-
1 τηλεδανός
См. также в других словарях:
τηλεδανός — ή, όν, Α (αντί θηλεδανός) αυτός που διαρκεί πολύ, μακροχρόνιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τῆλε, αναλογικά προς τα πευκε δανός, τυφε δανός] … Dictionary of Greek
1 τηλεδανός
τηλεδανός — ή, όν, Α (αντί θηλεδανός) αυτός που διαρκεί πολύ, μακροχρόνιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τῆλε, αναλογικά προς τα πευκε δανός, τυφε δανός] … Dictionary of Greek