Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

в+месте+z

  • 41 надлежащий

    επ. (γραπ. λόγος) πρέπων, αρμόζων, δέων, προσήκων, πρεπόύμενος• ενδεικνυόμενος, ενδεδειγμένος•

    принять -ие меры παίρνω ενδεικνυόμενα μέτρα•

    оказывать кому -ее почтение δείχνω τον προσήκοντα σεβασμό σε κάποιον•

    - им образом ή по -ему όπως πρέπει, όπως αρμόζει, δεόντως, πρεπούμενα•

    надлежащий человек на -ем месте ο κατάλληλος άνθρωπος στην κατάλληλη θέση.

    Большой русско-греческий словарь > надлежащий

  • 42 оказать

    -ажу, -ажешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. оказанный, βρ: -зан, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. (απλ.) βλέπω. || παλ. δείχνω•

    оказать мужество δείχνω αντρεία.

    2. (με μερικά ουσ. σχηματίζει συνδυασμούς με τη σημ. του ουσ..ως ρήμα)•

    оказать влияние επιδρώ•

    оказать помощь βοηθώ•

    оказать доверие εμπιστεύομαι•

    оказать предпочтение προτιμώ•

    оказать сопротивление αντιστέκομαι•

    оказать услугу εξυπηρετώ•

    оказать неуважение δείχνω ασέβεια•

    оказать уважение σέβομαι, δείχνω σεβασμό•

    оказать внимание προσέχω•

    оказать радушный прим υποδέχομαι εγκάρδια•

    оказать давление πιέζω, ασκώ πίεση•

    оказать поддержку υποστηρίζω•

    оказать гостеприимство φιλοζενώ•

    оказать содействие συμβάλλω.

    1. παλ. εκδηλώνομαι, εμφανίζομαι.
    2. βρίσκομαι, υπάρχω•

    никого не -лось дома κανένας δεν υπήρχε στο σπίτι.

    || περιπίπτω, πέφτω•

    он -лся в незнакомом месте αυτός περιέπεσε σε άγνωστο μέρος•

    он -лся в затруднении αυτός περιήλθε σε δυσχερή θέση•

    оказать в опасности βρίσκομαι σε κίνδυνο•

    оказать без работы μένω χωρίς δουλειά.

    3. παρουσιάζομαι, εμφανίζομαι. || δείχνομαι, φαίνομαι. || απρόσ. γίνεται γνωστό, σαφές, φανερό, φαίνεται.

    Большой русско-греческий словарь > оказать

  • 43 провалить

    -валю, -валишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. проваленный, βρ: -лен, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. γκρεμίζω•

    провалить потолок γκρεμίζω την οροφή•

    на половину μισογκρεμίζω.

    2. μτφ. οδηγώ σε αποτυχία, χαλνώ•

    провалить всё дело χαλνώ όλη την υπόθεση.

    || σπαραλιάζω, εξουδετερώνω (γιαπα• ράνομη οργάνωση, παράνομους). || απορρίπτω, δε δέχομαι αποποιούμαι•

    провалить предложение απορρίπτω πρόταση.

    || απορρίπτω μαθητή (στις εξετάσεις).
    3. (απλ.) κινούμαι (κατά μάζες)•

    тучи -ли на восток τα σύννεφα κινήθηκαν κατά την ανατολή.

    1. πέφτω•

    провалить в яму πέφτω στο λάκκο.

    2. γκρεμίζομαι καταρρέω. || σπάζω από το βάρος. || χαλνώ, στραβώνω. || βαθουλώνω, γίνομαι βαθουλός (για μάτια, μάγουλα).
    3. μτφ. αποτυχαίνω πλήρως, ναυαγώ•

    планы -лись τα σχέδια ναυάγησαν.

    || εξουδετερώνομαι σπαραλιάζω (για παράνομες οργανώσεις, παράνομους). || απορρίπτομαι (στις εξετάσεις).
    4. εξαφανίζομαι, χάνομαι, γίνομαι άφαντος εξατμίζομαι.
    5. προστκ. απλ. -ись, -литесь ξεκουμπίσου, -στήτε, γκρεμίσου, -στήτε.
    εκφρ.
    как (точно) сквозь землю -лся – σα να τον κατάπιε η γη (εξαφανίστηκε χωρίς αφήσει ίχνη)•
    -лись я!; провалить на этом (самом) месте! – (απλ.) να πεθάνω εδώ αυτή τη στιγμή! να μην προφτάσω να πάω στο σπίτι! (όρκος).

    Большой русско-греческий словарь > провалить

  • 44 развернуть

    -ну, -ншь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. разврнутый, βρ: -нут, -а, -о ρ.σ.μ.
    1. ξετυλίγω• ξεδιπλώνω• αναπτύσσω• απλώνω•

    бумагу, ковр ξετυλίγω το χαρτί, το χαλί•

    развернуть знамя ξεδιπλώνω τη σημαία•

    деревья -ли почки τα δέντρα έβγαλαν μπουμπούκια (μπουμπούκιασαν).

    || ανοίγω•

    развернуть книгу ανοίγω το βιβλίο•

    развернуть салфетку ανοίγω (ξεδιπλώνω) το πετσετάκι•

    развернуть паруса ανοίγω τα πανιά (ιστία).

    2. ισάζω, ισώνω, κάνω ευθύ•

    развернуть плечи ισώνω τους ώμους.

    3. (στρατ.) αναπτύσσω• παίρνω διατάξεις μάχης•

    развернуть колонну при наступлении αναπτύσσω τη φάλαγγα σε διάταξη επίθεσης.

    4. (στρατ.) μετασχηματίζω, μετατρέπω•

    развернуть бригаду в дивизию μετασχηματίζω την ταξιαρχία σε μεραρχία.

    5. δημιουργώ, φτιάχνω πρόχειρα.
    6. μτφ. αυξαίνω, μεγαλώνω•

    развернуть все свои силы αναπτύσσω όλες τις δυνάμεις μου•

    он блестяще -ул свой талант αυτός λαμπρά ανέπτυξε το ταλέντο του•

    развернуть социалистическое соревнование αναπτύσσω πλέρια τη σοσιαλιστική άμιλλα.

    7. μτφ. εκθέτω λεπτομερώς•

    развернуть план αναπτύσσω λεπτομερώς το σχέδιο.

    1. ξετυλίγομαι• ξεδιπλώνομαι. || ανοίγομαι (στον αέρα). || ανοίγομαι, χωρίζω•

    книга -лась в ин-терсном месте το βιβλίο άνοιξε σε ενδιαφέρον μέρος (σελίδα)•

    покупки -лись τα ψώνια ανοίχτηκαν.

    2. (στρατ.) μετασχηματίζομαι, μετατρέπομαι•

    полк -лся в бригаду το σύνταγμα μετασχηματίστηκε σε ταξιαρχία.

    3. εκτείνομαι, ξαπλώνομαι, ξανοίγομαι• αναπτύσσομαι.
    4. μτφ. προβάλλω, εμφανίζω, δείχνω (τον εαυτό μου, δυνάμεις μου, ικανότητες κ.τ.τ.).
    φέρνομαι ελεύθερα, ξανοίγομαι, δε συστέλλομαι.
    5. αναπτύσσομαι πολύ.
    6. στρίβω, στρέφω, κάνω στροφή, γυρίζω.
    7. (απλ.) βλ. размахнуться.

    Большой русско-греческий словарь > развернуть

  • 45 сохранный

    επ., βρ: -хранен, -хранна, -о)
    1. παλ. διαφυλαγόμενος•

    -ое имущество δι-αφυλαγόμενα πράγματα.

    || διαφυλακτικός, της διαφύλαξης• ασφαλής•

    спрятать в -ом месте κρύβω σε ασφαλές μέρος.

    2. ακέραιος, αβλαβής• άθικτος.

    Большой русско-греческий словарь > сохранный

  • 46 стоять

    стою, стоишь, προστκ. стой.
    επιρ. μτχ. стоя
    ρ.δ.
    1. στέκομαι ορθός•

    стоять у окна στέκομαι όρθιος στο παράθυρο•

    стоять перед зеркалом στέκομαι μπροστά στον καθρέφτη.

    || στηρίζομαι•

    стоять на ногах στέκομαι στα πόδια•

    -на коленях στέκομαι στα γόνατα•

    стоять на цыпочках στέκομαι στα δάχτυλα•

    стоять на голове στέκομαι στο κεφάλι (με τα πόδια άνω)•

    стоять на на руки στέκομαι (στηριζόμενος) στα χέριο: (με τα πόδια άνω)•

    волосы -ят дыбом τα μαλλιά στέκονται ορθωμένα.

    2. εκτελώ κάτι όρθιος•

    стоять у станка εργάζομαι όρθιος στη εργα-τομηχανή•

    стоять на посту στέκομαι στο πόστο•

    -в карауле στέκομαι στο καραούλι(σκοπιά, παρατηρητήριο)•

    стоять на молитве προσεύχομαι όρθιος.

    3. καταλύω, σταθμεύω•

    стоять лагерем στρατοπεδεύω• κατασκηνώνω;

    4. (στρατ.) παίρνω μέρος, υπερασπίζω•

    стоять на обороне παίρνω μέρος στην άμυνα.

    || αμύνομαι, κρατώ γερά•

    насмерть αμύνομαι μέχρι εσχάτων.

    || μτφ. είμαι υπέρ• με το μέρος• υπερασπίζω•

    стоять за мир υπερασπίζω την ειρήνη•

    стоять за народ υπερασπίζω το λαό,

    μτφ. είμαι της γνώμης, επιμένω στη γνώμη μου, είμαι σταθερός στη γνώμη μου ή την άποψη μου.
    5. (με το αρνητικό μόριο не) δεν τσιγκουνεύομαι, δε λυπάμαι.
    6. στέκομαι, είμαι, βρίσκομαι•

    лстица -ит у стены η σκάλα στέκεται στον τοίχο•

    печка -ит в углу η θερμάστρα είναι στη γωνία.

    7. ορθώνομαι εγείρομαι•

    перед нами -ят большие идеалы μπροστά μας στέκονται (ορθώνονται μεγάλα ιδανικά (ιδεώδη).

    8. μτφ. είμαι, κατέχω θέση, βρίσκομαι•

    у честного человека труд -ит на первом месте για τον τίμιο άνθρωπο η εργασία κατέχει την πρώτη θέση ή βρίσκεται στην πρώτη γραμμή.

    || κυρλξ. κ. μτφ. στηρίζομαι•

    дом -ит на фундаменте το σπίτι στηρίζεται στα θεμέλια•

    государство -ит на солдате το κράτος στηρίζεται στο στρατιώτη.

    || υπάρχω, είμαι•

    на бумаге -ит печать στο χαρτί (έγγραφο) υπάρχει σφραγίδα.

    10. κυρλξ. κ. μτφ. ακινητώ•

    вода в пруду всегда -ит το νερό στη δεξαμενή πάντοτε μένει ακίνητο (στέκεται)•

    время не -ит ο χρόνος κυλάει•

    работа -ит η δουλειά σταματά.

    11. είμαι (για κατάσταση)•

    -ит жара είναι ζέστη•

    комнаты -ят пустыми τα δωμάτια είναι άδεια•

    -ит тишина είναι ησυχία•

    погода -ит холодная ο καιρός είναι ψυχρός•

    -ял полдень ήταν μεσημέρι•

    -ло лето ήταν καλοκαίρι•

    -ла ночь ήταν νύχτα.

    || δείχνω•

    барометр -ит на „ясно το βαρόμετρο δείχνει αίθριος.

    12. διατηρούμαι, κρατώ•

    варенье может стоять долго το γλυκό του κουταλιού μπορεί να διατηρηθεί πολύν καιρό.

    13. δε λειτουργώ•

    часы стоять το ρολόι δε δουλεύει (είναι σταματημένο).

    || μτφ. δεν προχωρώ• δεν προοδεύω, δεν πάω μπροστά•

    работа -ит η δουλειά δεν προχωρεί.

    14. προστκ. стой(те) σταμάτα, -τάτε.
    εκφρ.
    стоять во главе – α) είμαι επικεφαλής, β) αρχηγεύω, είμαι, αρχηγός•
    стоять за спиной; стоять за кем:
    α) έχω στην καμπούρα μου• за моей спиной -ят шестьдесят лет – στην καμπούρα μου έχω εξήντα χρόνια.
    β) κρύβομαι, πίσω από κάποιον (προστατεύω, καθοδηγώ κρυφά)•
    стоять на карте ή на кону – επαφίεμαι στην τύχη•
    стоять на реальной ή тврдой почве – πατώ γερά, στηρίζομαι σταθερά•
    стоять над чьей душой; над кем – στέκομαι πάνω από το κεφάλι κάποιου (ενοχλώ), γίνομαι φόρτωμα σε κάποιον•
    стоять у власти – ασκώ την εξουσία, εξουσιάζω(κυβερνώ)•
    стоять у ворот ή у порога – πλησιάζω πολύ, επί θύραις•
    стоять близко к кому и стоять близко, около кого – α) συσχετίζομαι, συνδέομαι στενά, β) πρόσκειμαι•
    стоять вше кого – στέκομαι πάνω από κάποιον (είμαι ανώτερος κάποιου)•
    стоять выше чего – στέκομαι πάνω από κάτι (δε δίνω σημασία, προσοχή).

    Большой русско-греческий словарь > стоять

  • 47 уложить

    уложу, уложишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. уложенный, βρ: -жен, -а, -о ρ.σ.μ.
    1. ξαπλώνω•

    раненого -ли на кровать τον τραυματία τον ξάπλωσαν στο κρεβάτι•

    уложить кого на траву ξαπλώνω κάποιον στο χορτάρι•

    мать -ла детей спать η μάνα έβαλε τα παιδιά να κοιμηθούν.

    || ρίχνω κάτω, καταβάλλω, καταρρίπτω.
    2. σκοτώνω•

    уложить на месте αφήνω στον τόπο.

    3. τοποθετώ, διευθετώ•

    уложить вещи в чемодан βάζω με τάξη τα πράγματα στη βαλίτσα.

    4. εγκατασταίνω, φτιάχνω•

    уложить рельсовый путь φτιάχνω σιδηροδρομική γραμμή (οδό).

    5. συμπεριλαβαίνω, κάνω να χωρέσει•

    уложить текст в одну страницу συμπεριλαβαίνω το κείμενο σε μια σελίδα.

    || μτφ. εκτελώ, κάνω•

    уложить работу в срок εκτελώ την εργασία εμπρόθεσμα.

    6. καλύπτω, στρώνω•

    уложить пол мозаичной плиткой στρώνω το πάτωμα με μωσαϊκό.

    εκφρ.
    уложить в гроб или в могилу – βάζω στον τάφο (σκοτώνω).
    1. ετοιμάζω τα πράγματα (τα μπαγκάζια) για αναχώρηση.
    2. τοποθετούμαι• πιάνω μέρος, θέση. || μτφ. περιορίζομαι στα καθιερωμένα• τηρώ τα όρια•

    в регламент при выступлении τηρώ τα όρια της ομιλίας.

    || μτφ. χωρώ, μπαίνω•

    уложить в голове, в сознании μπαίνω στο κεφάλι (στο μυαλό), στη συνείδηση•

    уложить в обычные рамки μπαίνω στα συνηθισμένα πλαίσια.

    Большой русско-греческий словарь > уложить

  • 48 хранить

    -ню, -нишь
    ρ.δ.μ.
    1. φυλάγω, διαφυλάσσω• διατηρώ•

    он -ит все получаемые им письма αυτός φυλάγει όλα τα γράμματα που λαβαίνει•

    хранить деньги под замком φυλάγω τα χρήματα κλειδωμένα•

    хранить деньги в сберегательной кассе φυλάγω τα χρήματα στο ταμιευτήριο•

    -продукты в холодном месте διατηρώ τα τρόφιμα σε κρύο μέρος.

    || μτφ. κρατώ•

    хранить в памяти διατηρώ στη μνήμη•

    хранить в сердце, в душе κρατώ στην καρδιά, στην ψυχή.

    2. τηρώ•

    хранить законы τηρώ του νόμους•

    хранить клятву κρατώ τον όρκο.

    • διατηρώ, δε χάνω•

    она ещё -ит свою красоту αυτή ακόμα διατηρεί την ομορφιά της.

    3. προφυλάσσω. || δεν προδίνω•

    хранить тайну κρατώ το μυστικό.

    εκφρ.
    хранить в тайне – κρατώ μυστικά.
    1. φυλάγομαι, (δια)τηρούμαι• διαφυλάσσομαι.
    2. προφυλάσσομαι, προστατεύομαι.
    3. τηρούμαι, κρατιέμαι κλπ. ρ. ενεργ. φ.

    Большой русско-греческий словарь > хранить

См. также в других словарях:

  • месте́чко — местечко, а; мн. местечки, чек …   Русское словесное ударение

  • месте́чко — 1) а, род. мн. чек, дат. чкам, ср. уменьш. к место (в 1, 4 и 7 знач.). ◊ теплое (тепленькое) местечко о доходной службе. 2) а, род. мн. чек, дат. чкам, ср. Большое селение городского типа на Украине, в Белоруссии и близких им областях. Дорога,… …   Малый академический словарь

  • ТОПТАТЬСЯ НА МЕСТЕ — кто, что Заниматься одним и тем же, не продвигаться вперёд в решении какой л. проблемы. Имеется в виду, что лицо или коллектив (Х), общественный институт (K) занимается малоэффективной, повторяющейся с точки зрения результатов деятельностью, не… …   Фразеологический словарь русского языка

  • ТОПТАТЬСЯ НА ОДНОМ, ОДНОМ И ТОМ ЖЕ МЕСТЕ — кто, что Заниматься одним и тем же, не продвигаться вперёд в решении какой л. проблемы. Имеется в виду, что лицо или коллектив (Х), общественный институт (K) занимается малоэффективной, повторяющейся с точки зрения результатов деятельностью, не… …   Фразеологический словарь русского языка

  • ДУША НЕ НА МЕСТЕ — у кого Неспокойно, тревожно. Имеется в виду, что лицо (Х) испытывает сильное волнение и страх, беспокоясь о близких людях или от предчувствия возможных неприятностей. реч. стандарт. ✦ У Х а душа не на месте. неизм. В роли сказ. Порядок слов… …   Фразеологический словарь русского языка

  • СЕРДЦЕ НЕ НА МЕСТЕ — у кого Неспокойно, тревожно. Имеется в виду, что лицо (Х) испытывает сильное волнение и страх, беспокоясь о близких людях или от предчувствия возможных неприятностей. реч. стандарт. ✦ У Х а душа не на месте. неизм. В роли сказ. Порядок слов… …   Фразеологический словарь русского языка

  • ШИШКА НА РОВНОМ МЕСТЕ — кто Незначительный по своим достоинствам человек. Имеется в виду, что лицо или группа лиц (Х) занимает невысокое положение в обществе, но при этом неоправданно высоко, с точки зрения говорящего, оценивает себя, свои деловые качества, способности …   Фразеологический словарь русского языка

  • На бойком месте — У этого термина существуют и другие значения, см. На бойком месте (значения). На бойком месте Жанр: Комедия Автор: Александр Николаевич Островский Язык оригинала: русский Публикация …   Википедия

  • На бойком месте (пьеса) — На бойком месте Жанр: Комедия Автор: Александр Николаевич Островский Язык оригинала: русский Публикация: 1865 На бойком месте  комедия в трёх действиях Александра Николаевича Островского. Содержание …   Википедия

  • Укрепление здоровья на рабочем месте — Под Укреплением здоровья на рабочем месте, согласно Люксембургской декларации 1997 г. подразумеваются совместные усилия работников, работодателей и общества в целом с целью укрепления здоровья и поддержания соответствующего качества жизни на …   Википедия

  • На бойком месте (значения) — На бойком месте: На бойком месте  пьеса А. Н. Островского На бойком месте фильм, 1911 год, Российская империя, режиссёр Пётр Чардынин На бойком месте фильм, 1916 год, Российская империя, режиссёр Пётр Чардынин На бойком месте… …   Википедия

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»