Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

в+город

  • 61 неполногласие

    -я ο,υδ. (στην αρχαία σλαβική γλώσσα)• είδος συναίρεσης: город-град, молоко-млко.

    Большой русско-греческий словарь > неполногласие

  • 62 облетать

    ρ.δ.
    βλ. облететь.
    ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. облётанный, βρ: -тан, -а, -о.
    1. πετώ παντού•

    облетать всю страну πετώ σ όλη τη χώρα.

    2. μτφ. γυρίζω, περιέρχομαι•

    он -ал весь город αυτός γύρισε όλη την πόλη.

    3. δοκιμάζω αεροπλάνο στην πτήση.
    συνηθίζω στην πτήση.

    Большой русско-греческий словарь > облетать

  • 63 облететь

    -лечу, -летишь ρ.σ.μ.
    1. περιίπταμαι, πετώ τριγύρω.
    2. αποφεύγω, παρακάμπτω κατά την πτήση.
    3. ξεπερνώ στην πτήση, πετώ μπροστά.
    4. μτφ. διαδίδομαι (για ήχους, ειδήσεις κ.τ.τ.)• город -ли слухи στην πόλη κυκλοφόρησαν φήμες.
    5. φυλλορροώ, πέφτω•

    листья -ли τα φύλλα έπεσαν.

    || (για δέντρα) γυμνώνομαι, μένω χωρίς φύλλωμα.

    Большой русско-греческий словарь > облететь

  • 64 обложить

    -ожу, -ожишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. обложенный, βρ: -жен, -а, -о ρ.σ.μ.
    1. περιβάλλω, περιθέτω περιστοιχίζω περικαλύπτω, σκεπάζω•

    нбо -ли дождевые тучи τον ουρανό σκέπασαν βροχοφόρα σύννεφα.

    || απρόσ. (για λαιμό, γλώσσα) ασπρίζω (λόγω ασθένειας)•

    язык -ло η γλώσσα άσπρισε.

    || παλ. • περψράβω.
    2. βλ. облицевать.
    3. πολιορκώ, περικυκλώνω•

    обложить город πολιορκώ την πόλη.

    4. (για άγρια ζώα) κυκλώνω.
    5. επιβάλλω (φόρο, πρόστιμο, δόσιμο κ.τ.τ.).
    6. βρίζω άσχημα, περιλούζω• σκυλοβρίζω.
    1. περιβάλλομαι, περιστοιχίζομαι.
    2. καλύπτομαι, σκεπάζομαι•

    нбо тучами -лось ο ουρανός σκεπάστηκε από σύννεφα.

    3. κάνω λάθος στην τοποθέτηση.

    Большой русско-греческий словарь > обложить

  • 65 обойти

    обойду, обойдёшь, παρλθ. χρ. обошёл, -шла, -шло, προστκ. обойди, μτχ. παρλθ. χρ. обошедший, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. обойдённый, βρ: -дён, -дена, -дено, επιρ. μτχ. обошедши κ. обойдя
    ρ.σ.μ.
    1. γυρίζω, κάνω γύρο, φέρνω γύρω. || (περι)κυκλώνω, πολιορκώ•

    обойти зверя περικυκλώνω το θηρίο.

    || (στρατ.) υπερφαλαγγίζω.
    2. παρακάμπτω, περνώ δίπλα. || μτφ. αποφεύγω, δε θίγω. || μτφ. αφήνω στάσιμο, δεν προβιβάζω.
    3. περιέρχομαι, γυρίζω παντού, τα φέρω όλα γύρω. || περιέρχομαι έναν-έναν, περνώ με τη. σειρά όλους. || διαδίδομαι, ξαπλώνομαι, κυκλοφορώ•

    новость обошла весь город η είδηση διαδόθηκε σ όλη την πόλη.

    4. (κυρλξ. κ. μτφ.) ξεπερνώ, προσπερνώ, προηγούμαι•

    он обошл эту трудность αυτός την ξεπέρασε αυτή τη δυσκολία.

    5. (εξ)απατώ•

    его обошли τον αξαπάτησαν.

    1. φέρνομαι, συμπεριφέρνομαι•

    обойти грубо συμπεριφέρνομαι απότομα.

    2. κοστίζω, στοιχίζω•

    обед мне обошлся дорого το γεύμα μου κόστισε ακριβά.

    3. τα βολεύω, τα βγάζω πέρα•

    трудно, но как-нибудь обойдусь είναι δύσκολα, όμως κάπως θα τα βγάλω πέρα.

    || τα καταφέρνω•

    без него обойдёмся χωρίς αυτόν θα τα καταφέρομε.

    || αρκούμαι, περνώ, πορεύω.
    4. (με την πρόθεση «без») δεν περνώ, δεν κάνω, δε γίνομαι•

    без пищи нельзя обойти χωρίς τροφή δεν κάνεις.

    5. περνώ καλά, αίσια, τελειώνω με το καλό•

    всё обошлось благополучно όλα πήγαν καλά.

    6. συνηθίζω, εξο ικειώνομαι.
    7. διαλκ. (για αγελάδες, φοράδες) γκαστρώνομαι.

    Большой русско-греческий словарь > обойти

  • 66 обратить

    -ашу, -атишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. обращенный, βρ: -щён, -щена, -щено
    ρ.σ.μ.
    1. (κυρλξ. κ. μτφ.)• στρέφω, γυρίζω, κατευθύνω•

    -йте лицо ко мне στρέψτε το πρόσωπο σας προς εμένα•

    обратить спину к кому γυρίζω τα νώτα (τις πλάτες) σε κάποιον•

    обратить взгляд или взор к кому στρέφω (καρφώνω) το βλέμμα σε κάποιον•

    обратить оружие против врага στρέφω το όπλο κατά του εχθρού.

    || αλλάζω, μεταφέρω•

    -разговор к другому предмету γυρίζω την κουβέντα αλλού.

    || τραβώ, προσελκύω•

    обратить на себя чьи-либо взоры τραβώ την προσοχή κάποιου.

    2. μετατρέπω, μεταπείθω• κάνω•

    обратить в своих сторонников κάνω (κάποιον) οπαδό μας•

    обратить в какую-н. веру κάνω κάποιον να αλλαξοπιστήσει.

    3. μετατρέπω, μεταβάλλω μεταποιώ•

    обратить газ в жидкость μετατρέπω το αέριο σε υγρό•

    обратить город в ппелъ κάνω την πόλη στάχτη (καταστρέφω ολοσχερώς).

    || τρέπω•

    обратить в бегство τρέπω σε φυγή•

    обратить своё имущество в деньги μετατρέπω την περιουσία μου σε χρήμα.

    4. χρησιμοποιώ επωφελούμαι•

    обратить в свою пользу ошибки других επωφελούμαι των λαθών των άλλων.

    εκφρ.
    в шутку, в смех – το γυρίζω στ αστείο, στο γέλιο.
    1. στρέφομαι, στρέφω, γυρίζω•

    обратить лицом к свету στρέφω το πρόσωπο κατά το φως•

    обратить вспять πισωγυρίζω.

    || κατευθύνομαι, καρφώνομαι; καθηλώνομαι•

    глаза присуствующкх -лись на не τα μάτια των παρευρισκομένων στράφηκαν προς αυτήν.

    || καταγίνομαι, αφοσιώνομαι, ασχολούμαι• ανατρέχω•

    обратить к изучению древних рукописей αφοσιώνομαι με τη μελέτη των αρχαίων χειρόγραφων.

    2. μετατρέπομαι, μεταβάλλομαι, μετεξελίσσομαι•

    он -лся в ск-птика αυτός έγινε σκεπτικιστής.

    || περιφέρομαι.
    3. απευθύνομαι, αποτείνομαι ζητώ•

    обратить за помощь к соседу ζητώ βοήθεια από το γείτονα•

    он не знает кому обратить αυτός δεν ξέρει που να απευθυνθεί.

    4. οξύνω, εντείνω•

    обратить в слух είμαι όλος αυτιά, εντείνω την ακοή•

    обратить в зр-ние εντείνω την όραση.

    || τρέπομαι•

    обратить в бг-ство τρέπομαι σε φυγή, κατατροπώνομαι.

    Большой русско-греческий словарь > обратить

  • 67 обходить(ся)

    ρ.δ.
    βλ. обойти(съ).
    -ожу, -одишь ρ.σ.μ.
    γυρίζω, περιέρχομαι•

    обходить(ся) весь город γυρίζω όλη την πόλη.

    Большой русско-греческий словарь > обходить(ся)

  • 68 одноимённый

    επ.
    -мнен, -мнна, -мнно; ομώνυμος•

    одноимённый город ομώνυμη πόλη.

    Большой русско-греческий словарь > одноимённый

  • 69 осада

    θ.
    πολιορκία•

    осада города πολιορκία της πόλης•

    держать город в -е πολιορκώ την πόλη•

    находиться (быть) в -е είμαι πολιορκημένος, πολιορκούμαι•

    снять (снимать) -у λύνω την πολιορκία.

    Большой русско-греческий словарь > осада

  • 70 осадить

    -ажу, -адишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. осаждённый, βρ: -дён, -дена, -деш
    ρ.σ.μ.
    1. πολιορκώ•

    осадить город, крепость πολιορκώ την πόλη, το φρούριο.

    || συνωστίζομαι, συνωθούμαι γύρω περικυκλώνω.
    2. ενοχλώ, παραζαλίζω, παρασκοτίζω βομβαρδίζω (με ερωτήσεις, παρατηρήσεις κ.τ.τ.).
    -ажу, -адишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. осаженный, βρ: -жен, -жена, -жено
    ρ.σ.μ.
    1. μπήγω, χώνω•

    осадить сваю μπήγω πάσσαλο.

    2. κατακαθίζω, κάνω τι να κατακαθίσει.
    (γραμμ. στοιχεία βλ. осадить 2).
    1. αναχαιτίζω, συγκρατώ. || σταματώ απότομα με κίνηση προς τα πίσω. || υποχρεώνω σε πισωδρόμηση•

    -и назад κάνε πίσω.

    2. μτφ. διακόπτω• επαναφέρω στην τάξη.

    Большой русско-греческий словарь > осадить

  • 71 основать

    -ную, -нушь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. основанный, βρ: -ван, -а, -о ρ.σ.μ.
    ανεγείρω, ιδρύω, φτιάχνω•

    основать город ιδρύω πόλη•

    основать больницу φτιάχνω νοσοκομείο.

    || μτφ. βασίζω, στηρίζω•

    вы на чём -ли это предположение? σε τι στηρίξατε αυτή την εικασία;

    ανεγείρομαι, ιδρύομαι, χτίζομαι, γίνομαι. || εγκατασταίνομαι•

    он -лся прочно на новом доме αυτός εγκαταστάθηκε μόνιμα στο καινούριο σπίτι.

    Большой русско-греческий словарь > основать

  • 72 оставить

    -влю, -вишь
    ρ.σ.μ.
    1. αφήνω, ξεχνώ•

    я -ил деньги дома άφησα τα χρήματα στο σπίτι.

    || βάζω, θέτω•

    оставить в недоумении αφήνω σε αμηχανία.

    || αφήνω•

    оставить ученика на второй год αφήνω τον μαθητή στην ίδια τάξη ή δεν προβιβάζω τον μαθητή•

    оставить следы αφήνω ίχνη•

    он -ил это без внимания αυτός δεν έδοσε καμιά προσοχή σ αυτό•

    оставить на свободе αφήνω ελεύθερο (απελευθερώνω)•

    оставить в стороне αφήνω κατά μέρος.

    2. διατηρώ, φυλάγω, κρατώ•

    оставить обед для опоздавших αφήνω φαγητό για τους βραδυπορούντες•

    оставить работу до другого раза αφήνω τη δουλειά γι άλλη φορά•

    оставить бороду αφήνω γένεια•

    оставить усы αφήνω μουστάκια.

    3. παραχωρώ. || κληροδοτώ.
    4. εγκαταλείπω, παρατώ•

    комнату неубранной αφήνω το δωμάτιο ασυγύριστο•

    он -ил город αυτός άφησε την πόλη•

    оставить школу по болезни αφήνω το σχολείο λόγω. ασθένειας•

    он -ил своих детей αυτός παράτησε τα παιδιά του•

    оставить людей без крова αφήνω τους ανθρώπους άστεγους.

    5. δε διώχνω, δεν απολύω κρατώ•

    оставить на работе αφήνω στη δουλειά•

    оставить на службе αφήνω στην υπηρεσία.

    6. σταματώ, διακόπτω•

    оставить разговор αφήνω την κουβέντα.

    || αποβάλλω, διώχνω•

    -ьте эти чрные мысли δώξ-τε αυτές τις σκοτεινές σκέψεις•

    оставить дурные привычки αφήνω τις κακές συνήθειες.

    7. (για χαρτοπαίγνιο) κερδίζω, νικώ•

    оставить в дураках νικώ κάποιον στο παιγνίδι «βλάκες».

    εκφρ.
    в покое – αφήνω ήσυχο•
    оставить за собой ή позади себя – α) αφήνω πίσω μου. β) μτφ. ξεπερνώ•
    не своими милостями ή своим покровительствомπαλ. δεν αφήνω στο έλεος.

    Большой русско-греческий словарь > оставить

  • 73 отдать

    -дам, -дашь, -даст, -дадим, -дадите, дадут, παρλθ. - χρ. отдал
    -ла, -ло η προστκ. отдай, μτχ. παρλθ. χρ. отдавший, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. отданный, -дан, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. αποδίδω, επαναδίδω, δίνω πίσω, επιστρέφω, ξαναδίνω, γυρίζω πίσω•

    отдать книги в библиотеку επιστρέφω τα βιβλία στη βιβλιοθήκη•

    отдать долг δίνω το χρέος.

    2. παραδίνω, εγχειρίζω. || παραχωρώ. || μτφ. ξοδεύω, δαπανώ καταναλώνω: αφιερώνω•

    отдать делу все свой силы δίνω για την υπόθεση όλες τις δυνάμεις μου.

    || θυσιάζω, δίνω για χάρη. || παραδίνω•

    отдать город неприятелю παραδίνω την πόλη στον εχθρό.

    || όίνω, παραδίνω•

    отдать туфли на ремонт δίνω τα παπούτσια για επιδιόρθωση•

    отдать платье на чистку όίνω το φόρεμα για καθάρισμα.

    || βάζω, στέλλω, παραδίνω•

    отдать ребнка на воспитание παραδίνω το παιδάκι για διαπαιδαγώγηση•

    сына в школу βάζω (στέλλω) το γιο στο σχολείο.

    || παντρεύω•

    в двадцать лет е -ли замуж στα είκοσι χρόνια την πάντρεψαν.

    || παραπέμπω•

    отдать в суд παραδίνω στο δικαστήριο.

    3. πουλώ•

    я -ал вещь за пятьдесять рублей πούλησα το πράγμα για πενήντα ρούβλια.

    || πληρώνω•

    за костюм он -ал сто рублей για το κοστούμι αυτός πλήρωσε εκατό ρούβλια.

    4. (με μερικά ρ. ενεργ. φ. αποδίδεται με ρ. παίρνοντας τη σημ. του ουσ.): отдать приказ (приказание) διατάζω•

    отдать под заклад ενεχυριάζω (βάζω ως ενέχυρο)•

    отдать внам ενοικιάζω•

    отдать визит επισκέπτομαι•

    отдать якорь αγκυροβολώ•

    отдать поклон υποκλίνομαι.

    5. τινάζω, κλωτσώ (αποτην εκπυρσοκρότηση)•

    ружьё -ло в плечо το όπλο με τίναξε στον ώμο.

    || προκαλώ πόνο•

    -ло в спину μου προκάλεσε πόνο στη ράχη.

    6. αμολάρω, ξελασκάρω, χαλαρώνω, ξεσφίγγω•

    отдать повод αμολάρω τα χαληνά (χαλαρώνω τα ηνία).

    || στρέφω, γυρίζω (στο πλευρό).
    7. αμ. αναμερίζω, κάνω•

    -ай назад κάνε πίσω.

    εκφρ.
    отдать руку дочери – δίνω το χέρι της κόρης (την παντρεύω).
    1. παραδίδομαι•

    он -лся в их распоряжение αυτός παραδόθηκε στη διάθεσήτους•

    неприятель -лся победителю ο εχθρός παραδόθηκε στο νικητή.

    2. αφοσιώνομαι, επιδίδομαι, προσηλώνομαι, εγκύπτω, απορροφούμαι.
    3. (για γυναίκα)• παραδίδομαι, υποκύπτω•

    она -лась ему αυτή παραδόθηκε σ αυτόν.

    4. (για ήχο) αντηχώ, αντιλαλώ. || βρίσκω απήχηση, προξενώ αίσθημα συμπάθειας, λύπης κ.τ.τ.

    Большой русско-греческий словарь > отдать

  • 74 охватить

    -ачу, -атишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. охваченный, βρ: -чен, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. αγκαλιάζω, κλείνω στην αγκαλιά•

    охватить руками ствол дерева αγκαλιάζω τον κορμό του δέντρου•

    мать -ла руками е дочь и долго плакала η μάνα αγκάλιασε την κόρη της και πολλή ώρα έκλαιγε.

    2. περιζώνω, περιβάλλω, πε-ρικλώνω. || υπερφαλαγγίζω.
    3. τυλίγω•

    плнмя -ло дом η φλόγα τύλιξε το σπίτι.

    || (για αισθήματα, σκέψεις) κυριεύω, καταλαβαίνω, πιάνω.
    4. διαδίδομαι, ξαπλώνομαι•

    зариза -ла весь город η μόλυνση αγκάλιασε όλη την πόλη•

    забастовка -ла всю страну η απεργία αγκάλιασε όλη τη χώρα.

    5. τραβώ, προσελκύω.
    εκφρ.
    охватить взглядом (взором) – φέρνω το βλέμμα γύρω, περιβλέπω.

    Большой русско-греческий словарь > охватить

  • 75 оцепить

    -еплю, -пишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. оцепленный, βρ: -лен, -а, -о
    ρ.σ.μ. περικυκλώνω σφιχτά, περιζώνω•

    милиция -ла квартал η αστυνομία περικύκλωσε σφιχτά τη συνοικία (το τετράγωνο)•

    войско -ли город τα στρατεύματα περιέζωσαν την πόλη.

    Большой русско-греческий словарь > оцепить

  • 76 переименовать

    -нуга, -нуешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. переименованный, βρ: -ван, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    μετονομάζω•

    переименовать город μετονομάζω την πόλη..

    μετονομάζομαι.

    Большой русско-греческий словарь > переименовать

  • 77 питать

    ρ.δ.μ.
    1. τρέφω, διατηρώ, συντηρώ, ζω. || παλ. τροφοδοτώ, παρέχω τα προς του ζειν.
    2. εφοδιάζω•

    питать город электричеством εφοδιάζω (τροφοδοτώ)ιΓτην πόλη με ηλεκτρισμό.

    3. μτφ. έχω, διατηρώ•

    питать ненависть τρέφω μίσος•

    питать надежду τρέφω ελπίδα•

    питать отвращение (к кому) απεχθάνομαι (κάποιον) αντιπαθώ.

    1. τρέφομαι, θρέφομαι, συντηρούμαι, ζω. || σιτίζομαι.
    2. τροφοδοτούμαι.
    3. εφοδιάζομαι.

    Большой русско-греческий словарь > питать

  • 78 пограничный

    επ.
    1. συνοριακός, μεθοριακός, μεθόριος, παραμεθόριος•

    пограничный город μεθοριακή πόλη•

    -ая зона παραμεθόρια ζώνη•

    -ая стра— жа μεθοριακή φρουρά•

    пограничный инцидент μεθοριακό επισόδειο•

    -ые войска στρατεύματα της μεθόριου ή του συνοριακού τομέα•

    пограничный знак συνοριακός δείκτης•

    -район παραμεθόρια περιοχή.

    2. του συνοριακού φρουρού•

    -ая форма η στολή του συνοριακού φρουρού.

    Большой русско-греческий словарь > пограничный

  • 79 погрузить

    ρ.σ.μ.
    1. βυθίζω, ποντίζω, εμβαπτίζω, βουτώ (σε υγρό)•

    погрузить в воду βυθίζω στο νερό•

    погрузить ноги в песок• βυθίζω τα πόδια, στον άμμο.

    || κατέχομαι (από βαρύ αίσθημα)•

    смерть матери -ла его в скорбь ο θάνατος της μάνας τον βύθισε σε μεγάλη θλίψη.

    || μτφ. ρίχνω, εμβάλλω•

    погрузить в тьму βυθίζω στο σκοτάδι•

    погрузить в сон βυθίζω στον ύπνο.

    || μτφ. απορροφώ;
    2. φορτώνω επιβιβάζω μπαρκάρω•

    погрузить мешки в телегу φορτώνω τσουβάλια στο αμάξι•

    погрузить полк в вагоны επιβιβάζω το σύνταγμα στα βαγόνια•

    погрузить пароход μπαρκάρω το ατμόπλοιο.

    (κυρλξ. κ. μτφ.) βυθίζομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ.

    погрузить в воду βυθίζομαι στο νερό•

    город -лся в темноту η πόλη βυθίστηκε στο σκοτάδι•

    погрузить в размышления βυθίζομαι σε σκέψεις•

    погрузить в отчаяние βυθίζομαι σε απελπισία, περιπίπτω σε απόγνωση.

    || επιβιβάζομαι. || φορτώνομαι.

    Большой русско-греческий словарь > погрузить

  • 80 покинуть

    ρ.σ.μ. εγκαταλείπω, αφήνω, παρατώ• φεύγω•

    он -ул свою жену αυτός παράτησε τη γυναίκα του•

    покинуть город αφήνω την πόλη•

    -службу φεύγω από την υπηρεσία•

    силы -ли меня οι δυνάμεις με εγκατέλειψαν.

    Большой русско-греческий словарь > покинуть

См. также в других словарях:

  • Город-спутник АЭС — …   Википедия

  • Город воров — The Town Жанр криминальная драма …   Википедия

  • Город Давида — (ивр. עיר דוד‎  Ир Давид)  старейший населённый район Иерусалима на месте древнего города периода иевусеев (называвших его Йевус), а также периода Первого и Второго Иерусалимских храмов. Уже в Бронзовом веке был обнесённым стенами… …   Википедия

  • Город Грехов (фильм, 2005) — Город Грехов Sin City Жанр Комикс Режиссёр Роберт Родригес Фрэнк Миллер Квентин Тарантино В  …   Википедия

  • Город Бизнеса — Город Бизнеса …   Википедия

  • Город секса — Private Gold 78: Sex City 1 …   Википедия

  • Город (значения) — Город: Город  крупный (по сложившимся стереотипам) населённый пункт, жители которого заняты, как правило, вне сельского хозяйства. Город (с большой буквы) историческая (обычно центральная) часть некоторых городов, которая была огорожена… …   Википедия

  • Город в Горах (Макс Фрай) — Город в Горах  вымышленный город из серий книг «Лабиринты Ехо» и «Хроники Ехо» Макса Фрая. В начале этот город был любимым сновидением Сэра Макса, но после поездки в Кеттари, описанной в первой книге серии «Лабиринты Ехо», этот город стал… …   Википедия

  • Город обмана — «Город обмана» …   Википедия

  • Город-сад — Лё Ложи (Le Logis) в Ватермель Буасфор под Брюсселем Город сад градостроительная концепция, возникшая в начале XX века. Содержание …   Википедия

  • Город Грехов 2 — Sin City 2 Жанр Комикс Режиссёр Роберт Родригез, Фрэнк Миллер Автор сценария Роберт Родр …   Википедия

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»