-
1 θιάσους
θίασοςBacchic revel: masc acc pl -
2 θυρσοφορέω
II θ. θιάσους assemble or lead companies with the thyrsus, E.Ba. 557 (lyr.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θυρσοφορέω
-
3 πανημερεύω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πανημερεύω
-
4 ἑλίσσω
ἑλίσσω or [full] ἐλίσσω (the latter more freq. in codd. of Hom.), [dialect] Att. [suff] ἑλιξό-ττω, [dialect] Ep. inf.A- έμεν Il.23.309
; [dialect] Ion. [full] εἰλίσσω or [full] εἱλίσσω (εἱ. is found in codd. of Hdt. (v. infr.), butκατ-ελίσσειν Hp.
Acut.(Sp.) 37,κατειλίξαι Id.Morb.2.18
, al.): [tense] fut. : [tense] aor. ( εἵλ- codd., butκατ-ειλίξας IG22.204.32
); part.ἑλίξας Il.23.466
, [dialect] Ion.εἰλίξας Hdt.4.34
:—[voice] Med., Il.23.320: [tense] fut.ἑλίξομαι 17.728
: [tense] aor.ἑλιξάμην 12.467
,17.283:—[voice] Pass.,[tense] fut.ἑλιγήσομαι LXXIs.34.4
: [tense] aor.1 ; part.ἑλιχθείς Il.12.74
: [tense] pf. ,ἐλήλιγμαι Paus.10.17.12
: [tense] plpf. ; [dialect] Ion. [ per.] 3pl.εἱλίχατο Hdt.7.90
. —The [dialect] Ion. form is found in Trag. (v. infr., codd. usu. εἱλ-; but τ' εἰ.A.Pr. 138 (lyr., cod. [voice] Med.), cf.Ar.Ra. 1314, 1348 (cod. Rav.)), in IG l.c., and codd. of Pl. (as Ti.l.c.,ἀν-ειλίττων Phlb. 15e
); ἐπειλίξας is f.l. in D.23.161. (ϝελ-, ἐϝελ-, cf. εἴλω, ἐλελίζω ad fin.):— turn round or about: [voice] Act. in Hom. always of turning a chariot round the doublingpost, οἶσθα γὰρ εὖ περὶ τέρματ' ἐλισσέμεν [ἵππους] Il.23.309,cf. 466.2 generally, roll, ἑ. βίου πόρον roll life's stream along, Pi.I.8(7).15; of the chariot of Day, (anap.);ἥλιος.. εἱλίσσων φλόγα E.Ph.3
; εἰ. κόνιν roll the eddying dust, A.Pr. 1085 (anap.); ἑ. δίνας, of the Euripus, E.IT7, cf. 1103 (lyr.); ἑ. κόρας, βλέφαρα, Id.HF 868 (troch.), Or. 1266(lyr.).3 of any rapid motion, ἅλιον.. ἑ. πλάταν ply it swiflly, S.Aj. 358 (lyr.); of the dance, ἑ. πόδα move the swift foot, cj. in E.Or. 171 (lyr.), cf.IA 215(lyr.); εἱ. θιάσους lead the dancing bands, Id.IT 1145 (lyr.);ἑ. χορούς Stratt.66.5
: abs., dance, E.Ph. 234 (lyr.), cf. Or. 1292 (whence ἑ. τινά dance in honour of.., Id.HF 690 (lyr.), IA 1480 (lyr.)); ἑ. βωμόν dance round it, Call. Del. 321.4 roll or wind round,πλόκαμον περὶ ἄτ ρακτον Hdt.4.34
, cf. 2.38; λίνον ἠλακάτᾳ δακτύλοις ἑ. E.Or. 1432 (lyr.); χεῖρας ἀμφὶ γόνυ ἑ. clasp them round.., Id.Ph. 1622.5 metaph., turn in one's mind, revolve, τοιαῦθ' ἑ. S.Ant. 231, cf. Pl.Epin. 978d;μῆτιν A.R.1.463
; ἑ. κακοὺς λόγους speak wily words, E.Or. 892.6 κόλπους ἑ. form winding reaches, of rivers, D.P.630;ἀγκῶνας Id.979
.II [voice] Med. and [voice] Pass., turn oneself round or about (but in Il. 12.49 εἱλίσσεθ' ἑταίρους (as read by Nicanor) rallied his comrades), ἑλιχθέντων ὑπ' Ἀχαιῶν when they turned to face the foe, ib.74, cf. 408; so of a wild boar, ἑλιξάμενος having turned to bay, 17.283; of a serpent, coil himself,ἑλισσόμενος περὶ χειῇ 22.95
; ἡ δέ τ' ἐλισσομένη πέτεται (sc. καλαῦροψ ) the shepherd's staff flies spinning through the air, 23.846; κνίση.. ἑλισσομένη περὶ καπνῷ rolling with the smoke, 1.317; ἑλισσόμενοι περὶ δίνας whirled round in the eddies, 21.11; of a river,δίνῃς ἀργυρέῃς εἱλιγμένος Hes.Th. 791
, cf. D.S.1.32; of the waves,τὸ ἑλισσόμενον αἰεὶ κυμάτων Pi.N.6.55
; of ocean, ; ὧραι ἑλισσόμεναι the circling hours, Pi. O.4.3.2 turn hither and thither, go about,ἀν' ὅμιλον Il.12.49
; καθ' ὅμιλον ib. 467; ἑλίσσετο ἔνθα καὶ ἔνθα turned himself hither and thither, doubting what to do, Od.20.24.3 metaph., to be constantly in or about a thing,περὶ φύσας Il.18.372
; ἔν τινι, εἴς τι, Pl.Tht. 194b, Porph. ap. Eus.PE3.4: c. gen., μέλιτός τε καὶ ἔργων εἱλίσσονται (sc. μέλισσαι) Arat.1030.5 [voice] Med. in act. sense, ἧκε δέ μιν σφαιρηδὸν ἑλιξάμενος he threw it with a whirl like a ball, Il.13.204.6 τὰς κεφαλὰς εἱλίχατο μίτρῃσι have their heads rolled round with turbans, Hdt.7.90.
См. также в других словарях:
θιάσους — θίασος Bacchic revel masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ελλάδα - Θέατρο — ΑΡΧΑΙΑ ΤΡΑΓΩΔΙΑ Ένας λαός που έχει έξι πτώσεις και κλίνει τα ρήματά του με χίλιους τρόπους, έχει μια πλήρη, συλλογική και υπερχειλίζουσα ψυχή. Αυτός ο λαός, που δημιούργησε μια τέτοια γλώσσα, χάρισε τον πλούτο της ψυχής του σε όλο το… … Dictionary of Greek
θυρσοφορώ — θυρσοφορῶ, έω (Α) [θυρσοφόρος] 1. κρατώ τον θύρσο 2. φρ. «θυρσοφορῶ θιάσους» συγκεντρώνω και οδηγώ βακχικούς θιάσους με τον θύρσο … Dictionary of Greek
τουρκιά — Χώρα της εγγύς Ανατολής. Το ευρωπαϊκό τμήμα της συνορεύει με την Ελλάδα και τη Βουλγαρία και βρέχεται από το Αιγαίο Πέλαγος, τον Εύξεινο Πόντο και την Προποντίδα. Το ασιατικό τμήμα της συνορεύει με την Αρμενία, το Αζερμπαϊτζάν, τη Γεωργία, το… … Dictionary of Greek
Βεάκης, Αιμίλιος — (Πειραιάς 1884 – Αθήνα 1951). Ηθοποιός του θεάτρου, από τους σημαντικότερους του 20ού αι. Μικρός έμεινε ορφανός και μεγάλωσε στα χέρια στοργικών συγγενών του, ενώ νωρίς αισθάνθηκε κλίση προς το θέατρο και τη ζωγραφική. Το 1900, προτού καν… … Dictionary of Greek
Ράιμουντ, Φέρντιναντ — (Raimund, Βιέννη 1790 – Πότενσταϊν, Βαυαρία 1836). Αυστριακός θεατρικός συγγραφέας και ηθοποιός. Από φτωχή οικογένεια, ανακάλυψε πολύ γρήγορα την κλίση του για το θέατρο, ακολούθησε διάφορους περιπλανώμενους θιάσους και το 1817 προσλήφθηκε στο… … Dictionary of Greek
PHRATRICA — Graece Φρατρικὰ, dicebantur in Rep. Atheniensium convivia, a tribulibus vel societatis eiusdem consortibus, amicitiae mutuae conservandae augendaeque celebrari solita. Instituta hâc fini a Solone, ut et alia quaedam, de quibus ita Athenaeus,… … Hofmann J. Lexicon universale
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
καμπούκι — Είδος λαϊκού ιαπωνικού θεάτρου, το οποίο εμφανίστηκε στις αρχές του 17ου αι. Βασιζόταν κυρίως στον χορό και στην παντομίμα, τα οποία εναλλάσσονταν με κωμικά ιντερμέδια. Σύμφωνα με την παράδοση, οι πρώτες παραστάσεις κ. ανέβηκαν στη σκηνή από τη… … Dictionary of Greek
οπερέτα — θεατρικό είδος που αποτελείται από μουσικά μέρη (άριες, κοντσερτάτα, ενόργανη μουσική κλπ.) και από διάλογους σε πεζό, το οποίο δεν εμβαθύνει στα δραματικά στοιχεία, αλλά στηρίζεται στις αρετές, στην πολυτέλεια και στη γοητεία του ίδιου του… … Dictionary of Greek
πιερότος — Πρόσωπο της Κομέντια ντελ’ άρτε, που προήλθε ίσως από τη φιγούρα του Πεντρολίνο. Ο τύπος που παρουσίαζε εισήχθη στη Γαλλία στο τέλος του 16ου αι. με ιταλικούς κωμικούς θιάσους (από τους διασημότερους ήταν ο θίασος τωνΤζελόζι) και αποτέλεσε μαζί… … Dictionary of Greek