-
1 θηρατος
3 -
2 θηρατός
θηρατόςto be caught: masc nom sg -
3 θηρατός
A to be caught: metaph., attainable,τὴν ἕξιν ᾗ τὰ καλὰ θ. γίγνεται τοῖς ἀνθρώποις Plb.10.47.11
;οὐδ' ὅλως ἐπιστήμῃ θ. ὁ καιρός, ἀλλὰ δόξῃ D.H.Comp.12
; κριτήριον οὐδὲ στοχασμῷ θ. Phld.Rh. 1.167S.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θηρατός
-
4 εὐ-θήρᾱτος
εὐ-θήρᾱτος, wohl, leicht zu jagen, zu fangen; ὑφ' ἡδονῶν Arist. Eth. 3, 1; in der ion. Form εὐϑήρητος Opp. H. 5, 426; übertr., ἵμερος Διὸς οὐκ εὐϑ. ἐτύχϑη, nicht leicht zu erkennen, Aesch. Suppl. 81; στέφανος εὐϑ. ἦν, war leicht zu erlangen, Pol. 32, 11, 3.
-
5 δυς-θήρᾱτος
δυς-θήρᾱτος, schwer zu jagen, zu fangen; Arist. H. A. 9, 12; Plut. Pomp. 38; überte., τὸ ἀληϑές, Pericl. 13.
-
6 δορι-θήρᾱτος
δορι-θήρᾱτος, mit dem Speere, im Kriege erjagt; Eur. Hec. 105; σκῠλα Troad. 574.
-
7 ἀ-θήρᾱτος
ἀ-θήρᾱτος, nicht zu fangen, Ael. H. A-1, 4.
-
8 θηρατούς
θηρατόςto be caught: masc acc pl -
9 θηρατά
θηρᾱτά̱, θηρατήςhunter: masc nom /voc /acc dualθηρᾱτά, θηρατήςhunter: masc voc sgθηρᾱτά, θηρατήςhunter: masc nom sg (epic)θηρατόςto be caught: neut nom /voc /acc plθηρατά̱, θηρατόςto be caught: fem nom /voc /acc dualθηρατά̱, θηρατόςto be caught: fem nom /voc sg (doric aeolic) -
10 θηρευτος
-
11 θηρατών
θηρᾱτῶν, θηρατήςhunter: masc gen plθηρατόςto be caught: fem gen plθηρατόςto be caught: masc /neut gen pl -
12 θηρατῶν
θηρᾱτῶν, θηρατήςhunter: masc gen plθηρατόςto be caught: fem gen plθηρατόςto be caught: masc /neut gen pl -
13 θηράω
θηράω, fut. ϑηράσομαι (die Atticisten verwerfen ϑηράσω, welches Soph. Phil. 946 Xen. Cyr. 1, 4, 16 An. 4, 5, 24 u. öfter steht), Wild ( ϑήρ) jagen, fangen, ϑηρία, λαγώς, σφῆκας, Xen. Cyr. 1, 9, 10 An. 4, 5, 24 Hell. 4, 2, 12 u. A. ( Plat. nicht); Aesch. setzt ἥμαρτον ἢ ϑηρῶ τι gegenüber, Ag. 1167, vgl. πρὸς ἄτης ϑηραϑεῖσαι Prom. 1074. Häufig von Menschen, ihnen nachstellen, sie fangen, Xen. An. 5, 1, 9, auch in gutem Sinne, ἀγαϑοῖς λόγοις καὶ ἔργοις Cyr. 2, 4, 10; Ἀλκιβιάδη ς διὰ κάλλος ὑπὸ γυναικῶν ϑηρώμενος Mem. 1, 2, 24; φίλους ibd. 3, 11, 7; πόλιν Aesch. Pers. 229. Uebertr., nachjagen, eifrig wonach streben, τυραννίδα Soph. O. R. 542, τἀμήχανα Ant. 92, ὄλβον Xen. Cyr. 4, 2, 20; auch γαμεῖν Eur. Hel. 63. – Med. in derselben Bdtg, τὰς ἐγχέλεις, Ar. Equ. 861, οἱ ϑηρώμενοι, die Jäger, Xen. Cyn. 11, 2; bes. übertr., πυρὸς πηγήν Aesch. Prom. 109; Soph. Ai. 2 Phil. 995; Eur. Hipp. 919, λαβεῖν Hel. 545; Anazil. Ath. XIII, 558 c; τὴν ὑγιείην ἐμέτοισι Her. 2, 77; δόξαν Dem. 61, 21; Isocr. 10, 59; – ϑηρατέος, zu erjagen, Soph. Phil. 116; ϑηρατός, zu erfassen, Sp.
-
14 δοριθηρατος
-
15 δυσθηρατος
-
16 ευθηρατος
21) легко уловимыйΔιὸς ἵμερος οὐκ εὐ. Aesch. — непостижимая воля Зевса
2) легко поддающийсяεὐ. ὑπὸ τῶν ἡδέων Arst. — падкий на удовольствия
3) легко достижимый, доступный(στέφανος Polyb.)
-
17 θηρατή
θηρᾱτῇ, θηρατήςhunter: masc dat sg (attic epic ionic)θηρατόςto be caught: fem dat sg (attic epic ionic) -
18 θηρατῇ
θηρᾱτῇ, θηρατήςhunter: masc dat sg (attic epic ionic)θηρατόςto be caught: fem dat sg (attic epic ionic) -
19 θηραταίς
-
20 θηραταῖς
- 1
- 2
См. также в других словарях:
θηρατός — θηρατός, ή, όν (Α) [θηρώ] 1. αυτός τον οποίο μπορεί κάποιος να συλλάβει 2. μτφ. αυτός που μπορεί κάποιος να επιτύχει («τὴν ἕξιν, ἧ τὰ καλά θηρατὰ γίγνεται τοῑς ἀνθρώποις», Πολυδ.) … Dictionary of Greek
θηρατός — to be caught masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θηρατούς — θηρατός to be caught masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευθήρατος — εὐθήρατος, ον (ΑΜ, Α και ιων. τ. εὐθήρητος, ον) αυτός που θηρεύεται, συλλαμβάνεται ή κατακτάται εύκολα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + θηρατος (< θηρώ «κυνηγώ»), πρβλ. δορι θήρατος, δυσ θηρατος] … Dictionary of Greek
θηρατά — θηρᾱτά̱ , θηρατής hunter masc nom/voc/acc dual θηρᾱτά , θηρατής hunter masc voc sg θηρᾱτά , θηρατής hunter masc nom sg (epic) θηρατός to be caught neut nom/voc/acc pl θηρατά̱ , θηρατός to be caught fem nom/voc/acc dual θηρατά̱ , θηρατός to be… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νεοθήρατος — νεοθήρατος, ον (Α) (για ζώο) αυτός που θηρεύθηκε πρόσφατα. [ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο) * + θήρατος (< θηρῶ), πρβλ. ευ θήρατος] … Dictionary of Greek
θηρατῶν — θηρᾱτῶν , θηρατής hunter masc gen pl θηρατός to be caught fem gen pl θηρατός to be caught masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αθήρατος — ἀθήρατος, ον (Α) αυτός που δεν πιάστηκε ή δεν μπορεί να πιαστεί σε κυνήγι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + θηρατὸς < θηρῶ] … Dictionary of Greek
θηρευτός — ή, ό (Α θηρευτός, ή, όν) [θηρεύω] θηρατός, θηρεύσιμος … Dictionary of Greek
θηρώ — θηρῶ, άω (Α) 1. κυνηγώ ή καταδιώκω άγρια ζώα, και συν. με τη σημ. τού συλλαμβάνω 2. (για ανθρώπους) συλλαμβάνω, καταλαμβάνω 3. αιχμαλωτίζω με τον τρόπο μου, με τα λόγια μου 4. μτφ. κυνηγώ, επιδιώκω, ζητώ να βρω κάτι 5. επιζητώ, προσπαθώ να κάνω… … Dictionary of Greek
θηραταῖς — θηρᾱταῖς , θηρατής hunter masc dat pl θηρατός to be caught fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)