Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

ϑηρευτής

См. также в других словарях:

  • θηρευτῇς — θηρευτής hunter masc dat pl (epic) θηρευτός fem dat pl (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θηρευτής — hunter masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θηρευτής — ο, θηλ. θηρεύτρια (ΑΜ θηρευτής, θηλ. θηρεύτρια) [θηρεύω] 1. κυνηγός 2. μτφ. αυτός που επιζητεί, που επιδιώκει επίμονα κάτι αρχ. 1. (στον Όμ. πάντοτε ως επίθ.) θηρευτικός, κυνηγετικός («ἐν κυσὶ θηρευτῇσιν», Ομ. Ιλ.) 2. φρ. α. «θηρευτὴς ἰξός» η… …   Dictionary of Greek

  • θηρευτής — ο θηλ. θηρεύτρια 1. κυνηγός: Θηρευτής άγριων ζώων. 2. αυτός που επιδιώκει κάτι: Θηρευτής ερωτικών υποθέσεων. – Θηρευτής της αλήθειας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • θηρευταῖς — θηρευτής hunter masc dat pl θηρευτός fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θηρευταί — θηρευτής hunter masc nom/voc pl θηρευτός fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θηρευτοῦ — θηρευτής hunter masc gen sg θηρευτός masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θηρευτῇ — θηρευτής hunter masc dat sg (attic epic ionic) θηρευτός fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θηρευτῇσι — θηρευτής hunter masc dat pl (epic ionic) θηρευτός fem dat pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θηρευτῇσιν — θηρευτής hunter masc dat pl (epic ionic) θηρευτός fem dat pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θηρευτήν — θηρευτής hunter masc acc sg (attic epic ionic) θηρευτός fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»