Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

ϑρηνῳδός

См. также в других словарях:

  • θρηνῳδός — one who sings a dirge masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θρηνωδός — ο, η (ΑΜ θρηνῳδός) αυτός που ψάλλει θρηνητικά άσματα, ο μοιρολογητής. [ΕΤΥΜΟΛ. < θρήνος + ωδός < αείδω (πρβλ. επ ωδός, μελ ωδός)] …   Dictionary of Greek

  • θρηνωδός — ο, η αυτός που τραγουδάει θρηνητικά τραγούδια, ο μοιρολογητής …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • θρηνωιδόν — θρηνῳδός one who sings a dirge masc/fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θρηνῳδοί — θρηνῳδός one who sings a dirge masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θρηνῳδούς — θρηνῳδός one who sings a dirge masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θρηνῳδέ — θρηνῳδός one who sings a dirge masc/fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θρηνῳδόν — θρηνῳδός one who sings a dirge masc/fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • PAEFICA — memorata in illo Naevii, Haec quidem hercle opinor Praefica est, Nam mortuos collaudat. Claudio dicebatur, quae praeficeretur ancillis lam entantibus. Unde in Glossis Philoxeni, Praefica, ἡ πρὸ τῆς κλίνης εν τῇ φορᾷ κοπτομένη: θρηνῳδὸς ἐπ᾿… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • θρήνος — Πανάρχαιο είδος τραγουδιού, το οποίο εμφανίστηκε αρχικά ως έκφραση πόνου για τον θάνατο αγαπημένου προσώπου, ενώ αργότερα προσέλαβε γενικότερο χαρακτήρα και μετατράπηκε σε μέσο μαζικής έκφρασης της οδύνης για εθνικές συμφορές ή μεγάλες φυσικές… …   Dictionary of Greek

  • θρηνωδία — η (Α θρηνῳδία) [θρηνωδός] πένθιμο άσμα, μοιρολόγι, θρηνολογία …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»