-
1 θῡμιάω
θῡμιάω, 1) räuchern, bes. Rauchwerk, Weihrauch anzünden; Pind. frg. 87; οἱ Ἄραβες ϑυμιῶσι τὸ λήδανον Her. 3, 112; ϑυμιήματα 8, 99; τοῦ λιβανωτοῦ Luc. Prom. 19. – Pass.; τὸ σπέρμα ϑυμιῆται Her. 4, 75; τηκομένων ἢ ϑυμιωμένων γίγνονται ὀσμαί Plat. Tim. 66 d; Folgde; ἐϑυμιᾶτο αὐτῷ, es wurde ihm Räucherwerk angezündet, Ael. V. H.12, 51; ϑυμιώμεναι μέλισσαι, beräuchert, Arist. H. A. 9, 27. – 2) intrans., rauchen, Theophr. – Θυμιατός, Arist. meteorl. 4, 9.
См. также в других словарях:
θυμιήματα — θῡμιήματα , θυμίαμα incense neut nom/voc/acc pl (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καθαγίζω — και ιων. τ. καταγίζω (Α) 1. προσφέρω κάτι σε θεό, αφιερώνω σε θεό, καθιερώ* («ἀκροθίνια ταῡτα καταγιεῑν θεῶν ὅτεῳ, δή», Ηρόδ.) 2. ιδίως για θυσία πάνω σε φωτιά («θυμιήματα δὲ παρ αὐτῆ παντοῑα καταγίζουσι», Ηρόδ.) 3. αφιερώνω, προσφέρω κάτι στις… … Dictionary of Greek