Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

без+дела

  • 1 насидеть

    -ижу, -идишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. насиженный, βρ: -жен, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. κλωσσώ•

    курица -ла на все яйца η κλώσσα κλώσσισε όλα τ αυγά.

    2. μτφ. παθαίνω από το πολύ καθησιό•

    насидеть геморрой παθαίνω αιμορροΐδες από το πολύ καθησιό.

    1. κάθομαι πολύ, χορταίνω καθησιό.
    2. (με την πρόθ. без κ. ουσ.) στερούμαι κάθομαι, μένω χωρίς•

    без дела κάθομαι χωρίς δουλιά (ασχολία)•

    насидеть без денег μένω χωρίς χρήματα.

    Большой русско-греческий словарь > насидеть

  • 2 сидеть

    сижу, сидишь.
    επιρ. μτχ. сидя ρ.δ.
    1. κάθομαι•

    сидеть на стул κάθομαι στο κάθισμα•

    сидеть за столом κάθομαι γύρω στο τραπέζι•

    сидеть в седле κάθομαι στη σέλα•

    сидеть снова ξανακάθομαι•

    сидеть боком κάθομαι στο πλευρό.

    || είμαι, υπάρχω•

    над правым глазом -ла родинка πάνω από το δεξιό μάτι ήταν ελιά.

    2. κάνω, εκτελώ, ασχολούμαι με κάτι•

    сидеть за работой εργάζομαι, στρώνομαι στη δουλειά•

    сидеть за абдом κάθομαι να γευματίσω•

    сидеть на вслах κάθομαι στο κουπί (κωπηλατώ)•

    сидеть за чертежами ασχολούμαι με τα σχέδια•

    я не могу сидеть без дела δε μπορώ να καθίσω χωρίς να κάνω κάτι.

    || βρίσκομαι, (παρά)μένω•

    я -ел месяц в дерв-не κάθισα ένα μήνα στο χωριό•

    я -л весь день дома όλη τη μέρα ήμουν στο σπίτι•

    сидеть в гостях, μένω φιλοξενούμενος,

    3. είμαι, διατελώ•

    сидеть в тюрьме κάθομαι φυλακή•

    сидеть под арестом κάθομαι κρατούμενος•

    сидеть на диете κάνω δίαιτα.

    || καταλήγω•

    сидеть без денег μένω χωρίς λεφτά•

    сидеть без хлеба μένω χωρίς ψωνί.

    4. τοποθετούμαι, είμαι, βρίσκομαι. || μτφ. ριζώνω, φωλιάζω (στην ψυχή, μυαλό κ.τ.τ.). || εμβαπτίζομαι• βυθίζομαι, παραμένω στο νερό (για σκάφη).
    5. (για ενδυμασία) ταιριάζω στο σώμα• έρχομαι, πέφτω, κάθομαι.
    εκφρ.
    сидеть на царстве ή на престоле – βασιλεύω, κάθομαι στο θρόνο•
    сидеть на яйцах – κλωσσώ (τ αυγά)•
    сидеть сиднемβλ. στη λ. сидень.
    θέλω ή μπορώ να κάθομαι•

    ему не -лось и вышел на улицу αυτός δε μπορούσε να κάθεται μέσα και βγήκε έξω.

    Большой русско-греческий словарь > сидеть

  • 3 болтаться

    болтаться
    несов
    1. (висеть) κρέμομαι;
    2. (слоняться) разг περιφέρομαι ἀσκοπα:
    \болтаться без дела περιφέρομαι χωρίς δουλειά.

    Русско-новогреческий словарь > болтаться

  • 4 валять\~ся

    валять||\валять\~сяся
    1. (кататься β чем-л.) κυλιέμαι:
    \валять\~ся-ся в снегу́ κυλιέμαι στό χιόνι;
    2. (лежать в беспорядке) εἶναι σκορπισμένα, εἶναι σκόρπια;
    3. (лежать без дела) τεμπελιάζω:
    \валять\~сяся на диване εἶμαι ξαπλωμένος στό ντιβάνι; ◊ \валять\~сяся в ногах у кого́-л. παρακαλώ γονατιστός.

    Русско-новогреческий словарь > валять\~ся

  • 5 гулять

    гулять
    несов
    1. κάνω περίπατο, κάνω βόλτα, σεργιανίζω·
    2. (быть без дела) разг εἶμαι ἀργόσχολος, ἀργώ·
    3. (веселиться) разг διασκεδάζω/ γλεντώ (кутить).

    Русско-новогреческий словарь > гулять

  • 6 мотаться

    мотаться I
    несов αἰωρούμαι.
    мотаться II
    несов разг τρέχω, ἔχω τρεχάματα (бегать, утомляться)/ περιφέρομαι (или γυρίζω) ἄσκοπα (слоняться без дела).

    Русско-новогреческий словарь > мотаться

  • 7 оставаться

    оставаться
    несов в разн. знач. μένω:
    \оставаться на зиму в деревне διαχειμάζω στό χωριό· \оставаться дома μένω στό σπίτι· \оставаться на второй год в классе μένω στήν ἰδια τάξη· \оставаться в силе (о законе) μένω ἐν ἰσχὐΓ \оставаться в живых μένω ζωντανός, ἐπιζῶ· \оставаться сиротой μένω ὁρφανός· \оставаться должным μένω χρεώστης· \оставаться без дела μένω χωρίς δουλειά· меня \оставатьсялось пять рублей μου μένουν πέντε ρούβλια· ◊ \оставаться при своем мнении κρατῶ τήν γνώμη μου, ἐπιμένω στήν ἄποψή μου· \оставаться на бумаге (о проекте) μένω στά χαρτιά· ему́ \оставатьсялось только согласиться ἀναγκάστηκε νά συμφωνήσει· ◊ \оставаться ни при чем μένω στά κρύα τοῦ λουτροῦ· \оставаться в дураках τήν παθαίνω χιώτικα· \оставаться с носом μένω μέ τήν ὀρεξη· счастливо \оставаться1 χαίρετε!

    Русско-новогреческий словарь > оставаться

  • 8 слоняться

    слоняться
    несов разг περιφέρομαι, τριγυρίζω:
    \слоняться без дела τριγυρίζω χασο-μέρης, περιφέρομαι ἀργός.

    Русско-новогреческий словарь > слоняться

  • 9 таскаться

    таскать||ся
    (слоняться) τριγυρίζω, περιφέρομαι, γκιζερίζω:
    \таскатьсяся без дела по у́лицам τριγυρίζω ἄσκοπα στους δρόμους.

    Русско-новогреческий словарь > таскаться

  • 10 толочься

    толочь||ся
    συνωστίζομαι, σπρώχνομαι/ τριγυρίζω (без дела):
    что ты здесь толчешься? τί τριγυρίζεις ἐδώ πέρα;

    Русско-новогреческий словарь > толочься

  • 11 шататься

    шата́||ться
    несов
    1. κλονίζομαι, κουνιέμαι, τρικλίζω, σείομαι:
    зуб \шататьсяется τό δόντι μου κουνιέται· \шататься от усталости σέρνομαι ἀπό τήν κούραση·
    2. перен κλονίζομαι:
    семейные усто́и \шататьсяются τά θεμέλια τής οίκογένειας κλονίζονται·
    3. (слоняться) разг γυρίζω ἄσκοπα:
    \шататься без дела γυρίζω ἀργόσχολος, περιφέρομαι ἀργός· \шататься по свету περιπλανιέμαι στόν κόσμο.

    Русско-новогреческий словарь > шататься

  • 12 дело

    -а, πλθ. дела, дел, делам ουδ.
    1. δουλειά, ασχολία, υπόθεση•

    дело кипит η δουλειά βράζει (είναι στη φούρια)•

    хозяйственные -а οικονομικές υποθέσεις•

    домашние -а οι δουλειές του σπιτιού•

    какие у вас с ним -а τι σχέσεις (δοσοληψίες, νταραβέρια) έχεις μ’ αυτόν•

    государственные -а κρατικές υποθέσεις•

    сидеть без -а κάθομαι αργός (χασομέρης)•

    за -! στη δουλειά!• επί το έργον!•

    странное дело! περίεργο πράγμα!•

    быть занятым -ом είμαι απασχολημένος, έχω δουλειά•

    ни до кого -а нет δε μ’ ενδιαφέρει για τίποτε•

    я занят важным -ом είμαι απασχολημένος μέ σοβαρή υπόθεση•

    мне до ваших нужд мало -а για τις ανάγκες σας λίγο μ’ ενδιαφέρει’по -ам службы για υπηρεσιακές δουλειές (υποθέσεις)•

    текущие -а καθημερινές υποθέσεις•

    министерство внутренних дел υπουργείο των εσωτερικών (υποθέσεων)•

    курение дело привычки το κάπνισμα ει.ναι, συνήθεια•

    мое -! δική μου δου λεία!•

    какое мне до этого -а? τι δουλειά έχω εγώ μ’ αυτό;•

    без -а не входить χωρίς να έχεις δουλειά (υπόθεση) μη μπαίνεις ή απαγορεύεται η είσοδος•

    я к вам по -у έρχομαι σε σας για μια υπόθεση•

    у меня к нему по -у έχω κάποια υπόθεση σ’ αυτόν.

    2. πράξη•

    доброе дело καλή πράξη.

    3. τέχνη•

    военное дело στρατιωτική τέχνη, τα πολεμικά•

    столярное дело η ξυλουργική•

    горное дело μεταλλευτική (τέχνη) ή ορυκτολογία•

    газетное дело η εφημεριδογραφία•

    в совершенстве знать свое дело στην εντέλεια πρέπει να κατέχεις την τέχνη σου.

    || έργο, υποχρέωση, καθήκον.
    4. επιχείρηση, οίκος•

    он закрыл свое дело αυτός έκλεισε την επιχείρηση του•

    он ворочает -ами αυτός είναι επιχειρηματίας•

    5. υπόθεση διοικητική, δικαστική• δίκη, διαδικασία•

    дело дрейфуса υπόθεση Ντρέιφους•

    уголовное дело ποινική υπόθεση.

    6. φάκελλος (τα έγγραφα μιας υπόθεσης)•

    личное дело ατομικός φάκελλος.

    7. μάχη•

    дело под бородиным η μάχη στο:Μποροντινό•

    он участвовал в -ах против неприятеля αυτός πήρε μέρος στις μάχες κατά του εχθρού.

    8. συμβάν, γεγονός•

    это дело случилось давно αυτό το γεγονός συνέβηκε πριν πολύ καιρό.

    || πράγμα, υπόθεση•

    это совсем другое (ή иное) дело αυτό είναι τελείως διαφορετικό πράγμα•

    дело идет к осени το πράγμα τραβάει γιά το Φθινόπωρο•

    в чем -? τι συμβαίνει;•

    в том, что... η υπόθεση είναι ότι...• главное дело в том, что...το βασικό πράγμα είναι ότι...• не в том дело δεν πρόκειται γι αυτό (το πράγμα)•

    дело прошлое παλιά υπόθεση•

    вот какое дело να τι υπόθεση•

    все дело сводится к следующему όλη η υπόθεση συνίσταται στο εξής.

    9. κατάσταση πραγμάτων, τα πράγματα, οι δουλιές•

    -а на фронте поправляются η κατάσταση πραγμάτων στο μέτωπο διορθώνεται•

    положение дел κατάσταση πραγμάτων•

    как обстоит -с вашим другом? πως τα πάτε με το φίλο σας;

    10. αρμοδιότητα, δικαιοδοσία•

    это дело милиции αυτό είναι υπόθεση της αστυνομίας•

    не наше -говорить об этом δε μας πέφτει λόγος να μιλούμε εμείς γι αυτό.

    11. έργο•

    это-всей его, жизнь αυτό είναι έργο όλης του της ζωής.

    εκφρ.
    первым -ом – πριν απ’ όλα, πρώτα-πρώτα, πρώτιστο, στην πρώτη γραμμή ή πρώτη σειρά•
    за дело – δίκαια, όπως αξίζει, σωστά (για τιμωρία ή βράβευση)•
    к -у! ή ближе к -у! – στην ουσία! στο θέμα!•
    между -ом – ανάμεσα στις άλλες δουλιές•
    на -е – στην πράξη•
    на самом -е – στην πραγματικότητα•
    не у дел – απολυμένος α-πο την υπηρεσία•
    дело в шляпе – (απλ.) τελειώνω με επιτυχία, με το καλό, καπάκι η δουλειά•
    дело с концом ή -у конец – τέλειωσε η υπόθεση, τέλος στην υπόθεση•
    дело доходит (дошло) до... – η υπόθεση φτάνει (έφτασε) ως... дело идет -касается πρόκειται, γίνεται λόγος• дело; за...η υπόθεση εξαρτιέται από•
    дело стало за – η δουλειά σταμάτησε (καθυστέρησε, κόλλησε) λόγω, εξ αιτίας•
    дело не станет за... – η καθυστέρηση δέν προέρχεται από το(ν)..,за малым -ом стало η καθυστέρηση προήρθε από ένα μικροπράγ-μα•
    дело делать – δουλεύω, ασχολούμαι στα σοβαρά•
    иметь дело с... – σχετίζομαι με...• пустить в дело βάζω σε εφαρμογή, εφαρμόζω, χρησιμοποιώ στην πράξη•
    идти (пойти) в дело – χρησιμοποιώ, με ταχειρίζομαι•
    в -е быть – χρησιμοποιούμαι, εργάζομαι• μπαίνω σε κίνηση•
    в самом -е – στην πραγματικότητα•
    в чем -? – τι συμβαίνει; Τι τρέχει;•
    мое дело маленькое – ποιος με ρωτάει εμένα, ποιος ρωτάει το χασάνη πότε κάνουν ραμαζάνι, δε με ενδιαφέρει• δεν είμαι υποχρεωμένος•
    дело сторона – κάθομαι στην άκρη, είμαι αμέτοχος, τραβώ χέρι•
    то и дело – συνέχεια, ακατάπαυστα, κάθε στιγμή, επαναλειπτικά•
    то ли дело – τελείως διαφορετικά, πολύ καλύτερα, δέμπορεί κανένας να πει τίποτε (για σύγκριση)•
    вот какие -а! – να τι δουλειές!•
    дело его рук – είναι έργο του•
    дело случая – γεγονός τυχαίο, τυχαία σύμπτωση•
    дело не терять мужества – προ παντός να μη αποθαρρυνόμαστε•
    - а давно минувших дней – αυτό είναι παλιά ιστορία•
    это особое дело – αυτό είναι μια ιδιάζουσα περίπτωση•
    наделал он мне дел – μου δημιούργησε αυτός ιστορίες•
    это последнее дело – αυτό είναι το χειρότερο απ’ όλα•
    по личному -у – για ατομική υπόθεση•
    что ему за дело до меня? – τι τον ενδιαφέρει για μένα;•
    дело идет на лад – η υπόθεση πάει καλά (ρέγουλα)•
    богоугодное дело – θεάρεστο έργο•
    порядок -а – ημερήσια διάταξη•
    по своим -ам – για καθαρά δικές του υποθέσεις•
    заведывать -ами – διαχειρίζομαι τις υποθέσεις•
    вера без дел дело мертваπαρμ. η πίστη χωρίς έργα είναι νεκρή•
    поймать кого на -е – πιάνω κάποιον επ’ αυτοφόρω•
    приступить прямо к –у – μπαίνω κατ’ ευθεία στην ουσία (στο ψητό)•
    дело милосердия’ – πράξη ευσπλαχνίας•
    у меня много -а – έχω πολλές φροντίδες•
    нужны -а, а не слова, – χρειάζονται έργα κι όχι λόγια•
    ему ни до чего, ни до кого нет -а – αυτός είναι αναρμόδιος, δεν έχει καμιά δουλειά ν’ ανακατευτεί στην υπόθεση•
    не беритесь не за свое дело – μην ανακατεύεσαι σε ξένες υποθέσεις, μη φυτρώνεις εκεί που δε σε σπέρουν•
    говорить дело – μιλώ δίκαια, λογικά•
    слыханное ли это дело – ακούστηκε ποτέ τέτοιο πράγμα•
    виданное ли это дело – είδε ποτέ κανένας τέτοιο πράγμα•
    это проигранное дело – αυτό είναι χαμένη υπόθεση•
    он наказан, и за дело – αυτός τιμωρήθηκε και με το παραπάνω•
    в том то и дело – ακριβώς γι αυτό είναι, περί αυτού ακριβώς πρόκειται.

    Большой русско-греческий словарь > дело

  • 13 передача

    1. свз. (передаваемая информация) η μετάδοση, η διαβίβαση, η εκπομπή
    многоканальная - των πολλών διαύλων/καναλιών
    пробная - в полёте ав. δοκιμαστική - κατά την πτήση
    цветная - (тлв.) έγχρωμη -
    2. (вид излучения) η εκπομπή, η ακτινοβολία 3. (механизм передачи движения) η μετάδοση
    - зубчатая геликоидальная - см. - зубчатая винтовая - зубчатая планетарная οδοντωτή πλανητική -
    зубчатая - с внешним{}внутренним{} зацеплением οδοντωτή - με εξωτερική/εσωτερική μετάδοση
    канатная - με σύρματα/σχοινιά
    ремённая - με ιμάντα, η ιμαντοκίνηση
    4. (действие) η μεταβίβασ/η, η μεταφορά
    без права - и юр. χωρίς/δίχως δικαίωμα - ης
    - имущества юр. η εκχώρηση της περιουσίας
    - управления вчт. - του ελέγχου
    - энергии физ. - της ενέργειας
    - аккредитива эк. - της πιστωτικής επιστολής
    - акций эк. - των μετοχών
    5. физ. η μεταφορά
    - тепла - της θερμότητας.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > передача

  • 14 разбор

    разбор
    1. ἡ ἀνάλυση [-ις], ἡ ἐξέταση[-ις]:
    критический \разбор ἡ κριτική ἀνάλυση·
    2. юр. ἡ διαδικασία, ἡ δίκη:
    \разбор дела ἡ ἐξέταση ζητήματος·
    3. грам. ἡ γραμματική ἀνάλυση, ἡ τεχνολογία·
    4. разг:
    без \разбора χωρίς διάκριση· с \разбором διαλέγοντας, κάνοντας ἐπιλογή· ◊ приходи

    Русско-новогреческий словарь > разбор

  • 15 ущерб

    ущерб
    м
    1. (убыток) ἡ ζημία, ἡ βλάβη, ἡ φθορά:
    материальный \ущерб ἡ ὑλική ζημία· нанести́ (или причинить) \ущерб ἐπιφέρω ζημία, βλάπτω· понести (или потерпеть) \ущерб ὑφίσταμαι ζημία· в \ущерб кому́-л. πρός ζημίαν κάποιου· в "\ущерб здоровью μέ βλάβη τής ὑγείας· в \ущерб себе πρός βλάβην μου (σου, του)· в \ущерб интересам дела σέ βάρος τῶν συμφερόντων τής ὑπόθε-σης· в \ущерб здравому смыслу ἐνάντια σέ κάθε λογική· без \ущерба (для)... χωρίς ζημιά γιά...·
    2. астр. τό ἀδειασμα:
    \ущерб луны τό ἀδειασμα τοῦ φεγγαριοῦ· луни́ на \ущербе τό φεγγάρι ἀδειάζει· ◊ быть на \ущербе а) παρακμάζω, σβήνω (о славе), б) ὀλιγοστεύω (о силах, здоровье и т. п.).

    Русско-новогреческий словарь > ущерб

  • 16 вершить

    -шу, -шишь ρ.δ. ц.
    1. λύνω, λύω•

    трудные вопросы λύνω δύσκολα ζητήματα.

    2. διαχειρίζομαι, διευθύνω, ρυθμίζω•

    вершить судьбами ρυθμίζω τις τύχες.

    3. κορυφώνω, υψώνω•

    вершить стог κορυφώνω, φτιάχνω τήν κορυφή της θημωνιάς•

    -дом χτίζω την κορυφή (την τελευταία σειρά) του σπιτιού.

    1. διεξάγομαι, γίνομαι, πραγματοποιούμαι•

    дела -атся и без него οι δουλιές γίνονται και χωρίς αυτόν.

    2. κορυφώνομαι, υψώνομαι ως την κορυφή.

    Большой русско-греческий словарь > вершить

  • 17 малый

    επ., βρ: мал, мала, мало; меньше, меньший, малейший.
    1. βλ. маленький (1 σημ.)• -ые дети μικρά παιδιά•

    -ая медведица η μικρή Αρκτος.

    || λίγος, ολιγάριθμος. || ασήμαντος, αδύνατος, ανίσχυρος•

    великий зверь на -ие дела ο αϊτός δεν τρώει μύγες.

    || άσημος, απλός, αφανής•

    мы люди -ые εμείς είμαστε μικροί άνθρωποι.

    || στενός•

    -ые сапоги μικρές μπότες.

    ουσ. το λίγο•

    довольствоваться -ым αρκούμαι και στα λίγα.

    2. ανήλικος.
    εκφρ.
    с -ых лет – από τα μικρά χρόνια, από μικρός•
    самое -ое – το λιγότερο, το ελάχιστο•
    без -ого – σχεδόν, περίπου, παρά λίγο•
    малый -а меньше – (για τέκνα) το ένα κοντά το άλλο ή μικρότερο από το άλλο•
    малый ход – (για πλοίο) κομμένη (μειωμένη) ταχύτητα•
    - ая скорость – μικρή ταχύτητα (φορτηγών τραίνων).
    επ.
    1. (απλ.) νέος, νεανίας, έφηβος.
    2. μαζί με προσδιορισμό σημαίνει φορέα προτερημάτων: славный малый παλικαράκι•

    умный ξεφτεράκι.

    3. υπηρέτης, λακες, τσιράκι.

    Большой русско-греческий словарь > малый

См. также в других словарях:

  • без дела — прил., кол во синонимов: 8 • баклушник (8) • гулящий (13) • лентяй (66) • …   Словарь синонимов

  • Без дела жить - только небо коптить. — Без дела жить только небо коптить. См. РАБОТА ПРАЗДНОСТЬ …   В.И. Даль. Пословицы русского народа

  • Без Дела — нареч. качеств. обстоят. Ничего не делая, ничем не занимаясь. Толковый словарь Ефремовой. Т. Ф. Ефремова. 2000 …   Современный толковый словарь русского языка Ефремовой

  • слонявшийся без дела — прил., кол во синонимов: 24 • бездельничавший (148) • бивший баклуши (51) • бивший балду …   Словарь синонимов

  • болтавшийся без дела — прил., кол во синонимов: 38 • баклушничавший (45) • балбесничавший (24) • без …   Словарь синонимов

  • шатающийся без дела — досужий, праздный, праздношатающийся Словарь русских синонимов. шатающийся без дела прил., кол во синонимов: 4 • досужий (9) • …   Словарь синонимов

  • болтаться без дела — сидеть как именинник, лентяя праздновать, голубей гонять, собак гонять, лежать на печи, пальцем не шевельнуть, не пошевельнуться, слонов гонять, пальцем не пошевелить, лежать на боку, плевать в потолок, палец о палец не ударить, валять дурака,… …   Словарь синонимов

  • Ваше благородие завсегда без дела лаяться изволите — Из комедии «Недоросль» (1782) Дениса Ивановича Фонвизина (1744 1792), слова учителя Цыфиркина, адресованные своему ученику Митрофанушке (действ. 3, явл. 7). Цитируется: в ответ на излишнюю придирчивость того, кто пытается себя вести как «большой… …   Словарь крылатых слов и выражений

  • Кто без дела божится, на того нельзя положиться. — Кто без дела божится, на того нельзя положиться. См. БОЖБА КЛЯТВА ПОРУКА …   В.И. Даль. Пословицы русского народа

  • На Бога уповай, а без дела не бывай! — См. РАБОТА ПРАЗДНОСТЬ …   В.И. Даль. Пословицы русского народа

  • сидевший без дела — прил., кол во синонимов: 4 • бездельничавший (148) • плющивший булки (2) • …   Словарь синонимов

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»