-
1 θείκελος
θείκελος, = ϑεοείκελος, Ar. Lys. 1252.
-
2 ἀνδρ-είκελος
ἀνδρ-είκελος, einem Manne, Menschen ähnlich, τὸ ἀνδρ., sc. χρῶμα, eine Farbenmischung, der Fleischfarbe des Menschen entsprechend, Tim. Lex. Pl. χρόα ἐπιτηδεία πρὸς ἀνδρὸς μίμησιν, zu Plat. Crat. 424 d; übtr., συμμιγνύντες καὶ κεραννύντες ἐκ τῶν ἐπιτηδευμάτων τὸ ἀνδρ., im Ggstz des ϑεοείκελος, ein Bild des Menschen, Rep. VI, 501 b; τύπωσις Plut. Alex. 72; εἴδωλα D. Hal. 1, 38. Als Schminke gebraucht, ὀφϑαλμοὺς ὑπαλειφόμενος ἀνδρεικέλῳ Xen. Oec. 10. 5; ἀνδρεικέλου χρῶμα ibd. 6. Bei Theaet. Schol. 4 ( Plan. 221) Statue.
См. также в других словарях:
θεοείκελος — θεοείκελος, ον (AM) αυτός που μοιάζει στην όψη με θεό («θεοείκελ Ἀχιλλεῡ «, Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + είκελος «παρόμοιος»] … Dictionary of Greek
θεοείκελος — godlike masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεοείκελον — θεοείκελος godlike masc/fem acc sg θεοείκελος godlike neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεοεικέλοις — θεοείκελος godlike masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεοεικέλους — θεοείκελος godlike masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεοείκελα — θεοείκελος godlike neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεοείκελε — θεοείκελος godlike masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεοείκελοι — θεοείκελος godlike masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεοείκελ' — θεοείκελα , θεοείκελος godlike neut nom/voc/acc pl θεοείκελε , θεοείκελος godlike masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ανδρείκελος — (Α ἀνδρείκελος), ον) 1. αυτός που έχει όψη ανθρώπου, ανθρωπόμορφος 2. το ουδ. ως ουσ. ομοίωμα του άνδρα, του ανθρώπου νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. α) νευρόσπαστο, μαριονέτα, κούκλα β) μτφ. άνθρωπος που δεν ενεργεί με δική του βούληση αλλά κατά επιταγή … Dictionary of Greek
είκελος — εἴκελος, η, ον (Α) όμοιος. [ΕΤΥΜΟΛ. Η ομηρ. είκελος εμφανίζει παράλληλο τύπο ίκελος* «όμοιος» που ανάγεται στην ΙΕ ρίζα *weik «αληθεύω, ομοιάζω» τών ρημάτων εικάζω*, έοικα*. Το ει τού τύπου είκελος ερμηνεύεται είτε ως αναλογικός σχηματισμός προς… … Dictionary of Greek