Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

в+кучу

  • 1 кучу

    кучу́
    наст. вр. от кутить. куш м разг τό μεγάλο ποσό χρημάτων:
    сорвать \кучу ἀποσπῶ μεγάλο ποσό.

    Русско-новогреческий словарь > кучу

  • 2 кутить

    кучу, кутишь
    ρ.δ. γλεντοκοπώ, χαροκοπώ, ξεφαντώνω. || διασκεδάζω, ψυχαγωγούμαι.
    εκφρ.
    кутить и мутить; кутить да мутить – α) φέρω διχόνοια, σύγχυση, β) στροβιλίζω.

    Большой русско-греческий словарь > кутить

  • 3 валить

    1. (лес) ρίχνω
    ρίπτω
    υλοτομώ τα δέντρα
    2. (в кучу) σωρίζω 3. (вину на кого-л.) ρίχνω/ρίπτω την ευθύνη (σε κάποιον/κάποια).

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > валить

  • 4 наваливать

    наваливать
    несов, навалить сов σωριάζω, συσσωρεύω (в кучу, беспорядочно)! φορτώνω (какой-л. груз):
    \наваливать дрова́ в сарай σωριάζω τά ξύλα στήν ἀποθήκη·
    2. (обязанности и т. п.) разг ἐπιβαρύνω, φορτώνω·
    3. безл:
    навалило много сиегу σώριασε πολύ χιόνι· навалило много народу разг μαζεύτηκε πολύς κόσμος.

    Русско-новогреческий словарь > наваливать

  • 5 сметать

    сметать I
    несов
    1. σαρώνω, σκουπίζω, ξεκαθαρίζω, παστρεύω:
    \сметать пыль с чего́-л. σκουπίζω τήν σκόνη, ξεσκονίζω·
    2. перен (уничтожать) ἀφανίζω, κάνω στάχτη, καταστρέφω:
    \сметать с лица́ земли́ ἐξαφανίζω ἀπ' τό πρόσωπο τής γής· \сметать все на своем пути́ ἐξοντώνω τά πάντα στό πέρασμα μου·
    3. (в кучу) σωριάζω, μα· ζεύω:
    \сметать весь мусор в угол μαζεύω ὀλα τά σκουπίδια στή γωνιά.
    сметать II
    сов см. сметывать.

    Русско-новогреческий словарь > сметать

  • 6 валить

    валю, валишь ρ.δ.μ.
    1. ρίχνω κάτω, καταρρίπτω, γκρεμίζω ανατρέπω• σπάζω•

    ветер -ит деревья ο άνεμοο ρίχνει κάτω (σπάζει) τα δέντρα•

    валить противника на землю ρίχνω καταγής (χάμω) τον αντίπαλο.

    || μτφ. εξολοθρεύω, εξοντώνω, αφανίζω, ρημάζω•

    холера так и -ит всех η χολέρα εξολοθρεύει όλους.

    2. ρίχνω άτακτα•

    валить книги в ящик ρίχνω τα βιβλία στο κασόνι όπως λάχει.

    3. ρίχνω την ενοχή, ευθύνη σε άλλον, τα φορτώνω στον άλλον•

    обвиняемые -ли все друг на друга οι κατηγορούμενοι έρριχναν την ενοχή ο ένας στον άλλον.

    εκφρ.
    валить все в одну кучу – τα βάζω όλα σ’ ένα σακκί (χωρίς διάκριση).
    πέφτω χάμω, κάτω, καταγής•

    яблоки -ятся на дорожку τα μήλα πέφτουν στο δρομάκι.

    || καταρρέω, γκρεμίζομαι, σωροβολιάζομαι, σωριάζομαι•

    дом -ится το σπίτι κατάρρεει.

    || (για ζώα) ψοφώ•

    от сибирской язвы -ится много скота από τον άνθρακα ψοφούν πολλά ζώα.

    εκφρ.
    - ится из рук – α) πέφτει από τα χέρια (γίνεται ανεπιτυχώς)• β) πέφτω από έλλειψη δύναμης, επιθυμίας•
    валить с ног – πέφτω από τα πόδια (από κούραση, ασθένεια κ.τ.τ.).
    -ит, ρ.δ.
    1. κινούμαι, ρίχνομαι• πέφτω•

    толпа -ит ο όχλος κινείται•

    снег -ит хлопьями το χιόνι πέφτει τουλούπες (κατάνι φάδες).

    2. προστκ. κίνα, κούνα, κουνήσου•

    -и, беги! κουνήσου, τρέχε!

    βλ. ρ. ενεργ. φ.

    Большой русско-греческий словарь > валить

  • 7 навалить

    -валю, -валишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. наваленный, βρ: -лен, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. ρίχνω κάτι βαρΰ, ογκώδες τοποθετώ, βάζω•

    мешок на телегу ρίχνω το τσουβάλι πάνω στο κάρο•

    -ли камень на могилу έβαλαν την ταφόπετρα στο μνήμα.

    || μτφ. φορτώνω, επιφορτίζω, επιβαρύνω•

    -ли на меня кучу забот με φόρτωσαν ένα σωρό φροντίδες.

    2. συσσωρεύω, σωριάζω, τοποθετώ άτακτα. || φορτώνω, γεμίζω.
    3. (για χιόνι) ρίχνω πολΰ•

    -ло много сн-гу χιόνισε πολύ.

    4. συγκεντρώνομαι, συναθροίζομαι, μαζεύομαι•

    народу -ло на площадь πλήθος λαού κατέκλυσε την πλατεία.

    5. (για φύλλα κ.τ.τ.) απρόσ. πέφτω σωρηδόν.
    1. επιπίπτω, πέφτω (ρίχνομαι) επάνω•

    навалить грудью πέφτω επάνω με το στήθος.

    || μτφ. φορτώνομαι, επιφορτίζομαι, επιβαρύνομαι. || μτφ. κυριεύομαι, κατέχομαι.
    2. μτφ. ορμώ, επιπίπτω μανιασμένα. || (για φαγητό) ρίχνομαι, τρώγω λαίμαργα.
    3. (ναυτ.) κλίνω γέρνω.
    4. πέφτω σωρηδόν.

    Большой русско-греческий словарь > навалить

  • 8 накидать

    ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. накиданный, βρ: -дан, -а, -о
    ρίχνω, γεμίζω•

    накидать кучу камней ρίχνω ένα σωρό πέτρες•

    накидать полный ящик угля γεμίζω ένα κασόνι κάρβουνα.

    Большой русско-греческий словарь > накидать

  • 9 намести

    -мету, -метшь, παρλθ. χρ. намл
    -мела, -ло, μτχ. παρλθ. χρ. намтший, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. наметнный, βρ: -тн, -тена, -тено ρ.σ.μ.
    1. (με ποσοτική σημ.) σαρώνω, σκουπίζω μαζεύω τα σκουπίδια•

    намести кучу мусора μαζεύω ένα σωρό σκουπίδια.

    2. (για άνεμο) μαζεύω, συγκεντρώνω παρασέρνοντας.

    Большой русско-греческий словарь > намести

  • 10 народить

    -ожу, -одишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. нарождённый, βρ: -дён, -дена, -дено
    ρ.σ.μ.
    γεννώ (πολλά)•

    народить кучу детей γεννώ ένα σωρό παιδιά.

    1. γεννιέμαι•

    -лся сын γεννήθηκε αγόρι•

    -лось много детей γεννήθηκαν πολλά παιδιά.

    || μεγαλώνω•

    -лось новое поколение μεγάλωσε νέα γενιά.

    2. μτφ. εμφανίζομαι.
    εκφρ.
    - лся месяц – (απλ.) πιάστηκε το φεγγάρι.

    Большой русско-греческий словарь > народить

  • 11 насыпать

    насы/ пать 1
    -плю, -плешь, προστκ. насыпь
    ρ.σ.μ.
    1. ρίχνω, ρίπτω; εκχέω, χύνω•

    насыпать соль на стол χύνω αλάτι στο τραπέζι•

    насыпать песок на дорожку ρίχνω άμμο στο δρομάκι.

    2. γεμίζω•

    мешок опилками γεμίζω ένα σακκί με πριονίδια.

    3. φτιάχνω, ανυψώνω ρίχνοντας επισωρεύω•

    насыпать курган φτιάχνω ανάχωμα•

    насыпать кучу επισωρεύω, φτιάχνω σωρό.

    || χτυπώ νικώ (σε παιγνίδι).
    πέφτω κατά μικρά τεμάχια, επισωρεύομαι επιστρώνομαι•

    -лось много песку έπεσε (επισωρεύτηκε) πολύς άμμος.

    насыпа/ть 2
    ρ.δ.
    βλ. насыпать.
    насыпа/ть 3
    ρ.δ.
    βλ. наспать.

    Большой русско-греческий словарь > насыпать

  • 12 натаскать

    ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. натасканный, βρ: -кан, -а, -о.
    1. κουβαλώ, μεταφέρω, μετακομίζω•

    натаскать дрова κουβαλώ καυσόξυλα•

    натаскать кучу камней κουβαλώ ένα σωρό πέτρες.

    2. κυρλξ. κ. μτφ. βγάζω, εξάγω•

    мальчишка -ал раков из рчки το παιδί έβγαλε καραβίδες από το ποταμάκι•

    натаскать отрывок βγάζω αποσπάσματα (από κείμενο).

    3. κλέβω, βουτώ.
    4. τιμωρώ, τραβώ τ αυτιά ή τα μαλλιά.
    ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. натасканный, βρ: -кан, -а, -о.
    1. εκγυμνάζω, εξασκώ σκυλιά, (ξε)βγάζω.
    2. κουτσοπρογυμνά-ζω, κουτσοπροετοιμάζω, κουτσομαθαίνω• παρέχω στοιχειώδεις γνώσεις.

    Большой русско-греческий словарь > натаскать

  • 13 натратить

    -ачу, -атишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. натраченный, βρ: -чен, -а, -о
    ρ.σ.μ. (με ποσοτική σημ.) ξοδεύω, δαπανώ•

    натратить кучу денег ξοδεύω ένα σωρό (πάρα πολλά) χρήματα.

    Большой русско-греческий словарь > натратить

  • 14 разворотить

    -рочу, -ротишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. развороченный, βρ: -чен, -а, -о ρ.σ.μ.
    1. ανασκάβω• αναποδογυρίζω, ανατρέπω, αναγυρίζω, αναστρέφω•

    разворотить дорогу ανασκάβω το δρόμο•

    разворотить кучу камней αναγυρίζω σωρό απ ο πέτρες•

    всё в комнате было -о όλα στο δωμάτιο ήταν αναποδογυρισμένα.

    2. γκρεμίζω, χαλνώ, κάνω συντρίμμια.
    3. (απλ.) σπάζω, τσακίζω, θραύω.

    Большой русско-греческий словарь > разворотить

  • 15 с...

    с..., со..., съ...
    I.
    Χρησιμοποιείται για το σχηματισμό ρημάτων και σημαίνει:
    1. απομάκρυνση από ένα σημείο ή από επιφάνεια: сбежать (из дома), смахнуть (пыль), срезать, срубить.
    2. κίνηση με επιστροφή•

    сходить в аптеку πηγαίνω στο φαρμακείο•

    сбегать (за хлебом) τρέχω για ψωμί (να αγοράσω).

    3. ένωση• α) προσέγγιση• στερέωση: сжать, связать, склеить, склепать, β) συγκέντρωση, συσσώρευση: сложить (книги), смести (сор в кучу), стаскать (мешки). γ) (συνήθως με την κατάληξη -(ся) σημαίνει κίνηση από διάφορα μέρη σε ένα σημείο: сбежаться, съехаться, стечься.
    4. κοινότητα, ενότητα• συμμετοχή• συνόδευση: сосуществовать, собеседовать, сопровождать.
    5. (με την κατάληξη -(ся) σημαίνει αμοιβαιότητα: сговориться, сыграться.
    6. αντιπαράθεση, α) συσχέτηση, σύγκριση: сверить, сообразовать, сличить, β) αντιγραφή, ανατύπωση: списать, срисовать, счертить.
    7. αποτέλεσμα, α) εμφάνιση ιδιότητας σαν προϊόν ενέργειας: сгладить, сузить, смягчить• επίσης και με σημ. πληρότητας, εντατικότητας: спиться, стосковаться, сбаловаться, β) κατασκευή αντικειμένου σαν συνέπεια της ενέργειας: сковать (цепь), слить (пушку), сшить (платье)• спечь (пирог).
    8. σχηματίζει μερικά στιγμιαία ρήματα (ρ.σ.): сделать, спеть κ. άλλα.
    II.
    Χρησιμοποιείται και για το σχηματισμό τροπικών επιρρημάτων από πλάγιες πτώσει,ς ουσιαστικών και επιθέτων: сбоку, слегка, справа, снизу, смолоду, сначала, сгоряча.

    Большой русско-греческий словарь > с...

  • 16 сбить

    собью, собьшь, προστκ. сбей, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. сбитый, βρ: -сбит, -а, -о.
    1. καταρρίπτω χτυπώντας•

    сбить яблоки с ветки ρίχνω κάτω τα μήλα από το κλαδί•

    сбить человека с ног ρίχνω κάμω τον άνθρωπο (στεκόμενοη βαδίζοντα)•

    сбить самолт καταρρίπτω αεροπλάνο.

    || αποσπώ• σπάζω•

    сбить замок с двери σπάζω την κλείδων ιά της πόρτας.

    || απωθώ, εκδιώκω, βγάζω•

    сбить полк с позиции βγάζω το σύνταγμα από τις θέσεις (που κατέχει),

    2. φθείρω, χαλνώ με το χτύπημα, το βάδισμα•

    сбить каблук χαλνώ το τακούνι•

    сбить подковы φθείρω τα πέταλα.

    || γρατσουνιζω, εκδέρω.
    3. κινώ, κουνώ, μετακινώ με χτύπημα ή σπρώξιμο. || χαλνώ, ανατρέπω•

    сбить прицель χαλνώ τη σκόπευση•

    сбить планы χαλνώ τα σχέδια.

    4. (κυρλξ. κ. μτφ.) εκτρέπω• παρεκκλίνω•

    сбить с дороги εκτρέπω της οδού.

    5. (για σκέψη, συνομιλία)• στρέφω, γυρίζω αλλού.
    6. μπερδεύω, συγχύζω• περιπλέκω•

    сбить на допросе μπερδεύω κατά την ανάκριση•

    на экзамене μπερδεύω στην εξέταση.

    7. μειώνω, ελαττώνω, λιγοστεύω• χαμηλώνω, κατεβάζω•

    сбить температуру жаропонижающими средствами κατεβάζω τον πυρετό με αντ ιπυρετικά φάρμακα.

    || χτυπώ., προκαλώ πτώση•

    сбить цену χτυπώ την τιμή.

    8. συνενώνω, συνδέω, καρφώνω, κάνω, σκαρώνω•

    сбить полы φτιάχνω πατώματα•

    сбить ящик из досок φτιάχνω κιβώτιο από σανίδια.

    9. μαζεύω, συγκεντρώνω•

    сбить всех в кучу συγκεντρώνω όλους σωρό.

    || δημιουργώ• οργανώνω, ιδρύω. || (απλ.) αποταμιεύω, μαζεύω, οικονομώ.
    10. χτυπώ, δέρνω•

    сбить желтки χτυπώ τους κρόκους.

    || (για μαλλιά)• ανακατώνω.
    11. εξάγω, βγάζω•

    сбить масло βγάζω βούτυρο (χτυπώντας το γάλα).

    || ετοιμάζω, φτιάχνω•

    сбить шерсть ξένω το μαλλί•

    сбить печь φτιάχνω φούρνο.

    εκφρ.
    сбить спесь (гонор, форсκ.τ.τ.) с кого κόβω τη φόρα (τον αέρα) κάποιου (ταπεινώνω)•
    сбить с пути – βγάζω κάποιον από το σωστό δρόμο.
    1. μετακινούμαι, ξεφεύγω (από τη θέση)•

    бинт -лся ο επίδεσμος ξέφυγε•

    галстук -лся η γραβάτα ξέφυγε (στράβωσε)•

    шляпа -лась на бок η ρεμπούμπλικα έκλινε πλάγια•

    пристрелка орудия -лась η σκόπευση του πυροβόλου ξέφυγε.

    || αποτυχαίνω•

    дело -лось η υπόθεση απέτυχε (χάθηκε).

    2. χτυπιέμαι, βλάπτομαι• αχρηστεύομαι. || φθείρομαι• στραβοπατιέμαι.
    3. ξεστρατίζομαι, ξεφεύγω από το δρόμο, παραστρατώ• περιπλανιέμαι•

    сбить с дороги ξεστρατίζομαι,.

    ξεφεύγω, παρεκκλίνω (από το θέμα κ.τ.τ.).
    4. περνώ, γίνομαι, καθίσταμαι• μεταβάλλομαι, μετατρέπομαι.
    5. μπερδεύομαι, συγχύζομαι, τα χάνω•

    он -лся на экзаменах αυτός τά χασέ στις εξετάσεις.

    6. στριμώχνομαι, συνωστίζομαι, συνωθούμαι. || ιδρύομαι, δημιουργούμαι, σχηματίζομαι• οργανώνομαι. || (για μέσα, χρήματα) μαζεύομαι• αποταμιεύομαι.
    7. (για ρευστά) πηχτώνω από το χτύπημα. || (για μαλλιά) ανακατεύομαι.
    εκφρ.
    сбить с ног – μου κόβονται τα πόδια (από την κούραση)•
    сбить с ноги – χάνω το βήμα (κατά το βηματισμό)•
    сбить с пути – ξεφεύγω από τον κανονικό δρόμο, παίρνω άσχημο δρόμο.

    Большой русско-греческий словарь > сбить

  • 17 свалить

    свалю, свалишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. сваленный, βρ: -лен, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. καταρρίπτω•

    свалить снег с крыши ρίχνω κάτω το χιόνι από τη στέγη•

    ветер -ил дерево ο άνεμος έρριξε κάτω το δέντρο•

    болезнь -ла его на постель η άρρωστεια τον έρριξε στο κρεβάτι,

    2. μτφ. ανατρέπω• γκρεμίζω.
    3. μτφ. ξεφορτώνομαι, απαλλάσσομαι, γλυτώνω.
    4. μτφ. το (τα) ρίχνω, το (τα) φορτώνω σε (για ευθύνη, σφάλμα κ.τ.τ.). || αποδίδω, ανάγω.
    5. ρίχνω άτακτα•

    свалить в кучу ρίχνω σωρό, σωριάζω.

    6. κλίνω, γέρνω.
    7. (κυνηγ.) απολύω, αφήνω όλα μαζί•

    свалить гончих αφήνω όλα μαζί τα λαγωνικά.

    1. πέφτω•

    свалить с крыши πέφτω από τη στέγη•

    свалить с лошади πέφτω από το άλογο.

    || καταρρέω, γκρεμίζομαι•

    старый дом -лся το παλαιό σπίτι έπεσε.

    || εμφανίζομαι απροσδόκητα.
    2. πέφτω βαριά άρρωστος. || (για ζώα)• ψοφώ.
    3. γέρνω, κλίνω προς τα κάτω.
    4. (κυνηγ.) μαζεύομαι, συναθροίζομαι, (γ ι, α σκυλιά).
    εκφρ.
    свалить с плеч – (για ενδυμασία) κα-ταφθείρομαι, σώνομαι, λιώνω.
    ρ.σ.
    1. φεύγω, ξεχύνομαι (για πλήθος, μάζες κλπ.),
    μετακινούμαι, μετατοπίζομαι,
    2. λιγοστεύω, ελαττώνομαι(κατά την έκταση)• (ζε)πέφτω•

    жара -ла ο καύσονας ξέπεσε.

    (απλ.) περνώ, φεύγω (για σύννεφο).

    Большой русско-греческий словарь > свалить

  • 18 собрать

    -беру, -бершь, παρλθ. χρ. собрал, -ла, -ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. собранный, βρ: -ран, -а κ. -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. συγκεντρώνω, συναθροίζω, μαζεύω, συνάζω•

    собрать людей συγκεντρώνω τους ανθρώπους•

    собрать стадо у колодца μαζεύω το κοπάδι στο πηγάδι•

    собрать в кучу συσσωρεύω•

    собрать грибы μαζεύω μανιτάρια•

    собрать сведения συγκεντρώνω πληροφορίες.

    2. τακτοποιώ• ετοιμάζω•

    собрать чемодан ετοιμάζω τη βαλίτσα-- в дорогу ετοιμάζω τα απαραίτηταγια το δρόμο. собрать обед ετοιμάζω το γεύμα•

    собрать стол στρώνω το τραπέζι (για φαγητό).

    4. διπλώνω, πτυχώνω• ρυτιδώνω.
    5. συναρμολογώ, μοντάρω.
    6. συλλέγω•

    собрать коллекцию марок συλλέγωγραμματόσημα.

    7. συγκομίζω•

    собрать огурцы μαζεύωαγγουράκια•

    собрать виноград μαζεύω σταφύλια (τρυγώ)•

    собрать урожай μαζεύω τη σοδειά.

    8. εντείνω•

    собрать все свой силы συγκεντρώνω όλες μουτις δυνάμεις.

    1. συγκεντρώνομαι, συναθροίζομαι, συνάζομαι, μαζεύομαι,• συνέρχομαι. || συρρέω, προσέρχομαι, προστρέχω.
    2. συλλέγομαι.
    3. διπλώνομαι• ρυτιδώνομαι.
    4. ετοιμάζομαι (για δρόμο, ταξίδι, κυνήγι κλπ.). || σκοπεύω, προτίθεμαι•

    мой брат -лся жениться ο αδερφός μου σκοπεύει να παντρευτεί.

    5. εξασφαλίζομαι•

    собрать с деньгами εξασφαλίζομαι από χρήματα•

    собрать со средствами εξασφαλίζομαι από μέσα.

    6. εντείνω (τις δυνάμεις κ.τ.τ.).
    εκφρ.
    собрать с духом – α) παίρνωανάσα, ξεκουράζομαι από το τρέξιμο, β) αναθαρρώ, ανακτώ το θάρρος• συνέρχομαι•
    собрать с мыслями – συγκεντρώνομαι, συγκεντρώνω τη σκέψη μου.

    Большой русско-греческий словарь > собрать

См. также в других словарях:

  • кучу — КУЧУ, кутишь. наст. вр. от кутить. Толковый словарь Ушакова. Д.Н. Ушаков. 1935 1940 …   Толковый словарь Ушакова

  • мешавший все в одну кучу — прил., кол во синонимов: 5 • валивший в одну кучу (5) • валивший все в одну кучу (5) • …   Словарь синонимов

  • сваливавший в одну кучу — прил., кол во синонимов: 6 • валивший в одну кучу (5) • валивший все в одну кучу (5) • …   Словарь синонимов

  • сваливавший все в одну кучу — прил., кол во синонимов: 6 • валивший в одну кучу (5) • валивший все в одну кучу (5) • …   Словарь синонимов

  • сваливать в одну кучу — валить все в одну кучу, смешивать, сваливать все в одну кучу, мешать все в одну кучу, мешать в одну кучу, валить в одну кучу Словарь русских синонимов …   Словарь синонимов

  • Свалить в одну кучу — ВАЛИТЬ В <ОДНУ> КУЧУ. СВАЛИТЬ В <ОДНУ> КУЧУ. Разг. Смешивать, не считаясь с различиями. Но наш то гегельянец с какой стати вздумал восхищаться аргументацией Юркевича? Неужели он считает возможным валить в одну кучу абсолютный идеализм …   Фразеологический словарь русского литературного языка

  • валивший в одну кучу — прил., кол во синонимов: 5 • валивший все в одну кучу (5) • мешавший все в одну кучу (5) • …   Словарь синонимов

  • валивший все в одну кучу — прил., кол во синонимов: 5 • валивший в одну кучу (5) • мешавший все в одну кучу (5) • …   Словарь синонимов

  • валить в одну кучу — сваливать в одну кучу, мешать все в одну кучу, сваливать все в одну кучу, смешивать, валить все в одну кучу Словарь русских синонимов …   Словарь синонимов

  • мешавший в одну кучу — прил., кол во синонимов: 4 • мешавший все в одну кучу (5) • сваливавший в одну кучу (6) • …   Словарь синонимов

  • мешать в одну кучу — сваливать все в одну кучу, сваливать в одну кучу, мешать все в одну кучу, смешивать Словарь русских синонимов …   Словарь синонимов

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»