the Museum: Battle of the Smithsonian …   Википедия

  • ночь — сущ., ж., употр. наиб. часто Морфология: (нет) чего? ночи, чему? ночи, (вижу) что? ночь, чем? ночью, о чём? о ночи и в ночи; мн. что? ночи, (нет) чего? ночей, чему? ночам, (вижу) что? ночи, чем? ночами, о чём? о ночах 1. Ночь это часть суток,… …   Толковый словарь Дмитриева

  • Ночь живых трупов — Ночь живых мертвецов Night of the Living Dead Жанр фильм ужасов Режиссёр Джордж Ромеро Продюсер Карл Хардм …   Википедия

  • Ночь живых трупов (фильм) — Ночь живых мертвецов Night of the Living Dead Жанр фильм ужасов Режиссёр Джордж Ромеро Продюсер Карл Хардм …   Википедия

  • Ночь живых мертвецов (фильм — Ночь живых мертвецов (фильм, 1968) У этого термина существуют и другие значения, см. Ночь живых мертвецов. Ночь живых мертвецов Night of the Living Dead …   Википедия

  • "Ночь. I", "Ночь. II", "Ночь. III" — «НОЧЬ. I», «НОЧЬ. II», «НОЧЬ. III», цикл филос. стихов раннего Л. (1830). Поэт мучительно и напряженно ищет разгадку великой тайны жизни и смерти, стремится к самопознанию, определению своего отношения к миру, к Вселенной. В год создания этих… …   Лермонтовская энциклопедия

  • Ночь музеев — «Ночь музеев» в Екатеринбурге в 2009 году Это статья о международной акции музеев. О фильме смотрите статью Ночь в музее Ночь музеев  международная акция, основная цель которой показать ресурс, возможности, потенциал современных …   Википедия

  • ночь — и; предл. о ночи и в ночи; мн. ночи, ей; ж. Часть суток от захода до восхода солнца, от вечера до утра. Наступила н. Три часа ночи. Тёмная, непроглядная, ясная, лунная, звёздная н. Морозная, тёплая, сырая, ненастная, тихая н. Бесконечная н.… …   Энциклопедический словарь

  • НОЧЬ — НОЧЬ, ночи, о ночи, в ночи, мн. ночи, ночей, жен. часть суток, промежуток времени от вечера до утра. «День да ночь сутки прочь.» погов. «В двенадцать часов по ночам из гроба встает барабанщик.» Жуковский. «Микстуру на ночь пьешь.» Некрасов. «Не… …   Толковый словарь Ушакова

  • Ночь пожирателей рекламы — (НПР), («La Nuit des Publivores» , «The Night of the AD Eaters» мировое киношоу, формат которого состоит из показа рекламных роликов, снятых в разное время в разных странах. Уникальность данного проекта заключается в том, что ролики показываются… …   Википедия

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»