Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

в+городе

  • 1 районный

    районный περιοχικός, συνοικιακός· περιφεριακός (в городе, в области )' αχτιδικός (в партийной структуре)
    * * *
    περιοχικός, συνοικιακός; περιφεριακός (в городе, в области); αχτιδικός ( в партийной структуре)

    Русско-греческий словарь > районный

  • 2 город

    город
    м ἡ πόλη, ἡ πόλις:
    большой \город ἡ μεγαλούπολη· главный \город ἡ κυριώτερη πόλη· провинциальный \город ἡ ἐπαρχιακή πόλη· портовый \город τό λιμάνι· в черте́ \города στά πλαίσια τής πόλης· в \городе, по *-у στήν πόλη· поехать за город πηγαίνω στήν ἐξοχή· за городом στήν ἐξοχή, στά προάστεια.

    Русско-новогреческий словарь > город

  • 3 неблагоустроенный

    неблагоустроенный
    прил ἀπεριποίητος (о городе и т. ἡ.)/ ἄβολος, χωρίς ἀνέσεις (о квартире).

    Русско-новогреческий словарь > неблагоустроенный

  • 4 незащищенный

    незащищенн||ый
    прич. и прил ἀνυπεράσπιστος, ἀπροστάτευτος, ἀπροφύλακτος / ἀνοχύρωτος, ἀνοικτός (о городе):
    \незащищенный от ветра ἐκτεθειμένος στον ἀέρα, ἀνεμόδαρτος· \незащищенныйая гавань ἀναπεπταμένος δρμος.

    Русско-новогреческий словарь > незащищенный

  • 5 район

    район
    м
    1. (местность, округа) ἡ περιοχή, ἡ ζώνη:
    отдаленный от центра \район περιοχή μακρυά ἀπό τό κέντρο· угольный \район ἡ ἀνθρακοφόρος περιοχή, ἡ περιοχή ἀνθρακωρυχίων промышленный \район ἡ βιομηχανική περιοχή· укрепленный \район ἡ ὁχυρωμένη ζώνη· \район бо́я ἡ ζώνη τής μάχης· \район военных действий ἡ περιοχή τῶν πολεμικών ἐπιχειρήσεων
    2. (административный) τό τμήμα, ἡ συνοικία (в городе)/ ἡ περιφέρεια (в области).

    Русско-новогреческий словарь > район

  • 6 райсовет

    райсовет
    м (районный совет) ἡ ἀχτιδική ἐπιτροπή τῶν Σοβιέτ πόλης (в городе)/ ἡ περιφερειακή ἐπιτροπή τῶν Σοβιέτ (в области).

    Русско-новогреческий словарь > райсовет

  • 7 витать

    ρ.δ.
    1. (παλ.) διαμένω, ζω•

    витать в городе ζω στην πόλη•

    витать в облаках (μτφ.) ζω στα σύννεφα (ξεκομμένος απ’ τη ζωή, την πραγματικότητα).

    2. είμαι, βρίσκομαι-• περιφέρομαι, στριφογυρίζω• επικρέμαμαι•

    смерть -ет над больным ο θάνατος, (ο χάρος) περιμένει τον άρρωστο.

    εκφρ.
    витать между небом и землей – ζω στους αιθέρες (μακριά από την πραγματικότητα).

    Большой русско-греческий словарь > витать

  • 8 знакомство

    ουδ.
    1. γνωριμία•

    завязать ή заводить знакомство πιάνω γνωριμία•

    состоять в -е γνωρίζομαι, έχω γνωριμία•

    прекратить с кем-л. всякое знакомство κόβω κάθε σχέση με κάποιον•

    поддерживать с кем-л. знакомство διατηρώ (έχω) σχέσεις με κάποιον.

    2. πλθ. -а γνωριμίες, γνωστοί•

    большое знакомство πολλές γνωριμίες•

    иметь -а в городе έχω γνωστούς στην πόλη.

    3. ύπαρξη γνώσεων•

    знакомство с ядерной физикой γνωριμία με την πυρινική φυσική.

    εκφρ.
    по -у – με γνωριμία•
    с первого -.а – από την πρώτη στιγμή που γνωρίστηκα.

    Большой русско-греческий словарь > знакомство

  • 9 насчитывать

    ρ.δ.
    βλ. насчитать. || αριθμώ•

    Афины в 1836 году насчитыватьли 14 000 жителей η Αθήνα το 1836 είχε 14 000 κατοίκους.

    υπολογίζομαι, λογαριάζομαι, αριθμούμαι υπάρχω, έχω•

    в этом городе -ется милион жителей αυτή η πόλη έχει ένα εκατομύριο κατοίκους.

    Большой русско-греческий словарь > насчитывать

  • 10 появиться

    -явлюсь, -явишься ρ.σ.
    1. εμφανίζομαι, παρουσιάζομαι φανερώνομαι•

    в городе -лась холера στην πόλη εμφανίστηκε χολέρα•

    -лся незнакомец εμφανίστηκε ένας άγνωστος.

    || βγαίνω, δημοσιεύομαι.
    2. προβάλλω, ξεπροβάλλω, αναφαίνομαι.

    Большой русско-греческий словарь > появиться

  • 11 пребывание

    ουδ.
    1. παραμονή•

    пребывание у власти παραμονή στην εξουσία.

    2. παλ. διαμονή•

    место постоянного -я τόπος μόνιμης διαμονής•

    во время -я моего в городе κατά τη διαμονή μου στην πόλη.

    Большой русско-греческий словарь > пребывание

  • 12 пробить

    -бью, -бьшь, παρλθ. χρ. пробил
    -ла, -ло, προστκ. пробей
    ρ.σ.
    1. διατρυπώ με χτυπήματα• διαπερνώ•

    пробить стену τρυπώ τον τοίχο•

    пробить отверстие ανοίγω τρύπα•

    пробить брешь κάνω ρήγμα.

    || σπάζω, θραύω•

    река -ла плотину το ποτάμι έσπασε το φράγμα.

    || διαπερνώ, διέρχομαι•

    лучи солнца тучу -ли οι ακτίνες του ήλιου διαπέρασαν το σύννεφο.

    2. διανοίγω (οδό, δίοδο κ.τ.τ.).
    3. βλ. проконопатить.
    4. (στα παιγνίδια) χτυπώ επιτυχώς• βάζω (γκολ κ.τ.τ.).
    5. χτυπώ, παράγω ήχους• κρούω•

    пробить в колокол χτυπώ την καμπάνα•

    пробить в барабан τυμπανίζω•

    пробить тревогу σημαίνω συναγερμό•

    часы -ли пять раз το ρολόγι χτύπησε πέντε η ώρα•

    в городе -ло полночь στην πόλη χτύπησε μεσάνυχτα.

    6. (απρόσ.) συμπληρώνω, κλείνω•

    мне -ло 18 лет εγώ έκλεισα τα 18 χρόνια.

    εκφρ.
    пробить себе дорогу (путь) – σταδιοδρομώ με δικές μου προσπάθειες•
    час -йл! – σήμανε η ώρα! ήρθε ο καιρός! (για κάτι).
    1. διέρχομαι, περνώ ανάμεσα από διεισδύω.
    2. (ανα)φύομαι, βγαίνω, προβάλλω. || μτφ. (για αισθήματα)• εκδηλώνομαι, εμφανίζομαι, φανερώνομαι.
    3. μτφ. χτυπώ ρυθμικά (για σφυγμό, καρδιά κ.τ.τ.).
    4. μτφ. καταβάλλω προσπάθειες, μάχομαι, πολεμώ.
    5. τα κακοβολεύω, τα βολεύω με δυσκολία•

    мы -лись кое-как до весны τα βολέψαμε όπως-ό-πως ως την Ανοιξη.

    εκφρ.
    пробить в люди – αναδείχνομαι στην κοινωνία.

    Большой русско-греческий словарь > пробить

  • 13 расположить

    -ложу, -ложишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. расположенный, βρ: -жен, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. τακτοποιώ, διευθετώ, διαρυθμιζω, κανονίζω•

    расположить мебель τακτοποιώ τα έπιπλα•

    по другому διευθετώ αλλιώς (μετατάσσω)•

    слова по алфавиту βάζω τις λέξεις κατά αλφαβητική σειρά.

    || διατάσσω, κάνω διάταξη• τοποθετώ•

    расположить отряд по позициям κάνω διάταξη του τμήματος στις θέσεις•

    расположить полк на отдых в городе βάζω το σύνταγμα για ξεκούραση στην πόλη.

    || διαθέτω, προγραμματίζω.
    2. διαθέτω ευνοίκά• προδιαθέτω• κατευθύνω, προσελκύω•

    чем ты -ил его к себе? πως τον πήρες με το μέρος σου;•

    расположить кого–нибудь в свою пользу προσελκύω κάποιον με το μέρος μου.

    1. εγκα-τασταίνομαι• τοποθετούμαι•

    расположить лагерем στρατοπεδεύω, στρατωνιζομαι • καταυλίζομαι.

    || τακτοποιούμαι, βολεύομαι. || κάθομαι, πιάνω θέση. || εκτείνομαι•

    город -лся на склоне горы η πόλη ήταν χτισμένη στην πλαγιά του βουνού.

    2. προτίθεμαι, σκοπεύω, σχεδιάζω.

    Большой русско-греческий словарь > расположить

  • 14 решить

    -щу, -шишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. решенный, βρ: -шен, -шена, -шено
    ρ.σ.
    1. αποφασίζω•

    он -ил остаться на лето в городе αυτός αποφάσισε να μείνει το καλοκαίρι στην πόλη.

    2. (νομ.) εκδίδω, βγάζω απόφαση•

    суд -ил дело в мою пользу το δικαστήριο έβγαλε απόφαση υπέρ εμού.

    3. λύνω•

    решить кроссворд λύνω το σταυρόλεξο•

    решить задачу (μαθ.) λύνω το πρόβλημα•

    решить уравнение λύνω την εξίσωση•

    решить загадку λύνω το αίνιγμα•

    решить вопрос, проблему λύνω το ζήτημα, το πρόβλημα.

    4. παλ. διαλύω, απομακρύνω, διώχνω.
    5. τελειώνω, περατώνω.
    6. (απο)στερώ. || σκοτώνω, φονεύω.
    εκφρ.
    решить жизни – (απλ.) σκοτώνω•
    решить судьбу ή участь – αποφασίζω (καθορίζω, κρίνω) την τύχη•
    - шено и подписано – αποφασίστηκε και υπογράφηκε (έληξε οριστικά και αμετάκλητα).
    1. αποφασίζω, παίρνω απόφαση. || τολμώ, αποκοτώ.
    2. αποφασίζομαι, καθορίζομαι, κρίνομαι•

    участь его -лась η τύχη του αποφασίστηκε.

    3. (απλ.) αχρηστεύομαι. || πεθαίνω.
    4. (απλ.) στερούμαι, χάνω•

    решить жизни πεθαίνω.

    Большой русско-греческий словарь > решить

  • 15 ужиться

    уживусь, ужившься, παρλθ. χρ. ужился, -лась, -лось
    ρ.σ.
    1. συνηθίζω σ ένα μέρος•

    я -лся в новом городе συνήθισα στην καινούρια πόλη.

    || τα ταιριάζω, συνταιριάζω, ομονοώ, μονιάζω•

    с женой он не -лся με τη γυναίκα του αυτός δεν τα ταίριαζε.

    2. μτφ. συμβιβάζομαι• συνυπάρχω•

    деспотизм не может ужиться с просвещением ο δεσποτισμός δε μπορεί να συμβιβαστεί με τη διαφώτιση.

    Большой русско-греческий словарь > ужиться

  • 16 форменный

    επ.
    1. της καθιερωμένης στολής-форменныйая полицейская фуражка το αστυνομικό καπέλο•

    форменный фрак καθιερωμένο φράκο.

    2. τυπικός, καθιερωμένος.
    3. μτφ. πραγματικός, αληθινός•

    форменный дурак πραγματικός βλάκας•

    в городе шёл -бой στην πόλη γίνονταν πραγματική μάχη.

    Большой русско-греческий словарь > форменный

  • 17 циркулировать

    -рую, -руешь
    ρ.δ. κυκλοφορώ•

    кровь -рует в теле человека το αίμα κυκλοφορεί στο σώμα του ανθρώπου•

    в городе -руют слухи στην πόλη κυκλοφορούν φήμες•

    по бульвару βολτάρω στη λεωφόρο.

    Большой русско-греческий словарь > циркулировать

  • 18 что

    чего, чему, чем, о чём αντων.
    1. (ερωτηματική)• τι•

    что мне теперь сделать? τι να κάνω τώρα;•

    что случилось? τι συνέβηκε;•

    что вы сказали? τι είπατε;•

    что нового? τι νέα;•

    о чём вы говорите? για τι μιλάτε; (περί τίνος μιλάτε;)• о чём вы думаете? τι σκέπτεστε;•

    что это такое? τι ειν αυτό;•

    ну что? λοιπόν τι;

    2. (αναφ.) αυτό που, αυτό το οποίο• ό,τι•

    я знаю что вы хотите ξέρω, τι θέλετε•

    я знаю, о чём думаете ξέρω, τι σκέπτεστε•

    я вам прочту что вы хотите θα σας διαβάσω ό,τι εσείς θέλετε.

    3. (αναφ.) οποίος, -α, -ο• που•

    книга, что лежит на столе το βιβλίο, που είναι πάνω στο τραπέζι•

    то, что... αυτό, που...• я вижу то, что лежит на столе βλέπω αυτό, που είναι πάνω στο τραπέζι.

    4. γιατί•

    что вы такой грустный? γιατί είστε έτσι θλιμμένος;•

    что вы так долго не спите? γιατί τόση ώρα δεν κοιμάστε;•

    а что? και γιατί;

    5. επίρ. πόσο, τι•

    стоит эта книга? πόσο κοστίζει αυτό το βιβλίο.

    || πόσος, -η, -ο•

    что денег истрачено!πόσα χρήματα ξοδεύτηκαν!•

    что сил истрачено! πόσες δυνάμεις ξοδεύτηκαν! (πάνε χαμένες!).

    || όσος, -η, -ο•

    что было у меня сил όσες δυνάμεις είχα.

    6. κάτι (τι), τίποτε•

    если что знаешь, так скажи αν ξέρεις κάτι τι, πες το•

    что чуть, в случае чего, бегите за мной σε περίπτωση που συμβεί κάτι, τρέξτε σε μένα.

    7. τι•

    что за шум? τι θόρυβος είναι αυτός;•

    что толку; что пользы; что хорошето τι νόημα, τι όφελος, τι το καλό.

    8. ό,τι•

    всего что я знал, рассказал отцу όλα όσα ήξερα,τα είπα στον πατέρα.

    || ο οποίος, -α, -ο•

    старая черешня что посажена дедушкой η παλαιά κερασιά, που την είχε φυτέψει ο παππούς.

    εκφρ.
    а -? – και τι;•
    до чего... – α) εξαιρετικά•
    до чего хорош! – εξαιρετικά καλός (εξαίσιος), β) ως που, σε τι (ποιόν) βαθμό•
    до чего ты меня довл – σε τι βαθμό (κατάσταση) με έφερες ή με κατάντησες!•
    к чему – γιατί, προς τι, για ποιο λόγο ή σκοπό•
    не к чему – δεν έχει κανένα νόημα, δε χρειάζεται, σε τίποτε δεν ωφελεί•
    ни к чему – (ως κατηγ.)• δε χρειάζομαι•
    тебе, мальчик, домой уйти, а здесь ты ни к чему – εσύ, μικρέ, να πας στο σπίτι, εδώ εσύ δε χρειάζεσαι•
    с чего – από τι, από που και ως που, για ποιο λόγο, γιατί, που βασιζόμενος•
    ни за что – σε καμιά περίπτωση, με κανένα λόγο•
    ни за что и ни за что ни про что – τελείως άδικα, άδικα των αδίκων, στα χαμένα, μάταια• (уж) на что τόσο πολύ, σε τέτοιο βαθμό•
    хоть бы что – (ως κατηγ.) είναι τελείως αδιάφορο•
    чего-чего, а... – βρε, τι είν αυτό... что ли (ль) τι, μήπως•
    что бы ни.... – όλο, οποιοδήποτε•
    что бы... – είθε, μακάρι, άμποτε•
    что ты (вы)! – (για θαυμασμό, φόβο) τι λες (λέτε)! (ну) что ж (же) (ενδοτικό) λοιπόν, τι (να γίνει), άλλος δρόμος δεν υπάρχει,παρά να... что (это) за α) τι είν αυτό•
    что это за бумаги – τι χαρτιά είν αυτά. β) τι• (για θαυμασμό, αγανάκτηση κλπ.) что за день сегодня! τι μέρα σήμερα!•
    что за здание! – τι (ωραίο) κτίριο!•
    что говорить – τι να πεις (είναι καλό, σωστό, άμεμπτο)•
    что ни (на) есть – ό,τι υπάρχει και δεν υπάρχει (όλα παντελώς)•
    чем не – και τι δεν έχει για, τι δεν ταιριάζει για... чем он не учный? τι έχει αυτός, που δεν του ταιριάζει για επιστήμονας;•
    во что бы то ни стало – οπωσδήποτε, με οποιοδήποτε μέσο και τρόπο•
    ни во что не ставить ή считать – δεν τον έχω, θεωρώ για τίποτε•
    ни с чем уйти (остаться, вернуть(ся) – φεύγω, μένω, επιστρέφω με αδεινά τα χέρια (άπρακτος).
    ειδ. σύνδ.
    1. ότι, πως•

    я знаю что это правда ξέρω ότι αυτό είναι αλήθεια•

    говорят, что он болен λένε πως αυτός είναι άρρωστος.

    2. ότι, που•

    я счастлив что вас вижу είμαι ευτυχής που σας βλέπω.

    3. όπως, σαν.
    4. χρον. σύνδ. παλ. μόλις, ευθύς, άμα.
    5. σύνδ. διαχωριστικός• τι..., τι...• что в городе, что в деревне что одно и тоже τι στην πόλη, τι στο χωριό что ένα, και το ίδιο.
    6. μόριο (στα λαϊκά τραγούδια)• τι• (στην αρχή του στίχου).
    εκφρ.
    только и..., что – αποκλειστικά, μόνο (ότι).

    Большой русско-греческий словарь > что

См. также в других словарях:

  • Городе́цкого ме́тоды — (В.К. Городецкий, р. 1931 г., советский биохимик) методы количественного и качественного определения глюкозы в крови и моче, основанные на окислении глюкозы кислородом воздуха в присутствии фермента глюкозооксидазы; применяются для диагностики и… …   Медицинская энциклопедия

  • Городе́ц —         В Нижегородской области, областного подчинения, районный центр, в 70 км к северо западу от Нижнего Новгорода. Расположен в Заволжье, на левом берегу Волги (пристань), в 14 км к западу от железнодорожной станции Заволжье конечной станции… …   Города России

  • Секс в большом городе (телесериал) — У этого термина существуют и другие значения, см. Секс в большом городе. Секс в большом городе Sex The City …   Википедия

  • Секс в большом городе 2 — У этого термина существуют и другие значения, см. Секс в большом городе. Секс в большом городе 2 Sex and the City 2 …   Википедия

  • Секс в большом городе (фильм) — У этого термина существуют и другие значения, см. Секс в большом городе. Секс в большом городе Sex and the City: the Movie …   Википедия

  • Список эпизодов телесериала «Секс в большом городе» — В этой статье не хватает ссылок на источники информации. Информация должна быть проверяема, иначе она может быть поставлена под сомнение и удалена. Вы можете …   Википедия

  • Секс в большом городе (роман) — Секс в большом городе Sex and the City …   Википедия

  • Беспорядки в городе Джос (2008) — Расположение города Джос на карте Нигерии   …   Википедия

  • Секс в большом городе (Сезон 6) — В этой статье не хватает ссылок на источники информации. Информация должна быть проверяема, иначе она может быть поставлена под сомнение и удалена. Вы можете …   Википедия

  • Секс в большом городе (Сезон 3) — Секс в большом городе. Сезон 3 Обложка DVD издания третьего сезона. Страна …   Википедия

  • Секс в большом городе (сериал) — Секс в большом городе Sex and the City Жанр комедия Автор идеи Даррен Стар В главных ролях Сара Джессика Паркер Ким Кэтролл Кристин Дэвис Синтия Никсон …   Википедия

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»