Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

бью

  • 1 бью(сь),

    бью(сь),
    бьешь(ся) и т. д. наст. ер. от би́ть(ся).

    Русско-новогреческий словарь > бью(сь),

  • 2 бить

    бью, бьешь, προστ.бей παθ. μτχ. παρελθ. χρ. битый, βρ: бит, -а, -о, επιρ. μτχ. παλ. бия, ρ.δ.
    1. χτυπώ, πλήττω•

    бить молотком χτυπώ με το σφυρί.

    2. (γιά φως, ήχο, μυρουδιά) προσπέφτω, προσβάλλω•

    лампа бьет в глаза η λάμπα (το φως) χτυπά στα μάτια.

    3. δέρνω•

    не бейте детей μη χτυπάτε τα παιδιά.

    4. καταφέρω νικηφόρα χτυπήματα•

    бить врага χτυπώ τον εχθρό.

    5. θανατώνω, φονεύω, σκοτώνω.
    6. πυροβολώ, βάλλω, ρίχνω•

    бить из орудий βάλλω με τα πυροβόλα (το πυροβολικό).

    7. σπάζω, συντρίβω, θραύω, θρυμματίζω, κάνω θρύψαλα•

    стекло σπάζω το τζάμι.

    8. κρούω, βαρώ, σημαίνω•

    бить тревогу ή набат βαρώ συναγερμό•

    бить в колокол χτυπώ την καμπάνα, καμπανίζω.

    9. ηχώ, βγάζω, παράγω ήχους•

    часы бьют полночь το ρολόι χτυπά μεσάνυχτα•

    звонок бьет третий раз το κουδούνι χτυπά τρίτη φορά.

    10. ξεπηδώ, ξεπετάγομαι, βγαίνω με ορμή•

    бить ключом αναβλύζω.

    || μτφ. κοχλάζω.
    11. ταράσσω, -ζω, προκαλώ ρίγος, τρεμούλα•

    его бьет лихорадка τον ταράζει ο πυρετός.

    12. τσοκανίζω, κόβω•

    бить монету κόβω κέρματα.

    εκφρ.
    бить карту ή ставку – (χαρτπ.) νικώ το χαρτί, κερδίζω•
    бить поклоныπαλ. κάνω μετάνοιες•
    бить наверняка – ενεργώ αλάθητα, σωστά, βαρώ στο ψητό•
    бить в глаза – κάνω μεγάλη εντύπωση•
    жизнь бьет ключом – βράζει η ζωή, οργασμός•
    - в цель – χτυπώ (βρίσκω) ακριβώς το στόχο, βαρώ στο ψητό•
    бить мимо цели – αστοχώ•
    бить в одну точку – συγκεντρώνω όλα τα πυρά σ’ ένα στόχο (σκοπό), όλα τα σφυριά βαρούν σ’ ένα μέρος•
    на что – βάζω για στόχο, βάζω στο μάτι, έχω για σκοπό•
    бить по карману – ζημιώνω, βλάπτω (οικονομικά).
    1. μάχομαι•

    биться с неприятелем μάχομαι κατά του εχθρού.

    2. αλληλοχτυπιέμαι, αλληλοδερνομαι•

    биться на кулаки γροθοκοπιέμαι.

    3. προσκρούω, χτυπώ (αμ.), χτυπιέμαι•

    птица хочет вылететь и бьется о стекло το πουλάκι θέλει να πετάξει έξω και χτυπά στο τζάμι•

    биться головой о стену χτυπώ το κεφάλι στον τοίχο.

    4. χτυπιέμαι, σφαδάζω, σπαρταρώ•

    женщина билась в истерике η γυναίκα χτυπιόνταν πάνω στην υστερική κρίση.

    5. πονοκεφαλώ•

    биться над размышлениями вопроса πονοκεφαλώ να λύσω το ζήτημα.

    6. πάλλω•

    сердце бьется η καρδιά χτυπά.

    7. σπάζω, θραύομαι.
    εκφρ.
    бьётся, как рыба об лед – σπαρταρά σαν το ψάρι στον πάγο (μάταια προσπαθεί να πετύχει τι καλύτερο)•
    биться об закладπαλ. στοιχηματίζω.

    Большой русско-греческий словарь > бить

  • 3 выбить

    -бью, -бьешь, προστκ. выбей ρ.σ.μ.
    1. σπάζω, θραύω•

    выбить стекло σπάζω το τζάμι•

    выбить дверь σπάζω την πόρτα•

    выбить зуб σπάζω το δόντι.

    || εκβάλλω, βγάζω, εκδιώκω•

    выбить врага из окопов βγάζω τον εχθρό από τα χαρακώματα.

    2. ξεσκονίζω χτυπώντας•

    выбить ковер ξεσκονίζω το χαλί με χτυπήματα.

    3. καταστρέφω, χαλνώ•

    рожь -та градом η βρίζα χάλασε από το χαλάζι,

    4. βαθουλώνω, κάνω λακκούβα χτυπώντας• κόβω, βγάζω ανάγλυφο (κέρματα, μετάλλια κ.τ.τ.).
    5. πλατύνω, εκλεπτύνω σφυρηλατώντας,
    εκφρ.
    выбить дорогу – ανοίγω δρόμο (με τη συχνή διάβαση οχημάτων).
    1. διεξέρχομαι,βγαίνω διασχίζοντας, διασχίζω. || απαλλάσσομαι•

    выбить из нищеты βγαίνω από τη φτώχεια•

    выбить из долгов ξεχρεώνομαι.

    2. βγαίνω, εξέρχομαι στην επιφάνεια, αναφαίνομαι (για νερό, φωτιά, φύτρες κ.τ.τ.).
    εξέχω•

    волосы -лись из-под шляпы τα μαλλιά βγήκαν κάτω από το καπέλλο.

    εκφρ.
    выбить в люди – βγαίνω στην κοινωνία (αποκτώ κοινωνική πείρα). выбить на дорогу ευδοκιώ, προκόβω στην κοινωνία•
    выбить из графика ή расписания – παραβιάζω το δρομολόγιο•
    выбить из сил – αποκάμνω, κατεξαντλούμαι.

    Большой русско-греческий словарь > выбить

  • 4 добить

    -бью, -бьшь
    1. ρ.σ.μ. αποσκοτώνω, αποτελειώνω, φονεύω, χτυπώ ώσπου να ξεψυχήσει•

    -бей собаку, чтобы не мучилась αποσκό-τωσε το σκυλί, για να μη βασανίζεται.

    2. κατασπάζω, καταθραύω• καταθρυμματίζω, κάνω θρύψαλα•

    стаканы -ли κατάσπασαν τα ποτήρια.

    3. ξυλοκοπώ άγρια, κατασκοτώνω, σακατεύω χτυπώντας.
    4. κατανικώ, συντρίβω•

    добить врага κατασυντρίβω τον εχθρό.

    5. χτυπώ, κουδουνίζω ως το τέλος (για ωρολόγια κλπ.).

    Большой русско-греческий словарь > добить

  • 5 забить

    -бью, -бьешь, προστκ. -бей, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. забитый, βρ: -бит, -а, -о; ρ.σ.μ.
    1. μπήγω, καρφώνω•

    забить сваю μπήγω πάσσαλο•

    забить гвозды χτυπώ καρφιά•

    забить клин βάζω σφήνα.

    (αθλτ.) βάζω, περνώ στο στόχο•

    гол βάζω γκολ, σημειώνω τέρμα•

    забить шар в угол περνώ μέσα τη μπίλα (στο μπιλιάρδο).

    2. κλείνω, σφαλίζω, σφραγίζω, ταπώνω, βουλώνω• εμ-φράζω, φράζω•

    забить окна досками κλείνω τα παράθυρα με σανίδες•

    забить щели паклей βουλώνω τις χαραμάδες με στουπί•

    забить проход εμφράζω τη δίοδο.

    || μπουκώνω. || γεμίζω, καργάρω•

    забить сарай γεμίζω κάργα την ξυλαποθήκη με καυσόξυλα.

    3. ξεμπερδεύω, ξεκάνω ξυλοκοπώντας.
    4. αποβλακώνω, ξεκουτιαίνω.
    5. πνίγω, εμποδίζω την ανάπτυξη•

    сорняки -ли всходы τα ζιζάνια έπνιξαν τις φύτρες.

    || ξεπερνώ, υπερτερώ•

    этот инженер всех забьет αυτός ο μηχανικός θα τους φάει όλους.

    6. σκοτώνω, φονεύω (στο κυνήγι, στον πόλεμο κ.τ.τ.).
    7. αρχίζω να χτυπώ•

    -ли барабаны άρχισαν να χτυπούν τα τύμπανα•

    забить тревогу αρχίζω να χτυπώ συναγερμό.

    || αρχίζω να τουφεκίζω. || ηχώ, χτυπώ, βγαίνω, εξέρχομαι με δύναμη. || προκαλώ τρόμο, τρεμούλα.
    εκφρ.
    забить голову кому – συσκοτίζω το μυαλό κάποιου•
    ему -ли голову метафизикой – τού ‘σχισαν το κεφάλι με τη μεταφυσική•
    забить в себе в голову – τυπώνω στο μυαλό, μου κολλά (τυπώνεται) η ιδέα.
    1. μαζεύομαι, περιορίζομαι• κρύβομαι•

    забить в угол μαζεύομαι στη γωνία.

    2. διαπερνώ, εισχωρώ, πέφτω (για χιόνι, σκόνη κ.τ.τ.)
    3. μπουκώνω, βουλώνω•

    труба -лась ο σωλήνας βούλωσε.

    || αρχίζω να χτυπώ. || χτυπώ, χτυπιέμαι•

    забить головой о стену χτυπώ το κεφάλι στον τοίχο.

    || χτυπιέμαι (σε παράφορα θλίψης). || αρχίζω να πάλλω•

    сердце -лось η καρδιά άρχισε να χτυπά.

    Большой русско-греческий словарь > забить

  • 6 набить

    -бью, -бьшь, προστκ. набей, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. набитый, βρ: -бит, -а, -о; ρ.σ.μ.
    1. γεμίζω, πληρώ στουπώνω•

    набить подушку пухом γεμίζω το προσκέφαλο με πούπουλα•

    чучело соломой γεμίζω το σκιάχτρο με άχυρα•

    набить трубку табаком γεμίζω το τσιμπούκι με καπνό.

    2. μπήγω, χτυπώ•

    набить гво3ды в стену χτυπώ καρφιά στον τοίχο•

    набить сваи μπήγω πασσάλους.

    3. βάζω, περνώ χτυπώντας•

    набить обручи на кадку περνώ στεφάνια στο καδί.

    4. βλάπτω μέλος του σώματος με χτύπημα ή τριβή•

    набить плечо πληγιάζω τον ώμο με το τρίψιμο•

    набить шишку на лбу κάνω καρούμπαλο στο μέτωπο•

    пусть бга-ет, ноги забьт ας τρέχει, τα πόδια θα του πονέσουν.

    5. πατώ, κάνω συνεκτικό•

    путь был набит ο δρόμος ήταν πατημένος.

    6. τυπώνω σχέδια σε ύφασμα.
    7. σκοτώνω, φονεύω πολλούς, -ές, -ά•

    набить уток σκοτώνω πολλά παπιά.

    || ρίχνω, ραβδίζω(σε μεγάλη ποσότητα)•

    набить желудей с дуба ρίχνω κάτω πολλά βαλανίδια από τη βαλανιδιά.

    8. σπάζω (πολλά)•
    9. παρασύρω, ρίχνω•

    набить к берегу παρασέρνω στην ακτή.

    10. χτυπώ, δέρνω, ξυλοκοπώ
    εκφρ.
    набить кармам – φουσκώνω τη τσέπη χρήματα (πλουτίζω)•
    набить мошну – γεμίζω το πουγγί χρήματα (θησαυρίζω)•
    набить руку – εξασκούμαι, αποκτώ πείρα, τρίβομαι•
    набить себе цену – επιδείχνομαι•
    набить цену – αυξαίνω την τιμή, υπερτιμώ.
    1. γεμίζω, πληρούμαι κλπ. ρ. ενεργ. φ.
    2. επιζητώ, αναζητώ, επιδιώκω•

    на дружбу набить επιδιώκω τη φιλία με κάποιον.

    Большой русско-греческий словарь > набить

  • 7 перебить

    -бью, -бьшь, προστκ. перебей ρ, σ.μ.
    1. σκοτώνω όλους ή πολλούς.
    2. θραύω, σπάζω όλα ή πολλά.
    3. χωρίζω στα δυό συντρίβω με χτύπημα ή βολή. || θραύω, σπάζω•

    -ногу σπάζω το πόδι.

    4. διακόπτω•

    перебить собеседника διακόπτω το συνομιλητή.

    || κόβω, χαλνώ•

    перебить аппетита κόβω την όρεξη.

    5. περιαδράχνω• προλαβαίνω.
    6. ξεπερνώ, υπερνικώ καλύπτω, σκεπάζω.
    7. καρφώνω αλλού, σε άλλο μέρος•

    перебить гвоздь καρφώνω το καρφί αλλού.

    8. χτυπώ, τινάζω φουσκώνω (για πούπουλα, μαλλιά).
    9. επενδύω, ντύνω• καλύπτω εκ νέου.
    εκφρ.
    перебить ценуπαλ. χτυπώ την τιμή (πουλώ σε χαμηλότερη τιμή).
    1. θραύομαι, σπάζω•

    вся посуда -лась όλα τα πιατικά έσπασαν.

    2. τα βγάζω πέρα με δυσκολία.

    Большой русско-греческий словарь > перебить

  • 8 побить

    -бью, -бьшь, προστκ. побей
    ρ.σ.μ.
    1. χτυπώ, δέρνω.
    2. καταφέρω νικηφόρα χτυπήματα•

    побить врага χτυπώ τον εχθρό.

    || νικώ στο αγώνισμα, στο παιγνίδι.
    3. θανατώνω, σκοτώνω, φονεύω. || καταστρέφω (για θεομην ίες, παγωνιές, πλημμύρες κ.τ.τ.).
    4. σπάζω, θραύω.
    5. χαλνώ, βλάπτω χτυπώντας.
    εκφρ.
    побей (меня) Бог – (απλ.) να με τιμωρήσει ο Θεός (ως όρκος).
    1. χτυπιέμαι•

    яблоки -лись τα μήλα χτυπήθηκαν.

    2. θραύομαι, σπάζω•

    посуда -лэсь τα αγγεία έσπασαν.

    3. μτφ. καταβάλλω μεγάλες προσπάθειες για να κατορθώσω κάτι.
    εκφρ.
    побить об закладπαλ. βάζω στοίχημα.

    Большой русско-греческий словарь > побить

  • 9 пробить

    -бью, -бьшь, παρλθ. χρ. пробил
    -ла, -ло, προστκ. пробей
    ρ.σ.
    1. διατρυπώ με χτυπήματα• διαπερνώ•

    пробить стену τρυπώ τον τοίχο•

    пробить отверстие ανοίγω τρύπα•

    пробить брешь κάνω ρήγμα.

    || σπάζω, θραύω•

    река -ла плотину το ποτάμι έσπασε το φράγμα.

    || διαπερνώ, διέρχομαι•

    лучи солнца тучу -ли οι ακτίνες του ήλιου διαπέρασαν το σύννεφο.

    2. διανοίγω (οδό, δίοδο κ.τ.τ.).
    3. βλ. проконопатить.
    4. (στα παιγνίδια) χτυπώ επιτυχώς• βάζω (γκολ κ.τ.τ.).
    5. χτυπώ, παράγω ήχους• κρούω•

    пробить в колокол χτυπώ την καμπάνα•

    пробить в барабан τυμπανίζω•

    пробить тревогу σημαίνω συναγερμό•

    часы -ли пять раз το ρολόγι χτύπησε πέντε η ώρα•

    в городе -ло полночь στην πόλη χτύπησε μεσάνυχτα.

    6. (απρόσ.) συμπληρώνω, κλείνω•

    мне -ло 18 лет εγώ έκλεισα τα 18 χρόνια.

    εκφρ.
    пробить себе дорогу (путь) – σταδιοδρομώ με δικές μου προσπάθειες•
    час -йл! – σήμανε η ώρα! ήρθε ο καιρός! (για κάτι).
    1. διέρχομαι, περνώ ανάμεσα από διεισδύω.
    2. (ανα)φύομαι, βγαίνω, προβάλλω. || μτφ. (για αισθήματα)• εκδηλώνομαι, εμφανίζομαι, φανερώνομαι.
    3. μτφ. χτυπώ ρυθμικά (για σφυγμό, καρδιά κ.τ.τ.).
    4. μτφ. καταβάλλω προσπάθειες, μάχομαι, πολεμώ.
    5. τα κακοβολεύω, τα βολεύω με δυσκολία•

    мы -лись кое-как до весны τα βολέψαμε όπως-ό-πως ως την Ανοιξη.

    εκφρ.
    пробить в люди – αναδείχνομαι στην κοινωνία.

    Большой русско-греческий словарь > пробить

См. также в других словарях:

  • бью́ик — бьюик …   Русское словесное ударение

  • бью — БЬЮ, бьюсь, бьёшь, бьешься. наст. вр. от бить, биться. Толковый словарь Ушакова. Д.Н. Ушаков. 1935 1940 …   Толковый словарь Ушакова

  • Бью челом, да солью, да третьей любовью. — (слово хозяина гостям). См. БРАНЬ ПРИВЕТ …   В.И. Даль. Пословицы русского народа

  • Ты бьешь моих жидов, так я бью твоих — Ты бьешь моихъ жидовъ, такъ я бью твоихъ (иноск.) объ отместкѣ на чужой счетъ. Ср. «А за что ты моихъ жидовъ бьешь? пойду же я твоихъ бить!»... Спасибо тебѣ, Иванъ, мое сердце, сказалъ жидъ, когда наконецъ послѣ этой перепалки брыки разъѣхались,… …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Кого люблю, того и бью — Кого люблю, того и бью. Жену не бить и милу не быть. Кого журю, того и бью (по старинному). Ср. Кого люблю, того и бью ... Вставай, тёзка, помиримся!... Гр. А. Толстой. Царь Борисъ. 2. Посадскій. Ср. Qui aime bien, châtie bien. Chi ti ama bene,… …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Кого люблю, того и бью. — Кого люблю, того и бью. См. КАРА МИЛОСТЬ Кто кого любит, тот того и бьет. Кого люблю, того и бью. См. ЛЮБОВЬ НЕЛЮБОВЬ Кого люблю, того и бью. Жену не бить и милу не быть. См. МУЖ ЖЕНА …   В.И. Даль. Пословицы русского народа

  • кого люблю, того и бью — Жену не бить и милу не быть. Кого журю, того и бью (по старинному) Ср. Кого люблю, того и бью... Вставай, тёзка, помиримся!... Гр. А. Толстой. Царь Борис. 2. Посадский. Ср. Qui aime bien, châtie bien. Chi ti ama bene, ti fa pianger bene. Ср. In… …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона

  • ты бьешь моих жидов, так я бью твоих — (иноск.) об отместке на чужой счет Ср. А за что ты моих жидов бьешь? пойду же я твоих бить! ... Спасибо тебе, Иван, мое сердце, сказал жид, когда наконец после этой перепалки брыки разъехались, спасибо, что за нас постоял. Даль. Сказка про жида и …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона

  • Не я бью, сам себя бьешь — Не я бью, самъ себя бьешь (иноск.) ты самъ вызвалъ наказаніе своей виною (причитываютъ наказуемому). Ср. Не я бью, самъ себя бьешь; кнутъ не мука, а впередъ наука одинъ битый семерыхъ небитыхъ стоитъ! Это тебѣ въ задатокъ; а если расплачиваться… …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • не я бью, сам себя бьешь — (иноск.) ты сам вызвал наказание своей виною (причитывают наказуемому) Ср. Не я бью, сам себя бьешь; кнут не мука, а вперед наука один битый семерых небитых стоит! Это тебе в задаток; а если расплачиваться на чистую с тобою доведется, так знай,… …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона

  • Изручью бью, изручь и кормлю. — Изручью бью, изручь и кормлю. См. КАРА МИЛОСТЬ …   В.И. Даль. Пословицы русского народа

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»