-
1 выйти
выйти 1) εξέρχομαι, βγαίνω \выйти на улицу βγαίνω στο δρό μο все вышли? όλοι βγήκαν; 2) (появиться) εκδίδομαι, βγαίνω вышла из печати но вая книга εκδόθηκε ένα νέο βιβλίο вышел новый фильм βγήκε μια νέα ταινία 3) (удать ся ) πετυχαίνω у меня ничего не вышло δεν το πέτυχα ◇ \выйти замуж παντρεύομαι (για γυναί κα) \выйти из моды βγαίνω από τη μόδα* * *1) εξέρχομαι, βγαίνωвы́йти на у́лицу — βγαίνω στο δρόμο
все вы́шли? — όλοι βγήκαν
2) ( появиться) εκδίδομαι, βγαίνωвы́шла из печа́ти но́вая кни́га — εκδόθηκε ένα νέο βιβλίο
вы́шел но́вый фильм — βγήκε μια νέα ταινία
3) ( удаться) πετυχαίνωу меня́ ничего́ не вы́шло — δεν το πέτυχα
••вы́йти за́муж — παντρεύομαι (για γυναίκα)
вы́йти из мо́ды — βγαίνω από τη μόδα
-
2 выйти
выйтисов см. выходить. -
3 выйти
выйду, выйдешь, παρλθ. χρ. вышел, -шла, -шло, προστκ. выйди, μτχ. παρλθ. χρ. вышедший, επίρ. μτχ. выйдя ρ.σ.1. βγαίνω έξω, εξέρχομαι•выйти из дому βγαίνω άπο το σπίτι•
выйти из окружения βγαίνω από τον κλοιό•
выйти на улицу βγαίνω έξω• βγαίνω στο δρόμο•
выйти на охоту πηγαίνω κυνήγι•
выйти на прогулку βγαίνω περίπατο•
выйти на сцену βγαίνω στη σκηνή•
выйти на дорогу στο δρόμο•
выйти на добычу εξέρχομαι προς οίγραν (για κυνήγι).
|| μτφ. τίθεμαι εκτός, εξέρχομαι, βγαίνω•выйти из боя βγαίνω.εκτός μάχης•
выйти из игры βγαίνω από το παιγνίδι (χάνω)•
выйти из больницы βγαίνω από το νοσοκομείο, παίρνω εξιτήριο•
выйти из школы τελειώνω το σχολείο, αποφοιτώ από το σχολείο•
выйти на работу πηγαίνω στη δουλειά.
|| φυτρώνω•-шла кукуруза φύτρωσε το καλαμπόκι.
|| μτφ. απαλλάσσομαι•выйти из долгов βγαίνω από τα χρέη, ξεχρεώνομαι.
|| μτφ. χάνω•выйти из терпения χάνω την υπομονή.
|| βγαίνω•выйти из употребления αχρηστεύομαι•
выйти из себя βγαίνω από τον εαυτό μου, γίνομαι έξω φρενών.
2. εκδίδομαι•-шел первый номер журнала βγήκε το πρώτο νούμερο του περιοδικού.
3. αναδείχνομαι•выйти победителем βγαίνω νικητής.
4. φτάνω το όριο•он ростом не -шел αυτός δεν βγήκε στο ανάστημα.
5. γίνομαι, προκύπτω, αποβαίνω•из него -шел прекрасный работник αυτός έγινε θαυμάσιος εργατοτεχνίτης•
из этого отреза выйдет два костюма απ’ αυτό το κομμάτι υφάσματος θα βγουν δυό κοστούμια.
6. προέρχομαι, πηγάζω, προκύπτω•от свда вышли все недоразумения απ’ εδώ προέκυψαν όλες οι παρεξηγήσεις.
7. προέρχομαι, κατάγομαι•он -шел из народа αυτό βγήκε από το λαό, είναι λαογένητος.
8. εξέρχομαι•-из войны βγαίνω από τον πόλεμο.
9. Μέ τη λ. замуж παντρεύομαι•она -шла замуж αυτή παντρεύτηκε.
10. ξοδεύω, δαπανώ, καταναλώνω•за месяц -шло около кубаметра дров το μήνα μου πήγε περίπου ένα κυβικό καυσόξυλα.
|| τελειώνω, περνώ•εκφρ. выйти на пенсию βγαίνω (πηγαίνω) στη σύνταξη• выйти из берегов πλημμυρίζω, ξεχειλίζω• выйти из возраста ξεπερνώ το όριο ηλικίας• выйти из головы (ума, памяти) ξεχνώ, λησμονώ• выйти из доверия χάνω την εμπιστοσύνη κάποιου, δε χαίρω εμπιστοσύνης• выйти из положения βγαίνω από δύσκολη κατάσταση• выйти из пределов ή границ ξεπερνώ τα όρια• выйти из-под пера ή из-под кисти кого είμαι έργο του συγγραφέα, του καλλιτέχνη• выйти наружу φανερώνομαι, βγαίνω στα φόρα• не -шел чем δεν έγινε όπως περιμένονταν умом не -шел δεν του φτάνει, είναι λίγο κουτός• года -шли α) τα χρόνια ήρθαν(ωρίμασε), β) τα χρόνια πέρασαν (το κανονικό όριο).-шел срок τέλειωσε η προθεσμία.
-
4 выпустить
выпустить 1) (дать выйти) αφήνω, απολύω 2) (продукцию) παράγω \выпустить в продажу βγάζω στην αγορά 3) (издать ) εκδίδω δημοσιεύω* * *1) ( дать выйти) αφήνω, απολύω2) ( продукцию) παράγωвы́пустить в прода́жу — βγάζω στην αγορά
3) ( издать) εκδίδω; δημοσιεύω -
5 выступать
выступать, выступить 1) (выйти вперёд) προεξέχω 2) (отправляться) αναχωρώ, ξεκινώ 3) (публично) μιλώ ( δημόσια) εμφανίζομαι, παίζω (об актёре) \выступать перед микрофоном μιλώ στο μικρόφωνο·\выступать с предложением κάνω πρόταση* * *= выступить1) ( выйти вперёд) προεξέχω2) ( отправляться) αναχωρώ, ξεκινώвыступа́ть пе́ред микрофо́ном — μιλώ στο μικρόφωνο
выступа́ть с предложе́нием — κάνω πρόταση
-
6 выходить
-
7 тираж
тиражм1. (займа и т. ἡ.) ἡ κλήρωση [-ις] λαχείου:выйти в \тираж а) κληρώνομαι, б) перен τρώγω τά ψωμιά μου, παλιώνω·2. (издания) ὁ ἀριθμός ἀντιτύπων, τό τιράζ:выйти большим \тиражо́м ἐκδίδομαι σέ πολλά ἀντίτυπα· весь \тираж распродан ἡ ἔκδοση ἐξαντλήθηκε. -
8 боком
επίρ.1. πλευρικά, με το πλευρό, στο πλευρό•выйти -ом βγαίνω πλευρικά.
2. λοξά.εκφρ.выйти -ом – (απλ.) βγαίνω(έρχομαι) ανάποδα, αντίθετα, παρά τουΓ υπολογισμούς. -
9 из
κ. изо πρόθεσηαπό, εκ• σημαίνει:1. κίνηση από κάποιο σημείο ή απομάκρυνση ή έξοδο•выйти из дому βγαίνω από το σπίτι•
приехать из города έρχομαι από την πόλη•
извлечь пулю из раны βγάζω τη σφαίρα από την πληγή•
поезд пришёл - Москвы το τραίνο ήρθε από τη Μόσχα•
достать платок из кармана βγάζω το μαντήλι από τη τσέπη•
река вышла из берегов το ποτάμι, ξεχείλισε•
вырасти из платья το φόρεμα μου είναι μικρό (επειδή αναπτύχτηκα σωματικά)•
выйти из терпения χάνω την υπομονή•
выбиваться из сил εξαντλούμαι, αποκάμω•
изчезать из виду χάνω από τα μάτια μου, εξαφανίζεται, γίνεται άφαντος.
2. προέλευση, πηγή•знать из газет μαθαίνω από τις εφημερίδες•
цитата эта из виргилия το τσιτάτο αυτό είναι από το Βιργίλιο•
из достоверных источников από έγκυρες πηγές•
человек из Парижа παριζάνος.
|| καταγωγή•из рабочей семьи από εργατική οικογένεια•
он происходит из дворин αυτός κατάγεται από ευγενείς.
|| (δια)χωρνσμό•некоторые из учеников μερικοί από τους μαθητές•
один из них ένας απ αυτούς•
младший из братьев ο μικρότερος αδελφός.
3. πολλαπλότητα σύνθεση•букет из роз ανθοδέσμη από τριαντάφυλλα•
комиссия из трёх членов επιτροπή τριμελής•
стадо из коров и овец κοπάδι από αγελάδες και πρόβατα.
4. δηλώνει την ύλη από την οποία κατασκευάστηκε•ложка из серебра ασημένιο κουτάλι•
брошка из золота χρυσή καρφίτσα•
кукла из тряпок κούκλα από κουρέλια•
варенье из вишен γλυκό από βύσινα•
мост из железобетона γέφυρα από (με) μπετόν-αρμέ.
5. διά, με•изо всех сил με όλες τις δυνάμεις.
6. ανάπτυξη•из жёлудя вырос дуб από το βαλανίδι μεγάλωσε βαλανιδιά•
из посёлка возник город από συνοικία έγινε πόλη•
из либерала он стал реакционером από φιλ,ελεύθερος έγινε αντιδραστικός.
7. δηλώνει αιτία, αφορμή, σκοπό•из зависти από ζήλεια•
убийство из ревности φόνος από ζηλοφθονία•
из личных выгод από προσωπικά ωφέλη, από ιδιοτέλεια•
много шума из пустяков πολύς θόρυβος από το τίποτε•
из уважения από σεβασμό.
|| παλ. στον, στην, στό•он получил двойку из истории αυτός πήρε δυάρι στην ιστορία.
|| μαζί με την πρόθεση «В» σημαίνει επανάλειψη, συνέχεια, διάρκεια•из года в год από χρόνο σε χρόνο•
изо дня в день από μέρα σε μέρα•
из края в край από άκρη σε άκρη•
из дома в дом από σπίτι σε σπίτι•
из рук в руки από χέρι σε χέρι•
из угла в угол από γωνία σε γωνία.
-
10 из-под
κ. из-подо (πρόθεση με γεν.).1. σημαίνει το κάτω μέρος απ όπου αρχίζει η κίνηση, ενέργεια από κάτω (απο)•мальчик вылез из-под стола το αγόρι βγήκε από κάτω από το τραπέζι.
2. από τα πέριξ•он приехал из-под Москвы αυτός ήρθε από τα πέριξ της Μόσχας.
3. (σημαίνει αλλαγή) απο•освободить из-под слдствия απαλλάσσω από την ανάκριση•
вывести из-под удара αποφεύγω το χτύπημα•
выйти из-под влияния απαλλάσσομαι από την επίδραση•
выйти из-под стрижи δε φρουρούμαι πια.
4. (σημαίνει δοχείο από προηγούμενη χρήση ή για χρήση) από•бутылка из-под молоки μπουκάλι από γάλα•
метки из-под муки τσουβάλια από αλεύρι•
бсшка из-под варенья βάζο από γλυκό.
εκφρ.из-под носа – κάτω από τη μύτη (πλησιέστατα)•из-под полки – με το παλούκι (με το στανιό, με το ζόρι). -
11 вступать
μπαίνω, εισέρχομαι- в брак παντρεύομαι, συνάπτω γάμοαναλαμβάνω τα υπηρεσιακά καθήκονταРусско-греческий словарь научных и технических терминов > вступать
-
12 исход
1. (окончание, завершение) о τερματισμός, το τέλος, η λήξη, το αποτέλεσμα, η έκβαση 2. (способ выйти из сложных обстоятельств) το αποτέλεσμα, η λύση.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > исход
-
13 печать
1. (средство массовой информации) о τύποςвыйти из - и τυπώνομαι, εκδίδομαιнаходиться в - и βρίσκεται στην/υπό εκτύπωση/έκδοσηпоступать в - εκδίδομαι, βγαίνω (από την εκτύπωση)2. (типографский или иной сходный процесс) η εκτύπωσηглубокая - полигр. βαθιά -, η βαθυτυπία3. (издательское и типографское дело) η έκδοση 4. (прибор с вырезанными знаками для оттискивания их на чём-л. 5. (след, отпечаток чего-л.) το αποτύπωμα, το ίχνος.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > печать
-
14 порт
I. 1. (специально оборудованное место для стоянки, погрузки и разгрузки судов) το λιμάνι, ο λιμένας, (воздушный) о αερολιμέναςтерритория - а η περιοχή/ζώνη το - ού2. (приморский город со специально оборудованным местом для стоянки, погрузки и разгрузки судов) το λιμάνι. II.мор. (отверстие в борту судна или в фальшборте для прохода людей, для погрузки и разгрузки с нижней палубы) η θυρίδα, το πορτέλο (ξεν.), το άνοιγμα στην πλευρά του σκάφουςвходной - της εισόδου/επιβίβασηςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > порт
-
15 предел
το όρι/οустанавливать - θέτω -, οριοθετώРусско-греческий словарь научных и технических терминов > предел
-
16 вон
-
17 замуж
-
18 затруднение
затруднение с η δυσκολία το εμπόδιο (помеха) выйти из \затруднениея βγαίνω από δύσκολη θέση, ξεμπλέκω* * *сη δυσκολία; το εμπόδιο ( помеха)вы́йти из затрудне́ния — βγαίνω από δύσκολη θέση, ξεμπλέκω
-
19 мода
мода ж η μόδα· быть в \модае είμαι της μόδας· войти в \модау μπαίνω στη μόδα' выйти из \модаы βγαίνω από τη μόδα· демонстрация мод η επίδειξη μόδας" журнал мод το φιγουρίνι* * *жη μόδαбыть в мо́де — είμαι της μόδας
войти́ в мо́ду — μπαίνω στη μόδα
вы́йти из мо́ды — βγαίνω από τη μόδα
демонстра́ция мод — η επίδειξη μόδας
журна́л мод — το φιγουρίνι
-
20 навстречу
навстречу σε προϋπάντηση* выйти \навстречу βγαίνω σε προϋπάντηση пойти \навстречу кому-л. а) πηγαίνω να προϋπαντήσω κάποιον* б) перен. Έρχομαι να βοηθήσω κάποιον* * *вы́йти навстре́чу — βγαίνω σε προϋπάντηση
пойти́ навстре́чу кому́-л. — а)πηγαίνω να προϋπαντήσω κάποιον б) перен. έρχομαι να βοηθήσω κάποιον
См. также в других словарях:
выйти — См. кончаться, нет в одно ухо войти, в другое выйти, линия не вышла, ничего не вышло, ошибочка вышла, тяп ляп вышел кораб... Словарь русских синонимов и сходных по смыслу выражений. под. ред. Н. Абрамова, М.: Русские словари, 1999. выйти… … Словарь синонимов
ВЫЙТИ — ВЫЙТИ, выйду, выйдешь, и (прост.) выду, выдешь, повел. выйди и (прост.) Выдь, прош. вр. вышел, вышла; вышедший, вышедши и выйдя. совер. к выходить. «Мелким хозяйствам из нужды не выйти.» Ленин. «Выдь на Волгу, чей стон раздается?» Некрасов. (Этот … Толковый словарь Ушакова
ВЫЙТИ — ВЫЙТИ, выйду, выйдешь; вышел, шла; выйди; вышедший; выйдя; совер. 1. Уйдя, удалившись, оставить пределы чего н., покинуть что н.; оказаться выпущенным, выброшенным, вытечь. В. из комнаты. В. из за стола (встать и отойти от стола). В. из боя. В.… … Толковый словарь Ожегова
ВЫЙТИ — ВЫЙТИ, см. выходить. Толковый словарь Даля. В.И. Даль. 1863 1866 … Толковый словарь Даля
выйти — выйти, выйду, выйдет; повел. выйди и в просторечии выдь; прош. вышел, вышла, вышло, вышли; прич. вышедший; дееприч. выйдя … Словарь трудностей произношения и ударения в современном русском языке
выйти — вы/йду, вы/йдешь, прош. вы/шел, вы/шла, сов.; выходи/ть, нсв. 1) (из чего) Уйти откуда л., оставить пределы чего л. Выйти из комнаты. Выйти из вагона. Я распрощался с офицерами и вышел из палатки (Гаршин). Синонимы … Популярный словарь русского языка
выйти — вы/йду, вы/йдешь; вы/йди; вы/шел, шла, шло; вы/шедший; вы/йдя; св. см. тж. выходить 1) а) Уйти откуда л., оставить, покинуть какое л. место, помещение, пределы чего л. Вы/йти из дому, из сада, из метро. Войска вышли из города … Словарь многих выражений
выйти — ВЫХОДИТЬ/ВЫЙТИ ВЫХОДИТЬ/ВЫЙТИ, высаживаться/высадиться, разг. вылезать/вылезти и вылезть, разг. слезать/слезть, разг. сходить/сойти … Словарь-тезаурус синонимов русской речи
ВЫЙТИ — Ни выйти ни выехать на ком. Перм. Шутл. ирон. О слабом, тщедушном человеке. Сл. Акчим. 1, 170 … Большой словарь русских поговорок
выйти — выйду, выйдешь; выйди; вышел, шла, шло; вышедший; выйдя; св. 1. Уйти откуда л., оставить, покинуть какое л. место, помещение, пределы чего л. В. из дому, из сада, из метро. Войска вышли из города. В. из машины. В. из окружения. В. через дверь,… … Энциклопедический словарь
Выйти замуж за капитана (фильм) — Выйти замуж за капитана Жанр Мелодрама, комедия Режиссёр Виталий Мельников … Википедия