-
1 θοινήτωρ
-
2 θοινητωρ
-
3 θοινήτωρ
θοινήτωρmasc nom sg -
4 θοινήτωρ
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θοινήτωρ
-
5 θοινήτορα
θοινήτωρmasc acc sg -
6 θοινήτορι
θοινήτωρmasc dat sg -
7 θοινάτωρ
См. также в других словарях:
θοινήτωρ — θοινήτωρ, ορος, ὁ (Α) συμποσιαστής, συνδαιτυμόνας, ευωχούμενος. [ΕΤΥΜΟΛ. Μτγν. τ. αντί θοινάτωρ*] … Dictionary of Greek
θοινήτωρ — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θοινήτορα — θοινήτωρ masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θοινήτορι — θοινήτωρ masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)