Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

ая+смерть

  • 41 нести

    несу, несшь, παρλθ. χρ. нёс, несла, -ло; μτχ. ενστ. несущий; μτχ. παρλθ. χρ. нёсший, παθ. μτχ. ενεστ. χρ. несомый, επιρ. μτχ. неся
    ρ.σ.
    1. φέρω, μεταφέρω, μετακομίζω, κουβαλώ•

    -мешок на спине μεταφέρω το τσουβάλι στη ράχη.

    || μτφ. επωμίζομαι•

    нести отвтственность φέρω ευθύνη.

    || εκτελώ εκπληρώνω•

    нести службу εκτελώ υπηρεσία•

    нести обязанности завдущего εκτελώ καθήκοντα τμηματάρχη.

    || μετακινώ, μεταφέρω ολοταχώς, βιαστικά.
    2. διαδίδω, διαχέω, ξαπλώνω (για ήχο, μυρουδιά). || σηκώνω, φέρω•

    ветер -ст пыль ο άνεμος σηκώνει σκόνη.

    3. απρόσ. έρχομαι απο..., μεταδίδομαι με τόν αέρα•

    -ст чесноком μυρίζει σκόρδο•

    от него -ло табаком αυτός μύριζε τσιγάρο.

    || φυσώ, πνέω•

    с моря -ло сырым воздухом από τη θάλασσα φύσηξε υγρός αέρας•

    -т с окна φυσάει από το παραθύρι.

    || μτφ. γίνομαι αισθητός διακρίνομαι, φαντάζω, εντυπωσιάζω.
    4. υποφέρω, υπομένω, δοκιμάζωυφίσταμαι, υποβάλλομαι σε•

    нести наказание υφίσταμαι τιμωρία•

    нести потери υφίσταμαι απώλειες•

    нести послдствия υφίσταμαι τις συνέπειες.

    5. (κυρλξ. κ. μτφ.) έχω, περιέχω.
    6. επιφέρω•

    нести смерть επιφέρω τον θάνατο.

    7. (ναυτ.) είμαι πλήρως εφοδιασμένος ή εξοπλισμένος.
    8. γεννώ (αυγά)•

    курица -т яйца η κότα γεννά αυγά.

    9. απρόσ. (απλ.) κόβει η διάρροια•

    ребнка третий день -ст το παιδάκι τρίτη μέρα το κόβει διάρροια.

    εκφρ.
    высоко (гордо) нести голову – ψηλά (περήφανα) κρατώ το κεφάλι•
    нести вздор – λέγω ανοησίες, σαχλαμάρες.

    Большой русско-греческий словарь > нести

  • 42 означать

    ρ.δ.μ.
    1. βλ. означить.
    2. σημαίνω•

    что -ет это слово? τι σημαίνει αυτή η λέξη;•

    это -ет верную смерть αυτό σημαίνει σίγουρο θάνατο.

    || μαρτυρώ, επιβεβαιώνω.
    βλ. означиться.

    Большой русско-греческий словарь > означать

  • 43 оплакать

    -ачу, -ачешь
    ρ.σ.μ.
    κλαίω (θάνατο, απώλεια κ.τ.τ.)• ахилвс -ал смерть патрбкла ο Αχιλλέας έκλαψε το θάνατο του Πάτροκλου.

    Большой русско-греческий словарь > оплакать

  • 44 погрузить

    ρ.σ.μ.
    1. βυθίζω, ποντίζω, εμβαπτίζω, βουτώ (σε υγρό)•

    погрузить в воду βυθίζω στο νερό•

    погрузить ноги в песок• βυθίζω τα πόδια, στον άμμο.

    || κατέχομαι (από βαρύ αίσθημα)•

    смерть матери -ла его в скорбь ο θάνατος της μάνας τον βύθισε σε μεγάλη θλίψη.

    || μτφ. ρίχνω, εμβάλλω•

    погрузить в тьму βυθίζω στο σκοτάδι•

    погрузить в сон βυθίζω στον ύπνο.

    || μτφ. απορροφώ;
    2. φορτώνω επιβιβάζω μπαρκάρω•

    погрузить мешки в телегу φορτώνω τσουβάλια στο αμάξι•

    погрузить полк в вагоны επιβιβάζω το σύνταγμα στα βαγόνια•

    погрузить пароход μπαρκάρω το ατμόπλοιο.

    (κυρλξ. κ. μτφ.) βυθίζομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ.

    погрузить в воду βυθίζομαι στο νερό•

    город -лся в темноту η πόλη βυθίστηκε στο σκοτάδι•

    погрузить в размышления βυθίζομαι σε σκέψεις•

    погрузить в отчаяние βυθίζομαι σε απελπισία, περιπίπτω σε απόγνωση.

    || επιβιβάζομαι. || φορτώνομαι.

    Большой русско-греческий словарь > погрузить

  • 45 потрясти

    ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. потрясенный, βρ: -сн, -сена, -сено.
    1. βλ. трясти με σημ. λίγο, μερικές φορές•

    потрясти мешок τινάζω το τσουβάλι•

    потрясти яблоню τινάζω τη μηλιά.

    2. τραντάζω, σείω•

    взрыв -яс почву η έκρηξη έσεισε το έδαφος.

    3. μτφ. συγκλονίζω, (συν)-ταράσσω•

    смерть его -ла всех ο θάνατος του συγκλόνισε όλους.

    || εκπλήσσω, καταπλήσσω• συγκινώ.
    1. βλ. трястись με σημ. λίγο.
    2. παλ. τραντάζομαι, σείομαι.
    3. συγκλονίζομαι, συνταράσσομαι εκπλήσσομαι, καταπλήσσομαι • συγκινούμαι.

    Большой русско-греческий словарь > потрясти

  • 46 преждевременный

    επ., βρ: -менен, -менна, -менно
    πρόωρος, άκαιρος, παράκαιρος, ανεπίκαιρος• νωρίτερος•

    -ые роды πρόωρος τοκετός•

    -ая смерть πρόωρος θάνατος•

    -ая старость τα πρόωρα γεράματα.

    Большой русско-греческий словарь > преждевременный

  • 47 презирать

    ρ.δ. μ.
    1. περιφρονώ•

    презирать тру сов περιφρονώ τους δειλούς.

    2. αψηφώ, δε λογαριάζω•

    презирать опасность, смерть περιφρονώ τον κίνδυνο, το θάνατο.

    περιφρονώ.

    Большой русско-греческий словарь > презирать

  • 48 принять

    приму, примешь, παρλθ. χρ. принял
    -ла, -ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. принятый, βρ: -нят, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. (κυρλξ. κ. μτφ.)• παίρνω, λαβαίνω•

    принять письмо, посылок, подарок παίρνω γράμμα, δέμα, δώρο•

    принять титул, звание, сана παίρνω τον τίτλο, το βαθμό, το αξίωμα.

    || πιάνω, συλλαμβάνω•

    бросай мешочек, а я внизу приму ρίξε τη σακκουλίτσα κι εγώ αποκάτω θα την πιάσω.

    2. παραλαβαίνω, περι-λαβαίνα)•

    принять товар παραλαβαίνω εμπόρευμα.

    || αναλαβαίνω• περιλαβαίνω•

    принять дивизию αναλαβαίνω τη μεραρχία (τη διοίκηση)•

    принять крепость περιλαβαίνω το φρούριο.

    || δέχομαι, συμφωνώ να πάρω, αποδέχομαι•

    принять пост директора αποδέχομαι το πόστο του διευθυντή•

    принять назначение αποδέχομαι το διορισμό•

    принять предложение δέχομαι την πρόταση.

    3. προσλαμβάνω•

    принять на работу παίρνω στη δουλειά.• принять в партию παίρνω στο κόμμα.

    4. υποδέχομαι, δεξιώνομαι•

    директор принял посетителя ο διευθυντής δέχτηκε τον επισκέπτη•

    принять делегацию δέχομαι την αντιπροσωπεία•

    принять посла δέχομαι τον πρεσβευτή.

    || περιλαβαίνω•

    врач -ял семь больных ο γιατρός περίλαβε (για εξέταση) εφτά ασθενείς.

    5. ακούω• βλέπω• φτάνει ως ταυτιά μου, τα μάτια μου•

    принять радио ακούω ράδιο•

    выстрел ακούω πυροβολισμό.

    6. με μερικά ουσ. σχηματίζονται ρ. με σημ. από το ουσ. принять решение παίρνω απόφαση (αποφασίζω)•

    принять смерть πεθαίνω•

    принять участие παίρνω μέρος(συμμετέχω).

    7. (για θρησκεία)• ασπάζομαι•

    принять христианскую веру ασπάζομαι το χριστιανισμό.

    8. αποκτώ•

    лицо его -ло другой вид το πρόσωπο του πήρε άλλη όψη.

    9. καταπίνω•

    принять таблетки παίρνω χαπάκια•

    принять лекарство παίρνω φάρμακο.

    10. κάνω•

    принять ванну παίρνω το λουτρό•

    принять душ κάνω ντους•

    принять грязевую ванну κάνω λασπόλουτρο.

    11. εκλαμβάνω, θεωρώ•

    принять в шутку его слова παίρνω για αστείο τα λόγια του•

    принять за чистую монету παίρνω για γνήσιο νόμισμα•

    принять всерьз παίρνω στα σοβαρά.

    12. αναμεριζω, κάνω στην άκρη, κόβω λίγο (αριστερά, δεξιά κ.τ.τ.).
    13. απάγω, αποκομίζω, παίρνω και φεύγω•

    прими отсюда сунтук πάρε απ εδώ το σεντούκι.

    14. αποδέχομαι, συγκατατιθεμαι•

    принять просьбу об отставке αποδέχομαι την αίτηση παραίτησης•

    прими мой совет δέξου τη συμβουλή μου.

    εκφρ.
    принять бой ή сражение – δεν αποφεύγω (δέχομαι) τη μάχη, τη σύγκρουση•
    принять в штыки – α) υποδέχομαι με τις λόγχες, β) μτφ. υποδέχομαι εχθρικά•
    принять во внимание – παίρνω (λαβαίνω) υπ όψη•
    принять к свой счёт – παίρνω επ ονόματι μου, υπεύθυνα•
    принять присягу – ορκίζομαι•
    принять чью-л. сторону – παίρνω το μέρος κάποιου (υποστηρίζω)•
    принять меры – παίρνω μέτρα•
    принять за правило – παίρνω για κανόνα•
    так принято – έτσι συνηθίζεται ή είναι καθιερωμένο.
    1. καταπιάνομαι, επιδίδομαι•

    принять за работу καταπιάνομαι με τη δουλειά.

    || αρχίζω•

    принять читать αρχίζω το διάβασμα.

    2. ριζώνω, πιάνω, φυτρώνω•

    вновь посаженные деревья -лись τα ξαναφυτευμένα δέντρα έπιασαν.

    || (για εμβολιασμό) πιάνω•

    прививка -лась το εμβόλιο (βατσινα) έπιασε.

    Большой русско-греческий словарь > принять

  • 49 равнять

    ρ.δ.μ.
    1. εξισώνω•

    смерть -ет всех людей ο θάνατος εξισώνει όλους τους ανθρώπους.

    2. συγκρίνω, παραβάλλω•

    равнять с собой συγκρίνω με τον εαυτό μου.

    3. ισοπεδώνω, ομαλύνω•

    равнять землю, дорогу ισοπεδώνω το γήπεδο, το δρόμο.

    || ευθυγραμμίζω, ζυγίζω•

    равнять шеренгу ευθυγραμμίζω το ζυγό (ζυγίζω).

    1. ισούμαι•

    доход -ется с расходу τα έσοχα ισούνται με τα έξοδα.

    2. ευθυγραμμίζομαι.
    (προστκ.) -йтесь! ζυγείτε! ζυγηθειτε! (παράγγελμα).
    3. προσπαθώ να φτάσω, να ευθυγραμμιστώ, να εξομοιωθώ με κάποιον.
    4. (μαθ.) εξισούμαι, ισούμαι, ισοδυναμώ, κάνω•

    четыре и три -ется семи τέσσερα και τρία κάνουν (ίσον) εφτά.

    || μτφ. αντιστοιχώ.

    Большой русско-греческий словарь > равнять

  • 50 ранний

    -яя, -ее, επ.
    1. πρώιμος•

    -ял весна πρώιμη άνοιξη•

    ранний сев πρώιμη σπορά•

    ранний плод πρώιμος καρπός.

    || πρόωρος•

    -яя смерть πρόωρος θάνατος•

    -ее развитие ребнка πρόωρη ανάπτυξη του παιδιού.

    2. (σε συνδυασμό με ουσ. αποκτά επιρρηματική σημ.)• (ε)νωρις•

    я встал -им утром εγώ σηκώθηκα νωρίς το πρωί•

    в ранний час πολύ πρωί.

    || πρώτος, αρχικός•

    -ие произведения писателя τα πρώτα έργα του συγγραφέα (πρωτόλεια)•

    с -его детства από πολύ μικρή ηλικία, από τα μικράτα• εξ απαλών ονύχων.

    || μτφ. νηπιακός, νηπιώδης•

    -ее средневековье ο νηπιώδης μεσαίωνας.

    Большой русско-греческий словарь > ранний

  • 51 скоропостижный

    επ., βρ: -жен, -жна, -жно
    αιφνίδιος, ξαφνικός, αδόκητος, απροσδόκητος, ανεπάντεχος•

    -ая смерть αδόκητος θάνατος.

    Большой русско-греческий словарь > скоропостижный

  • 52 смотреть

    смотрю, смотришь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. смотренный, βρ: -рен, -а, -о
    ρ.δ.
    1. βλέπω, κοιτάζω, θωρώ• παρατηρώ•

    смотреть в дэль κοιτάζω μακριά στο βάθος•

    смотреть на часы κοιτάζω το ωρολόγι•

    смотреть в зеркало κοιτάζω στον καθρέφτη•

    смотреть в бинокль παρατηρώ με τη διόπτρα•

    новую кинокартину βλέπω νέα κινηματογραφική ταινία.

    || μτφ. σκέπτομαι, στοχάζομαι•

    смотреть в будущее κοιτάζω στο μέλλον.

    || μτφ. δίνω προσοχή•

    вы на это не -ите εσείς αυτό μην το κοιτάτε (μη δίνετε προσοχή).

    2. μτφ. ενδιαφέρομαι, νοιάζομαι, προσέχω. || μτφ. θεωρώ, λογίζω. || υπολογίζω, υποθέτω.
    3. επιβλέπω, παρακολουθώ•

    смотреть за детьми κοιτάζω τα παιδιά.

    || εξετάζω•

    доктор -ел сольного ο γιατρός κοίταξε τον άρρωστο.

    || (παλ.) επιθεωρώ•

    генерал -ел полк ο στρατηγός επιθεώρησε το σύνταγμα.

    4. είμαι εστραμμένος•

    окна -ят в сад τα παράθυρα βλέπουν προς τον κήπο•

    пулемты -ят ва вражеские позиции τα πολυβόλα είναι εστραμμένα κατά των εχθρικών θέσεων.

    5. διαφαίνομαι, διακρίνομαι.
    6. με μερικά ουσ. σημαίνει: ομοιάζω• θυμίζω•

    смотреть зверем κοιτάζω σαν θηρίο•

    смотреть сентябрм μοιάζω με τον Σεπτέμβρη•

    смотреть сычом μοιάζω με το μπούφο.

    7. θέλω να γίνω•

    она в невесты смотретьит αυτή θέλει να γίνει νύφη (να παντρευτεί).

    8. προστκ. -и, -те κοίτα, -άτε: α) φυλάξου, πρόσεξε, β) σημαίνει θαυμασμό• για (ι)δές.
    9. προστκ.κ. 2ο πρόσ. ενστ. -ишь ως παρνθ. λ. α) βλέπε, βλέπεις• στο μεταξύ, β) πολύ πιθανόν, πιθανότατα.
    10. -ю, -им ως παρνθ. λ. βλέπω, -ομε• τι να δω, δούμε.
    εκφρ.
    смотреть в гроб (в могилу) – είμαι προς το τέλος, είμαι του θανατά•
    смотреть в оба глаза – τα μάτια σου τέσσερα•
    смотреть за собой – φροντίζω (περιποιούμαι) τον εαυτό μου•
    смотреть не на что – δεν. αξίζει να κοιτάζεις• смотреть (с надеждой) на кого-что στηρίζω τις ελπίδες στον, στο•
    смотреть смертиβλ. στη λ. смерть- -я как; -я где; -я когда κ.τ.τ. εξαρτάται από το πως, που, πότε•
    - я по чему – κρίνοντας από το ότι•
    что (чего) -ит? куда -ит! – τι κοιτάζει; που κοιτάζει; (γιατί δεν προσέχει, δε φροντίζει).
    1. κοιτάζομαι, βλέπομαι•

    смотреть в зеркало κοιτάζομαι στον καθρέφτη.

    2. απρόσ. φαίνομαι• διακρίνομαι•

    фильм хорошо -ится το φιλμ καλά φαίνεται.

    Большой русско-греческий словарь > смотреть

  • 53 таить

    таю, таишь
    ρ.δ.μ.
    1. κρύβω, αποκρύπτω• κρατώ μυστικό•

    от матери -ли смерть брата κρατούσαν μυστικό από τη μάνα το θάνατο του αδερφού•

    таить злобу κρύβω την κακία•

    -мысль κρύβω τη σκέψη•

    жизнь -ит много неожиданностей η ζωή κρύβει πολλά απρόοπτα.

    1. κρύβομαι, κρύβω τους σκοπούς μου.
    2. (απο)κρύπτομαι•

    Большой русско-греческий словарь > таить

  • 54 угрожать

    ρ.δ.
    1. απειλώ, φοβερίζω•

    вы меня не -айте, я не боюсь μη με φοβερίζετε, εγώ δε φοβούμαι•

    он -жает ножом αυτός φοβερίζει με το μαχαίρι•

    угрожать пистолетом φοβερίζω με το πιστόλι,

    2. περικλείω κίνδυνο, επαπειλώ• επισείω κίνδυνο•

    ему -ает опасность αυτός διατρέχει κίνδυνο•

    ему -ает несчастье, смерть τον περιμένει δυστύχημα, θάνατος.

    Большой русско-греческий словарь > угрожать

  • 55 удостоверить

    -рю, -ришь
    ρ.σ.μ.
    πιστοποιώ, βεβαιώνω•

    удостоверить подпись πιστοποιώ το γνήσιο της υπογραφής•

    удостоверить смерть πιστοποιώ το θάνατο•, удостоверить личность πιστοποιώ την ταυτότητα κάποιου.

    || παλ. διαβεβαιώνω.
    διαπιστώνω• πείθομαι• βεβαιώνομαι•

    судьи -лись в невиновность подсудимого οι δικαστές πείστηκανγια την αθωότητα του κατηγορούμενου.

    Большой русско-греческий словарь > удостоверить

  • 56 утрата

    θ.
    απώλεια, χάσιμο•

    утрата докумен- тов απώλεια εγγράφων•

    утрата трудоспособности απώλεια της εργατικής ικανότητας•

    смерть учного утрата большая утрата ο θάνατος του επιστήμονα είναι μεγάλη απώλεια•

    понести -у υφίσταμαι απώλεια•

    тяжлая утрата βαριά απώλεια.

    Большой русско-греческий словарь > утрата

  • 57 чёрный

    επ., βρ: чрен, черна, черно.
    1. μαύρος, μέλας, μελανός•

    -ая краска μαύρο χρώμα•

    чёрный дым μαύρος καπνός•

    чёрный как смола μαύρος σαν την πίσσα.

    2. σκούρος, αμαυρός, υπο-μέλας, μελανωπός. || σκοτεινός (αφώτιστος). || μελανόδερμος•

    -ая раса μαύρη φυλή.

    ουσ. ο μαύρος, ο μελανόδερμος.
    3. ουσ. -ые πλθ. (στο σκάκι κ. άλ.) τα μαύρα (οι μαύροι πεσσοί)•

    ход -ых παίζουν (ξεκινούν) τα μαύρα.

    4. λερωμένος, γανωμένος, μουτζουρωμένος•

    -ое бель ρούχα μαύρα από τη λέρα•

    -ые руки καταλερωμένα (μαύρα) χέρια.

    || μη επίσημος, οπίσθιος, πισινός•

    -ая лестница η πισινή σκάλα•

    чёрный вход η πισινή είσοδος (για το υπηρετικό προσωπικό)•

    чёрный двор η πισινή αυλή•

    чёрный ход δίοδος προς την κουζίνα.

    5. ανειδίκευτος•

    -ая работа ανειδίκευτη δουλειά, χοντροδουλειά, χαμαλοδουλειά.

    || ρυπαρός, βρώμικος.
    6. μισοκατεργασμένος, χοντροφτιαγμένος, χοντροειδής•

    -ая гайка χοντροειδές περικόχλιο.

    7. βλ. тягловый (1 σημ.).
    8. ποπολάρος, των κατώτερων κοινωνικών στρωμάτων, μη σοϊλής.
    9. βλ. чародейный.
    ουσ. πνεύμα ακάθαρτο, ο αντί, χρηστός, ο τρισκατάρατος.
    10. αρνητικός, άσχημος•

    выставить поступок в -ом виде κακοχαρακτηρίζω την πράξη.

    11. μτφ. άχαρος, σκοτεινός, μαύρος κι άχαρος•

    -ые мысли (думы) μαυροσκότε ίνες σκέψεις•

    -ая тоска μαύρη (βαριά θλίψη).

    || (για χρόνο) δύσκολος•

    чёрный год δύσκολη χρονιά, δίσεκτος χρόνος: отложить на чёрный день κρατώ, φυλάγω για ώρα ανάγκης.

    12. μτφ. κακός σκοτεινός• δόλιος, πανούργος•

    -ые силы οι σκοτεινές δυνάμεις•

    -ая зависть ο σκοτεινός φθόνος.

    εκφρ.
    -ая биржа; чёрный рынок – η μαύρη αγορά•
    чёрный глаз – κακό μάτι (βάσκανο)•
    - ое дерево – ο έβενος, το αμπαζόνι•
    - ая дорога – ασφαλτόστρωτος δρόμος•
    - ое ду-ховнство – ο αυστηρότατος κλήρος (αποχής από τα εγκόσμια): -ая икра μαύρο χαβιάρι•
    чёрный кофе – ο καφές (χωρίς γάλα ή βούτυρο)•
    - ая кровь – το φλεβικό αίμα•
    чёрный лесβλ. чернолесье•
    - ая меланхолия – φοβερή μελαγχολία (ζόφος ψυχής)•
    - ая металлургия – μεταλλουργία κοινών ή ευτελών) μετάλλων•
    - ые металлы – τα κοινά ή ευτελή μέταλλα•
    чёрный поп – ιερομόναχος, καλογερά-παπαζ•
    чёрный порох – μαύρη μπαρούτη•
    - ое пятно – μαύρη κηλίδα (καταισχύνη)•
    - ое слово – (δ ια λκ.) άσχημη λέξη, βρισιά•
    - ая смерть – η πανώλη, η πανούκλα•
    - ые сотни – οι μαύρες εκατονταρχίες•
    - ые списки – οι μαύροι κατάλογοι (εξόντωσης), προδιαγραφές•
    - ая тропаβλ. чернотроп; чёрный хлеб το βρίζινο ψωμί•
    называть белое -ым – λέγω το άσπρο μαύρο (αντίθετα)•
    - ым по белому (написано) – κατακάθαρα, πεντακάθαρα, ξεκάθαρα.

    Большой русско-греческий словарь > чёрный

  • 58 щадить

    щажу, щадишь
    -дит
    ρ.δ.μ.
    1. λυπούμαι•

    не щадить врагов δε λυπούμαι τους εχθρούς•

    смерть не -ит никого ο θάνατος (ο χάρος) δε λυπάται•

    ксг.мкма- щадить побежднных λυπούμαι τους νικημένους.

    2. φείδομαι, φειδω-εύομαι, τσιγκουνεύομαι, αψυχώ•

    не щадить своей жизни δε λυπούμαι τη ζωή μου•

    не щадить сил δε λυπούμαι δυνάμεις.

    || προφυλάσσω, φυλάγω, προσέχω, κοιτάζω•

    -ди своё здоровье πρόσεχε την υγεία σου.

    || σέβομαι• щадить чьё-н. самолюбие σέβομαι το φιλότιμο κάποιου.
    λυπούμαι.

    Большой русско-греческий словарь > щадить

См. также в других словарях:

  • СМЕРТЬ — Смерть: мир за вычетом тебя. Стефан Наперский Смерть это зачерненная сторона зеркала, без которой мы бы ничего не увидели. Сол Беллоу Смерть: полное затмение солнца и земли. Янина Ипохорская Смерть неприятная формальность, зато принимаются все… …   Сводная энциклопедия афоризмов

  • СМЕРТЬ — жен. (мереть), смёртушка, моск., тамб. смерётка, точка, тушка, смерёдушка, новг., олон., архан. конец земной жизни, кончина, разлучение души с телом, умирание, состояние отжившего. Смерть человека, конец плотской жизни, воскресение, переход к… …   Толковый словарь Даля

  • СМЕРТЬ —         естеств. конец всякого живого существа.Человек, в отличие от всех др. живых существ. сознаёт свою смертность; с т. зр. осознания смысла С. как завершающего момента человеч. жизни С. и рассматривалась философией.         Отношение к С. во… …   Философская энциклопедия

  • Смерть Поэта — «На смерть Пушкина» …   Википедия

  • Смерть мозга — Смерть мозга  состояние, когда происходит тотальная гибель головного мозга, при этом с помощью реанимационных мероприятий искусственно поддерживается функция сердца, кровообращение и дыхательная деятельность, создающие видимость жизни.… …   Википедия

  • Смерть (Гриффины) — У этого термина существуют и другие значения, см. Смерть (значения). Персонаж мультсериала «Гриффины» Смерть В …   Википедия

  • смерть — сущ., ж., употр. наиб. часто Морфология: (нет) чего? смерти, чему? смерти, (вижу) что? смерть, чем? смертью, о чём? о смерти; мн. о смерти, (нет) чего? смертей, чему? смертям, (вижу) что? смерти, чем? смертями, о чём? о смертях 1. Смертью… …   Толковый словарь Дмитриева

  • смерть — смерти мн., и, смертей, жен. 1. Прекращение жизни, гибель и распад организма. Насильственная смерть. Естественная смерть. Легкая, тяжелая смерть. Скоропостижная смерть. «Примешь ты смерть от коня своего.» Пушкин. «С рассветом глас раздастся мой,… …   Толковый словарь Ушакова

  • Смерть пионерки — Жанр: поэма Автор: Эдуард Багрицкий Язык оригинала: русский Год написания: апрель август 1932 …   Википедия

  • СМЕРТЬ И УМИРАНИЕ — Смерть это прекращение жизни. Смерть всего организма называют соматической смертью. Гибель клеток в ходе нормального процесса замещения их другими называют некробиозом. Термином некроз обозначают гибель клеток из за дефицита кислорода, ожога или… …   Энциклопедия Кольера

  • СМЕРТЬ — СМЕРТЬ, необратимое прекращение основных жизненных свойств организма, его дыхания, кровообращения и обмена веществ. Определить С. можно только через отношение к жизни. Давая жизни самое общее определение как процессу обмена (диссимиляции и… …   Большая медицинская энциклопедия

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»