Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

в+город

  • 41 брать

    беру, берешь, παρλθ. χρ. брал, -ла, -ло, ρ.δ.μ.
    1. παίρνω, λαμβάνω• πιάνω•

    брать руками παίρνω με τα χέρια•

    брать свой шляпу παίρνω το καπέλλο μου.

    || μτφ. εκλέγω, εκλάμβανα)•

    беру в качестве примера παίρνω σαν παράδειγμα•

    брать тему на диссертации παίρνω θέμα διατριβής.

    2. παίρνω μαζί μου (φεύγοντας)" мы берем продовольствия на два дня παίρνομε μαζί μας τρόφιμα για δυο μέρες•

    я -у с собой дочку παίρνω μαζί μου την κόρη.

    3. δέχομαι, προσδέχομαι•

    брать поручение παίρνω εντολή•

    брать грех на душу παίρνω αμαρτία στην ψυχή, αμαρταίνω.

    4. παίρνω στην κατοχή μου ή για χρησιμοποίηση•

    брать долг παίρνω δάνειο•

    брать приданое παίρνω προίκα.

    || ενοικιάζω•

    брать такси παίρνω ταξί.

    || αγοράζω•

    брать билеты в театр παίρνω εισιτήρια για το θέατρο•

    почем -ли ситвц? πόσο το πήρατε το τσιτάκι;

    5. εισπράττω•

    брать налога παίρνω φόρο.

    || υποχρεώνω κάποιον•

    брать слово παίρνω λόγο•

    брать обещание παίρνω υπόσχεση.

    6. βγάζω, εξάγω, εξορύσσω•

    -камень βγάζω πέτρα.

    || μτφ. δανείζομαι•

    брать цитату из писателя βγάζω (παίρνω) τσιτάτο από τον συγγραφέα.

    7. κυριεύω, καταλαβαίνω•

    -город παίρνω την πόλη.

    || πιάνω, συλλαμβάνω•

    брать в пленных πιάνω αιχμαλώτου, αιχμαλωτίζω.

    || μτφ. κυριεύω, πιάνω•

    дрожь его берет τον πιάνει τρεμούλα.

    8. (αθλτ.) υπερπηδώ, ξεπερνώ•

    брать барьер υπερπηδώ το εμπόδιο.

    9. κατορθώνω, πετυχαίνω•

    он берет хитростью το κατορθώνει (καταφέρνει) με την πονηριά.

    10. αφαιρώ, απορροφώ, αποσπώ•

    чтение газет берет у него ежедневно час το διάβασμα των εφημερίδων του τρώει κάθε μέρα μια ώρα.

    11. βάλλω, κόβω, φτάνω•

    винтовка берет на 600 метров το ντουφέκι κόβει στα 600 μέτρα.

    12. κατευθύνομαι, στρίβω, κόβω•

    прохожий берет налево ο διαβάτης κόβει αριστερά.

    13. (με μερίκά ουσ. σχηματίζει στα ρωσικά συνδυασμούς)•

    брать во внимание προσέχω•

    брать в расчет υπολογίζω, λογαριάζω•

    брать под защиту παίρνω υπο την προστασία•

    брать в учет παίρνω υπ’ όψη (μου)•

    брать курс, направление παίρνω κατεύθυνση (κατευθύνομαι)•

    брать начало αρχίζω, παίρνω ως αφετηρία.

    εκφρ.
    брать ή взять аккорд – πιάνω συγχορδία• брать ή взять ноту πιάνω το μουσικό τόνο• брать ή взять быка за рога πιάνω τον ταύρο από τα κέρατα•
    брать всем – έχω όλα τα προσόντα• брать ή взять за сердце за душу ή за живое κυριεύω τις καρδιές, τις ψυχές, επιδρώ ζωηρά, συγκινώ• брать ή взять на себя παίρνω επάνω μου, υπ’ ευθύνη μου•
    наша берет – νικούμε•
    ваша берет – νικάτε.
    1. παίρνομαι, λαμβάνομαι κλπ. ρ.μ.

    взятки -утся без свидетелей τα δωροδοκήματα παίρνονται χωρίς μάρτυρες (κρυφά).

    2. πιάνομαι, νιρατιέμαι•

    дети в игре -утся за руки τα παιδιά στο παιγνίδι πιάνονται από τα χέρια.

    || μτφ. ασχολούμαι•

    брать за перо πιάνομαι με το γράψιμο.

    3. καταπιάνομαι, καταγίνομαι•

    у меня ни опыта, ни знаний....как же брать за такую работу? εγώ δεν έχω ούτε πείρα, ούτε γνώσεις....Πως να καταπιαστώ με τέτοια εργασία;

    4. αναλαμβάνω•

    он не берется за это αυτός δεν αναλαβαίνει τέτοια δουλιά.

    5. (απρόσ.) αντλούμαι, βγαίνω, πηγάζω•

    откуда такие силы -утся? από που αντλούνται τέτοιες δυνάμεις

    εκφρ.
    брать ή взяться за ум – μυαλώνω, βάζω μυαλό, σωφρωνίζομαι•
    брать за оружие – παίρνω τα όπλα (εξεγείρομαι).

    Большой русско-греческий словарь > брать

  • 42 быть

    ρ.δ. (στον ενστ. απαντά μόνο στο γ' ενκ. προσ. «есть» και παλ. στο γ' πλθ. προσ. «суть»; μελ. «буду», «будешь»; παρλθ. χρ. «был», «была», «было»; με άρνηση: «не был», «не была», «не было»; προστ. «будь»; μτχ. παρλθ. χρ. «бывший»; επιρ. μτχ. будучи)
    1. υπάρχω, είμαι• υφίσταμαι•

    его еще не было, когда произошло это αυτός ακόμα δεν υπήρχε (δεν είχε γεννηθεί), όταν συνέβηκε αυτό.

    2. εχω•

    у него был внук αυτός είχε εγγόνι.

    || βρίσκομαι•
    3. παραβρίσκομαι, είμαι παρών•

    я был на приеме ήμουν σε ακρόαση•

    был в отсуствии ήμουν απών (απουσίαζα).

    4. γίνομαι•

    заседание будет завтра η συνεδρίαση θα γίνει αύριο.

    5. (συνδετικό ρ. στο περιφραστικό κατηγόρημα) είμαι•

    я был болен ήμουν άρρωστος.

    || γίνομαι, καθίσταμαι•

    кем хочешь -? τι θέλεις να γίνεις;(για επάγγελμα, ειδικότητα).

    6. (βοηθτ. ρ.) είμαι•

    город был взят η πόλη καταλήφθηκε.

    7. (μόριο μέλλοντα) θα•

    он будет читать αυτός θά διαβάζει,

    εκφρ.
    быть можетκ. может быть βλ. στη λ. мочь 1
    быть так – ας είναι (ας γίνει) έτσι•
    быть (чему) – απαραίτητα, οπωσδήποτε θα συμβεί•
    быть беде – οπωσδήποτε θα έρθει συμφορά•
    так и быть – ας γίνει (ας είναι) κι έτσι•
    быть за кого – είμαι με το μέρος κάποιου•
    быть за одно с кем – έχω τις ίδιες ιδέες με κάποιον, είμαι το ι’διο με κάποιον•
    как -? – τι να γίνει;•
    будь что будет – ας γίνει ό,τι θέλει•
    была не была – πρέπει να ριψοκινδυνέψω, ό,τι βγει, ό,τι γίνει•
    что будет, то будет – ό,τι γίνει ας γίνει, ό,τι έβρεξε, κατέβασε.

    Большой русско-греческий словарь > быть

  • 43 ввод

    α.
    1. εισαγωγή, μπάσιμο•

    ввод войск в город εισαγωγή στρατευμάτων στην πόλη.

    2. εισαγωγή ηλεκτρικών καλωδίων.
    εκφρ.
    ввод во владение ή в наследство – μεταβίβαση κυριότητας ή κληρονομιάς.

    Большой русско-греческий словарь > ввод

  • 44 вид

    -а (-у), προθτ. о виде, в виде, в виду, на виду а.
    1. μορφή, όψη, εμφάνιση, παρουσιαστικό φάτσα, φιγούρα σχήμα•

    жалкий вид άθλια μορφή•

    наружный вид εξωτερική εμφάνιση•

    гора эта имеет вид конуса το βουνό αυτό είναι κωνοειδές•

    жемчуг в -е груши μαργαριτάρι απιοειδές.

    || (έκφραση προσώπου) όψη, ύφος, θωριά, αέρας•

    больной вид ασθενική όψη•

    строгий вид αυστηρό ύφος•

    важный вид σοβαρό ύφος•

    радостный вид χαρούμενη όψη.

    || κατάσταση•

    в нормальном -е σε κανονική κατάσταση•

    в пьяном -е σε κατάσταση μέθης.

    2. προοπτική, άποψη, θέα•

    комната с -ом на море δωμάτιο με θέα προς τη θάλασσα•

    вид на город η άποψη της πόλης.

    || τοπίο•

    альбом с -ами Греции λεύκωμα με τοπία της Ελλάδας.

    3. με τις προθέσεις: в, из, на, при σχηματίζει γλωσσικούς συνδυασμούς•

    в -у, на -у εν όψει•

    в -у неприятеля εν όψει του εχθρού•

    на -у у всех εν όψει όλων, μπροστά στα μάτια όλων•

    испугаться при -е зверя φοβούμαι αντικρίζοντας το θηρίο•

    у меня нет ничего в -у δε βλέπω τίποτε μπροστά μου•

    ей на вид 50 лет αυτή δείχνει για πενηντάρα•

    при -е опасности εν όψει του κινδύνου•

    потерять из -у χάνω από τη θέα (όραση, μάτια).

    4. πλθ. -ы προοπτική, υπολογισμοί, προύποθέσεις•

    -ы на будущее οι προοπτικές για το μέλλον•

    -ы на урожай προοπτικές για τη σοδειά.

    5. παλ. η ταυτότητα.
    εκφρ.
    вид на жительство – είδος ταυτότητας•
    в -е – σαν, ωσάν, εν είδει, δίκην•
    для -а – α) για τα μάτια, για το θεαθήναι, β) για φάτσα, για επίδειξη, για μόστρα•
    на, по -у, с -у – εξ όψεως, από την όψη, κατ’ όψιν•
    под -ом – με την πρόφαση•
    видать -ы – βλέπω, περνώ, δοκιμάζω πολλά•
    иметь -ы – υπολογίζω, σκοπεύω, έχω κατά νου, αποβλέπω, αποσκοπώ, ξαμώνω•
    не подать ή не показать -у – δε δείχνομαι (δε δείχνω σημεία,πού μπορεί να με αντιληφθούν)" делать вид κάνω πώς, προσποιούμαι•
    быть на -у – τραβώ την προσοχή, φαίνομαι•
    иметь в -у – α) έχω υπ’ όψη μου. β) εννοώ, υπονοώ•
    ни под каким -ом – με κανένα τρόπο, με καμιά πρόφαοη•
    вид в ложном -е – ψεύτικα, ψευδώς• διαστρεβλωμένα" ставить на вид προειδοποιώ (για τιμωρία, ποινή)- упустить ή выпустить из -у λησμονώ, ξεχνώ, απαλείφω από τη μνήμη, παραδίδω στη λήθη•
    в -у – λόγω, ένεκα•
    он уволен от должности в -у его неспособности – απολύθηκε άπο τη θέση λόγω ανικανότητας•
    в малом -е – εν σμι-κρώ, σε σμικρογραφία.
    α.
    είδος• τύπος•

    разные -ы мрамора διάφορα είδη μαρμάρου.

    || (υποδιαίρεση)• είδος• γένος•

    ветла вид вид ивы η λευκή ιτιά είναι ένα είδος ιτιάς•

    отношение -а к роду (λογ., φιλοσ.) η σχέση του είδους προς το γένος.

    (γλωσ.)•μορφή•

    глагол несовершенного -а ρήμα διαρκείας (διαρκούς μορφής)•

    глагол совершенного -а ρήμα στιγμιαίο (στιγμιαίας μορφής).

    Большой русско-греческий словарь > вид

  • 45 вступить

    -плю, -пишь ρ.σ.
    1. εισέρχομαι, εισχωρώ, εισδύω, μπαίνω•

    войска -ли в город τα στρατεύματα μπήκαν στην πόλη•

    вступить в новую фазу развития μπαίνω σε καινούρια φάση ανάπτυξης,

    2. γίνομαι μέλος•

    вступить в профсоюз μπαίνω στο συνδικάτο.

    3. οίρχίζω, ανοίγω•

    вступить в переписку αρχίζω ν’ αλληλογραφώ•

    вступить в переговоры αρχίζω διαπραγματεύσεις•

    вступить в разговор παίρνω μέρος στη συνομιλία•

    вступить в полемику αρχίζω την πολεμική ή παίρνω μέρος στη διαμάχη.

    εκφρ.
    вступить в действие – μπαίνω σε ισχύ•
    во владение – γίνομαι κτήτορας•
    вступить в должность – αναλαβαίνω τα υπηρεσιακά καθήκοντα•
    вступить в исполнение обязанностей – αρχίζω την εκτέλεση των καθηκόντων•
    вступить в брак – παντρεύομαι, νυμφεύομαι, συνάπτω γάμο, συνέρχομαι σε γάμο•
    - на путь – παίρνω (ακολουθώ) το δρόμο•
    вступить на престол – ανεβαίνω στο θρόνο.
    1. υπερασπίζομαι, παίρνω υπο την προστασία. || υποστηρίζω, παίρνω το μέρος•

    вступить за обиженных υποστηρίζω τους καταφρονεμένους.

    2. (απλ.) επεμβαίνω•

    -лась милиция επενέβηκε η αστυνομία.

    Большой русско-греческий словарь > вступить

  • 46 вступление

    ουδ.
    1. είσοδος, είσδυση, μπάσιμο•

    вступление войск в город είσοδος των στρατευμάτων στην πόλη•

    вступление на престол ανάρρηση στο θρόνο•

    вступление в должность ανάληψη υπηρεσίας.

    || εισδοχή•

    вступление в партию εισδοχή στο κόμμα•

    вступление в профсоюз εισδοχή στο συνδικάτο.

    2. εισαγωγή, πρόλογος•

    вступление к поэме εισαγωγή στο ποίημα.

    3. συμμετοχή.

    Большой русско-греческий словарь > вступление

  • 47 въезд

    α. είσοδος (μεταφορικών μέσων)•

    въезд запрещен απαγορεύεται η είσοδος•

    въезд в город η είσοδος στην πόλη.

    Большой русско-греческий словарь > въезд

  • 48 выбегать

    ρ.σ.μ.
    (απλ.) περιτρέχω, περιέρχομαι, γυρίζω τρέχοντας•

    выбегать весь город τρέχω (γυρίζω) όλη την πόλη.

    || φτάνω, επιτυγχάνω τρέχοντας.
    δεν μπορώ νά τρέξω άλλο.
    ρ.δ.
    βλ. выбежать.

    Большой русско-греческий словарь > выбегать

  • 49 вывезти

    -зу, -зешь, παρλθ. χρ. вывез, -ла, -ло, ρ.σ.μ.
    1. μεταφέρω (με μεταφ. μέσο)•

    мусор на свалку μεταφέρω τα σκουπίδια στο σκουπιδαριό•

    вывезти детей за город μεταφέρω τα παιδιά στην εξοχή.

    2. μεταφέρω, κουβαλώ, προσκομίζω•

    вывезти овощи на рынок μεταφέρω λαχανικά στην αγορά.

    || ανεβάζω, μεταφέρω επάνω, φέρω μαζί μου.
    3. (απλ.) βοηθώ (να βγει από δύσκολη κατάσταση).
    εκφρ.
    вывезти в светπαλ. βγάζω στην κοινωνία•
    вывезти на себя ή на своих плечах – σηκώνω όλο το βάρος στις πλάτες μου.
    (απλ.) αναχωρώντας μεταφέρω (παίρνω) όλα τα πράγματα μου.

    Большой русско-греческий словарь > вывезти

  • 50 град

    α.
    1. χαλάζι•

    дождь с -ом βροχο-χάλαζο•

    град идет πέφτει (ρίχνει) χαλάζι•

    побитый -ом χαλαζοχτυπημένος, βλαμμένος από το χαλάζι•

    град величиною с орех χαλάζι ίσαμε καρύδι.

    2. μτφ. πλήθος, αφθονία•

    град насмешек απανωτές κοροϊδίες•

    пот катился -ом πήγαινε (έτρεχε) ο ιδρώτας ποτάμι•

    пули сыпались-ом οι σφαίρες έπεφταν βροχή•

    град палочных ударов βροχή ξυλοκοπημάτων.

    α.
    βλ. город.

    Большой русско-греческий словарь > град

  • 51 губернский

    επ.
    κυβερνητικός, του κυβερνείου•

    -ое управление το κυβερνείο•

    губернский город η πρωτεύουσα του κυβερνείου.

    Большой русско-греческий словарь > губернский

  • 52 держать

    держу, держишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. держанный, βρ: -жан, -а, -о ρ.δ.μ.
    1. κρατώ, βαστώ•

    держать зонтик κρατώ την ομπρέλα.

    || εμποδίζω•

    кто меня -ит? ποιος με κρατάει;

    μτφ. δεν αφήνω να μου ξεφύγει•

    -йте вора! πιάστε τον κλέφτη!•

    держать а повиновении κρατώ σε υποταγή•

    держать собаку в цепи έχω δεμένο το σκυλί με αλυσίδα.

    || μτφ. διατηρώ, διαφυλάσσω.
    2. υποβαστάζω•

    балкон -ат четыре коллоны το μπαλκόνι το κρατούν τέσσερις κολλόνες.

    || συγκρατώ, παρεμποδίζω. || κατέχω.
    3. βάζω (θέτω) υπο κράτηση•

    держать в плену κρατώ σε αιχμαλωσία•

    держать под стражей κρατώ υπο φρούρηση.

    4. κρατώ σε•

    держать город в осадном положении κρατώ την πόλη σε κατάσταση πολιορκίας• — в неведении κρατώ σε άγνοια.

    || παλ. συμπέριφέρνομαι.
    5. αφήνω•

    держать окна откритими αφήνω τα παράθυρα ανοιχτά•

    держать глаза опущенными κρατώ τα μάτια χαμηλωμένα.

    6. φυλάσσω, διαφυλάσσω• έχω•

    держать деньги в сберкассе φυλάσσω τα χρήματα στο ταμιευτήριο.

    7. έχω, διατηρώ, διατρέφω•

    держать домашную птицу κρατώ οικόσιτα πουλερικά.

    || κατέχω, είμαι κάτοχος, διατηρώ•

    гостиницу κρατώ ξενοδοχείο.

    8. κατευθύνομαι•

    -и вправо! τράβα όλο δεξιά!

    εκφρ.
    –и кармам (шире)απλ. ειρν. κάνε όρεξη, περίμενε...
    держать курс ή путь – παίρνω κατεύθυνση προς•
    держать себя – φέρνομαι, αυμπεριφέρνομαι•(своё) слово κρατώ το λόγο (μου)•
    держать сторону чью ή руку – παίρνω το μέρος κάποιου•
    держать в уме ή в голове, в мыслях – κρατώ στό μυαλό, στό κεφάλι, στη σκέψη (θυμούμαι)•
    держать себя в руках – συγκρατιέμαι•
    держать кого в руках – συγκρατώ κάποιον•
    держать при себе – κρατώ μέσα μου (δεν εκδηλώνω)•
    ноги не -ат – δεν κρατιέμαι στα πόδια (από κούραση ή αδυναμία)•
    держать пост – κρατώ σαρακοστή, νηστεία•
    держать экзамены – δίνω εξετάσεις•
    никто вас не -ит – κανένας δεν σας κρατάει, ο δρόμος είναι ανοιχτός•
    держать речь – βγάζω λόγο, αγορεύω•
    держать ответ – απαντώ, δίνω απάντηση•
    держать в тайне ή в секрете – κρατώ μυστικό•
    держать обещание – κρατώ (τηρώ) την υπόσχεση.
    1. κρατιέμαι, βαστιέμαι•

    я -усь за вас, чтобы не упасть κρατιέμαι από σας, για να μήπέσω.

    2. υποβαστάζομαι, στηρίζομαι•

    мост –ится на пяти быках η γέφυρα στηρίζεται σε πέντε στύλους.

    || μτφ. υποστηρίζομαι, βασίζομαι.
    3. στέκομαι•

    он с трудом -лся на ногах με δυσκολία κρατιόνταν στα πόδια.

    || φέρομαι, συμπεριφέρομαι•

    он -ится очень скромно αυτός φέρεται πολύ ταπεινά.

    4. держать διατηρούμαι, σώζομαι•

    эта краска долго -ится αυτή η μπογιά κρατάει πολύ καιρό•

    ветхий дом ещё -ится^то παλιόαπιτο ακόμα κρατιέται.

    5. (στρατ.) αντιστέκομαι•

    крепость долго -лась το φρούριο κρατούσε πολύ καιρό.

    6. έχω κατεύθυνση•

    правой стороны κατευθύνομαι δεξιά.

    7. ακολουθώ, παραδέχομαι, είμαι υπέρ•

    держать строгих правил είμαι υπέρ των αυστηρών κανόνων (ηθών)•, либеральных взглядов ακολουθώ φιλερεύθερες ιδέες.

    || εμμένω, δε.ν παρεκκλίνω•

    держать прежнего мнения κρατώ τη γνώμη που είχα•

    держать намеченной цели δεν παρεκκλίνω από τον καθορισμένο σκοπό.

    8. φυλάσσομαι, διαφυλάσσομαι.
    9. διατηρούμαι.
    10. συγκρατιέμαι•

    она долго -лась, но наконец расплакалась αυτή πολύ κρατήθηκε, όμως τελικά ξέσπασε σε κλάματα.

    εκφρ.
    только -йсь! – μόνο κρατήσου! (για δύσκολη κατάσταση)•
    держать вместе – ενεργώ από κοινού•
    держать особняком – απέχω, αποτραβιέμαι, ζω κατά μόνας, μόνος.

    Большой русско-греческий словарь > держать

  • 53 заштатный

    επ. παλ.
    επαρχιακός•

    заштатный чиновник επαρχιακός κρατικός υπάλληλος•

    заштатный город επαρχιακή πόλη.

    Большой русско-греческий словарь > заштатный

  • 54 из

    κ. изо πρόθεση
    από, εκ• σημαίνει:
    1. κίνηση από κάποιο σημείο ή απομάκρυνση ή έξοδο•

    выйти из дому βγαίνω από το σπίτι•

    приехать из города έρχομαι από την πόλη•

    извлечь пулю из раны βγάζω τη σφαίρα από την πληγή•

    поезд пришёл - Москвы το τραίνο ήρθε από τη Μόσχα•

    достать платок из кармана βγάζω το μαντήλι από τη τσέπη•

    река вышла из берегов το ποτάμι, ξεχείλισε•

    вырасти из платья το φόρεμα μου είναι μικρό (επειδή αναπτύχτηκα σωματικά)•

    выйти из терпения χάνω την υπομονή•

    выбиваться из сил εξαντλούμαι, αποκάμω•

    изчезать из виду χάνω από τα μάτια μου, εξαφανίζεται, γίνεται άφαντος.

    2. προέλευση, πηγή•

    знать из газет μαθαίνω από τις εφημερίδες•

    цитата эта из виргилия το τσιτάτο αυτό είναι από το Βιργίλιο•

    из достоверных источников από έγκυρες πηγές•

    человек из Парижа παριζάνος.

    || καταγωγή•

    из рабочей семьи από εργατική οικογένεια•

    он происходит из дворин αυτός κατάγεται από ευγενείς.

    || (δια)χωρνσμό•

    некоторые из учеников μερικοί από τους μαθητές•

    один из них ένας απ αυτούς•

    младший из братьев ο μικρότερος αδελφός.

    3. πολλαπλότητα σύνθεση•

    букет из роз ανθοδέσμη από τριαντάφυλλα•

    комиссия из трёх членов επιτροπή τριμελής•

    стадо из коров и овец κοπάδι από αγελάδες και πρόβατα.

    4. δηλώνει την ύλη από την οποία κατασκευάστηκε•

    ложка из серебра ασημένιο κουτάλι•

    брошка из золота χρυσή καρφίτσα•

    кукла из тряпок κούκλα από κουρέλια•

    варенье из вишен γλυκό από βύσινα•

    мост из железобетона γέφυρα από (με) μπετόν-αρμέ.

    5. διά, με•

    изо всех сил με όλες τις δυνάμεις.

    6. ανάπτυξη•

    из жёлудя вырос дуб από το βαλανίδι μεγάλωσε βαλανιδιά•

    из посёлка возник город από συνοικία έγινε πόλη•

    из либерала он стал реакционером από φιλ,ελεύθερος έγινε αντιδραστικός.

    7. δηλώνει αιτία, αφορμή, σκοπό•

    из зависти από ζήλεια•

    убийство из ревности φόνος από ζηλοφθονία•

    из личных выгод από προσωπικά ωφέλη, από ιδιοτέλεια•

    много шума из пустяков πολύς θόρυβος από το τίποτε•

    из уважения από σεβασμό.

    || παλ. στον, στην, στό•

    он получил двойку из истории αυτός πήρε δυάρι στην ιστορία.

    || μαζί με την πρόθεση «В» σημαίνει επανάλειψη, συνέχεια, διάρκεια•

    из года в год από χρόνο σε χρόνο•

    изо дня в день από μέρα σε μέρα•

    из края в край από άκρη σε άκρη•

    из дома в дом από σπίτι σε σπίτι•

    из рук в руки από χέρι σε χέρι•

    из угла в угол από γωνία σε γωνία.

    Большой русско-греческий словарь > из

  • 55 избегать

    ρ.σ.μ. περιέρχομαι, γυρίζω, περιτρέχω•

    -ал за день весь город για μια μέρα γύρισα όλη την πόλη.

    1. κουράζομαι από τα πολλά τρεξίματα.
    2. μτφ. (για παιδιά) παρεκτρέπομαι, εξωκέλλω.
    ρ.δ.
    1. αποφεύγγώ•

    он -ет знакомых, предпочитает уединение αυτός αποφεύγει τους γνωστούς, προτιμά τη μοναξιά•

    они -ет смотреть в глаз£ αυτή αποφεύγει να κοιτάζει στα μάτια•

    избегать встречи с кем-л. αποφεύγω να συναντηθώ με κάποιον.

    2. διαφεύγω, ξεφεύγω•

    избегать наказания αποφεύγω την τιμωρία•

    опасности αποφεύγω τον κίνδυνο.

    Большой русско-греческий словарь > избегать

  • 56 избить

    изобью, изобьшь, προστκ. избей, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. избитый, βρ: -бит, -а, -о ρ.σ.μ.
    1. δέρνω,, χτυπώ•

    избить до полу-смрти δέρνω μέχρι αναισθησίας.

    2. παλ. εξοντώνω, ξεκάνω, αφανίζω•

    ворвавшись в город завоеватели -ли всё население поголовно σαν εισόρμησαν στην πόλη οι καταχτητές, αφάνισαν όλον τον πληθυσμό.

    3. βλάφτω, χαλνώ, αχρηστεύω•

    -ли-всю дорогу телегами χάλασαν όλο το δρόμο με τα κάρα.

    1. χτυπιέμαι, μωλωπίζομαι•

    падая с лестницы, он весь -ился πέφτοντας αυτός από τη σκάλ.α καταχτυπήθηκε.

    2. βλάφτομαι,χαλνώ, αχρηστεύομαι.

    Большой русско-греческий словарь > избить

  • 57 кантональный

    επ.
    του καντονίου•

    -ые выборы εκλογές καντονίου•

    кантональный город πρωτεύουσα καντονίου.

    Большой русско-греческий словарь > кантональный

  • 58 лежать

    лежу, лежишь,
    επιρ. μτχ. лжа, ρ.δ.
    1. ξαπλώνω, πλαγιάζω, κοίτομαι•

    лежать на солнце ξαπλάνω στον ήλιο•

    лежать ничком ξαπλώνω μπρούμυτα•

    лежать ниц ξαπλώνω πρηνηδόν, μπρούμυτα•

    -навзничь ξαπλώνω ανάσκελα•

    лежать на боку ξαπλώνω στο πλευρό•

    лежать на спин ακουμπώ στη ραχη•

    лежать пластом ξαπλώνω φαρδιά-πλατιά.

    || μένω•

    без чувств μένω αναίσθητος•

    лежать в обморок μένω λιπόθυμος.

    || είμαι άρρωστος•

    он -ит в больнице αυτός είναι άρρωστος στο νοσοκομείο.

    || σε συνδυασμό με λέξεις της ίδιας ρίζας: «лежмя», «лежнем», «в лёжку» προσδίδει επίταση•

    в лёжку лежать ξαπλώνω φεφδιά-πλατιά.

    || κείμαι (νεκρός).
    2. (για αντικείμενα) βρίσκομαι σε οριζόντια θέση, κείμαι. || είμαι, επικάθομαι, κείμαι.
    4. εκτείνομαι•

    город -ит на берегу моря η πόλη εκτείνεται κατά μήκος της παραλίας.

    5. κάθομαι, κείμαι.
    6. περικλείνομαι, περιέχομαι.
    εκφρ.
    лежать на боку ή на печи – τεμπελιάζω•
    лежать под сукном – παίραμένω στο χρονοντούλαπό (για αιτήσεις, υποθέσεις κλπ.)• плохо лежит δεν είναι ασφαλισμένα, μπορεί να κλεφτεί•
    душа ή сердце не -ит к кому-чему – δεν είμαι καλοδιατεθημένος προς κάποιον ή για κάτι.
    ξαπλώνω, πλαγιάζω.

    Большой русско-греческий словарь > лежать

  • 59 многолюдный

    επ., βρ: -ден, -дна, -дно; πολυάνθρωπος, πολυπληθής, κοσμοβριθής. -ая демонстрация πολυπληθής διαδήλωση•

    многолюдный город πολυάνθρωπη (μεγάλη) πόλη.

    || πολυσύχναστος•

    -ая улица πολυσύχναστη οδός.

    Большой русско-греческий словарь > многолюдный

  • 60 наложить

    -ожу, -ожишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. наложенный, βρ: -жен, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. επιθέτω, επιβάλλω. || θέτω, βάζω, τοποθετώ.
    2. καλύπτω, σκεπάζω.
    3. γεμίζω, πληρώ.
    4. με σημ. ρ. σχηματιζόμενου από το αντικείμενο•

    арест на имущество κατάσχω την περιουσία•

    -запрт απαγορεύω•

    наложить налог φορολογώ•

    наложить штраф προστιμάρω•

    наложить на город контрибуцию επιβάλλω στην πόλη συνεισφορά•

    наложить воз дров φορτώνω ένα κάρο καυσόξυλα.

    || γράφω• θεωρώ•

    наложить резолюцию на заявление γράφω απόφαση πάνω στην αίτηση•

    наложить визу θεωρώ διαβατήριο,

    5. χτυπώ, δέρνω, ξυλίζω.
    εκφρ.
    наложить печать (-ти) – σφραγίζω, κλείνω (απαγορεύω τη χρησιμοποίηση)•
    - печать на помещение – σφραγίζω οίκημα•
    наложить печать на кого – αφήνω τα ίχνη επίδρασης σε κάποιον•
    наложить руку (лапу)на что – καταχτώ, βάζω κάτω από την επίδραση μου•

    Большой русско-греческий словарь > наложить

См. также в других словарях:

  • Город-спутник АЭС — …   Википедия

  • Город воров — The Town Жанр криминальная драма …   Википедия

  • Город Давида — (ивр. עיר דוד‎  Ир Давид)  старейший населённый район Иерусалима на месте древнего города периода иевусеев (называвших его Йевус), а также периода Первого и Второго Иерусалимских храмов. Уже в Бронзовом веке был обнесённым стенами… …   Википедия

  • Город Грехов (фильм, 2005) — Город Грехов Sin City Жанр Комикс Режиссёр Роберт Родригес Фрэнк Миллер Квентин Тарантино В  …   Википедия

  • Город Бизнеса — Город Бизнеса …   Википедия

  • Город секса — Private Gold 78: Sex City 1 …   Википедия

  • Город (значения) — Город: Город  крупный (по сложившимся стереотипам) населённый пункт, жители которого заняты, как правило, вне сельского хозяйства. Город (с большой буквы) историческая (обычно центральная) часть некоторых городов, которая была огорожена… …   Википедия

  • Город в Горах (Макс Фрай) — Город в Горах  вымышленный город из серий книг «Лабиринты Ехо» и «Хроники Ехо» Макса Фрая. В начале этот город был любимым сновидением Сэра Макса, но после поездки в Кеттари, описанной в первой книге серии «Лабиринты Ехо», этот город стал… …   Википедия

  • Город обмана — «Город обмана» …   Википедия

  • Город-сад — Лё Ложи (Le Logis) в Ватермель Буасфор под Брюсселем Город сад градостроительная концепция, возникшая в начале XX века. Содержание …   Википедия

  • Город Грехов 2 — Sin City 2 Жанр Комикс Режиссёр Роберт Родригез, Фрэнк Миллер Автор сценария Роберт Родр …   Википедия

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»