-
1 ἀναρριπτέω
ἀνα-ρριπτέω ( ϝρίπτω), ἀνα-ρρίπτω, ipf. ἀνερρίπτουν, aor. ἀνέρριψα: fling up, ἄλα πηδῷ, of vigorous rowing; without πηδῷ, Od. 10.130. (Od.)A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ἀναρριπτέω
-
2 ἀπορρίπτω
ἀπο-ρρίπτω ( ϝρίπτω), aor. inf. ἀπορρι-ψαι, part. ἀπορρίψαντα: fling away; fig., μῆνιν, Il. 9.517, Il. 16.282.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ἀπορρίπτω
-
3 διαρρίπτω
δια-ρρίπτω ( ϝρίπτω): shoot through, Od. 19.575†.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > διαρρίπτω
-
4 ἐπιρρίπτω
ἐπι - ρρίπτω ( ϝρίπτω), aor. ἐπέρρῖψαν: fling upon or at, Od. 5.310†.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ἐπιρρίπτω
-
5 ῥίμφα
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ῥίμφα
-
6 ῥῖπή
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ῥῖπή
-
7 ῥῖπτάζω
ῥῖπτάζω (frequentative of ϝρίπτω): hurl about, part., Il. 14.257†.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ῥῖπτάζω
Перевод: с греческого на английский
с английского на греческий- С английского на:
- Греческий
- С греческого на:
- Английский