-
1 θωρηκοφόρος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θωρηκοφόρος
-
2 θωρᾱκο-φόρος
θωρᾱκο-φόρος, einen Brustharnisch, Panzer tragend, Xen. Cyr. 5, 3, 36; in ion. Form ϑωρηκοφόρος, Her. 7, 89. 8, 113.
-
3 θωρακοφορος
См. также в других словарях:
θωρηκοφόρος — θωρηκοφόρος, ον (Α) ιων. τ. τού θωρακοφόρος* … Dictionary of Greek
θωρακοφόρος — ο (Α θωρακοφόρος και ιων. τ. θωρηκοφόρος, ον) αυτός που φέρει θώρακα νεοελλ. το αρσ. ως ουσ. ο θωρακοφόρος στρατιώτης που ανήκε σε σώμα βαρέως οπλισμένων ιππέων στον παλαιό γαλλικό στρατό αρχ. το αρσ. ως ουσ. ὁ θωρακοφόρος και θωρηκοφόρος… … Dictionary of Greek