Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ϑοινήτωρ

См. также в других словарях:

  • θοινήτωρ — θοινήτωρ, ορος, ὁ (Α) συμποσιαστής, συνδαιτυμόνας, ευωχούμενος. [ΕΤΥΜΟΛ. Μτγν. τ. αντί θοινάτωρ*] …   Dictionary of Greek

  • θοινήτωρ — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θοινήτορα — θοινήτωρ masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θοινήτορι — θοινήτωρ masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»