-
1 θοίνᾱμα
θοίνᾱμα, τό, der Schmaus, das Gastmahl; Eur. Or. 812; οἰωνῶν γαμφηλαῖς ϑοίν. Ion 1496. S. ϑοίνημα.
-
2 θοίνᾱμα
θοίνᾱμα, τό, der Schmaus, das Gastmahl -
3 θοίνημα
θοίνημα, τό, = ϑοίναμα, der Schmaus, die Speise, τράπεζαν πλήρη βαρβαρικῶν ϑοινημάτων Posidon. bei Ath. IV, 153 b.
См. также в других словарях:
θοίναμα — θοίναμα, τὸ (Α) [θοινώ] φαγητό, συμπόσιο («οἰκτρότατα θοινάματα», Ευρ.) … Dictionary of Greek
θοίναμα — θοίνᾱμα , θοίναμα meal neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θοίνημα — θοίνημα, τὸ (Α) φαγητό, συμπόσιο. [ΕΤΥΜΟΛ. Μτγν. τ. αντί θοίναμα*] … Dictionary of Greek
θοιναμάτων — θοινᾱμάτων , θοίναμα meal neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θοινάματα — θοινά̱ματα , θοίναμα meal neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)