-
1 ἀεικής
ἀ-εικής (ἀϝεικ., ϝέϝοικα): unseemly, disgraceful; νόος οὐδὲν ἀεικής, ‘a likely understanding,’ οὔ τοι ἀεικές, etc.; μισθὸς ἀεικής, ‘wretched’ pay; πήρη, ‘sorry’ wallet, ἀεικέα ἕσσαι, ‘thou art vilely clad.’A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ἀεικής
-
2 ἔοικα
ἔοικα ( ϝέϝοικα), 3 du. ἔικτον, part. ἐοικώς, εἰκώς, fem. εἰκυῖα, ἐικυῖα, ἰκυῖα, pl. εἰοικυῖαι, plup. ἐῴκειν, du. ἐίκτην, 3 pl. ἐοίκεσαν, also ἔικτο, ἤικτο (an ipf. εἶκε, Il. 18.520, is by some referred here, by others to εἴκω): (1) be like, resemble, τινί (τι), ἄντα, εἰς ὦπα, Od. 1.208, Ω , Il. 3.158; ‘I seem to be singing in the presence of a god when I sing by thee’ ( ἔοικα = videor mihi), Od. 22.348. — (2) impers., be fitting, suitable, be- seem; abs., οὐδὲ ϝέϝοικεν, Il. 1.119, and w. dat. of person, Il. 9.70, also w. acc. and inf., Il. 2.190; freq. the part. as adj., μῦθοι ἐοικότες, Od. 3.124; ἐοικότα μῦθήσασθαι, καταλέξαι, γ 12, Od. 4.239.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ἔοικα
-
3 ἐπιεικής
ἐπι-εικής, ές ( ϝέϝοικα): suitable, becoming, Od. 9.382; ( τύμβον) ἐπιεικέα τοῖον, ‘only just of suitable size,’ Il. 23.246; often ὡς ἐπιεικές (sc. ἐστιν).A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ἐπιεικής
Перевод: с греческого на все языки
со всех языков на греческий- Со всех языков на:
- Греческий
- С греческого на:
- Английский