Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ϑεσμοφόρος

См. также в других словарях:

  • θεσμοφόρος — law giving masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεσμοφόρος — ο (ΑΜ θεσμοφόρος, ον) αυτός που φέρει, που παρέχει θεσμούς, ο νομοθέτης αρχ. 1. (το θηλ. ως επίθ. τής Δήμητρος) αυτή που εισάγει θεσμούς για την καλλιέργεια τής γης, τον καταρτισμό τής κοινωνίας, τον νόμιμο γάμο κ.λπ. 2. ως κύριο όν. ὁ Θεσμοφόρος …   Dictionary of Greek

  • θεσμοφόρον — θεσμοφόρος law giving masc/fem acc sg θεσμοφόρος law giving neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεσμοφόρω — θεσμοφόρος law giving masc/fem/neut nom/voc/acc dual θεσμοφόρος law giving masc/fem/neut gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεσμοφόρε — θεσμοφόρος law giving masc/fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεσμοφόροι — θεσμοφόρος law giving masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεσμοφόροιν — θεσμοφόρος law giving masc/fem/neut gen/dat dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεσμοφόροιο — θεσμοφόρος law giving masc/fem/neut gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεσμοφόροις — θεσμοφόρος law giving masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεσμοφόρου — θεσμοφόρος law giving masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεσμοφόρους — θεσμοφόρος law giving masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»