Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ϑυρσοφόρος

См. также в других словарях:

  • θυρσοφόρος — θυρσοφόρος, ον (Α) αυτός που κρατά θύρσο («Βάκχαι τε θυρσοφόροι», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θύρσος + φόρος (< φέρω), πρβλ. σημαιο φόρος, τροπαιο φόρος] …   Dictionary of Greek

  • θυρσοφόρος — thyrsus bearing masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θυρσοφόρον — θυρσοφόρος thyrsus bearing masc/fem acc sg θυρσοφόρος thyrsus bearing neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θυρσοφόροι — θυρσοφόρος thyrsus bearing masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θυρσοφόροιο — θυρσοφόρος thyrsus bearing masc/fem/neut gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θυρσοφόρου — θυρσοφόρος thyrsus bearing masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θυρσοφόρους — θυρσοφόρος thyrsus bearing masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θυρσοφόρων — θυρσοφόρος thyrsus bearing masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θυρσοφόρῳ — θυρσοφόρος thyrsus bearing masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θυρσαχθής — θυρσαχθής, ές (Α) (πιθ. εσφ. ανάγν. αντί θυρσεγχής) (για τον Βάκχο) θυρσοφόρος ή αυτός που κρατάει και πάλλει τον θύρσο σαν δόρυ. [ΕΤΥΜΟΛ. < θύρσος + αχθής (< άχθος), πρβλ. επ αχθής, πολυ αχθής] …   Dictionary of Greek

  • θυρσομανής — θυρσομανής, ές (Α) (ως επίθ. τού Βάκχου) μαινόμενος θυρσοφόρος, αυτός που κρατά τον θύρσο και βρίσκεται σε κατάσταση μανίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < θύρσος + μανής (< μαίνομαι), πρβλ. γυναι μανής, ναρκο μανής] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»