-
1 θαῦμα
θαῦμα, τό, ion. ϑώϋμα u. ϑῶμα, Wunder, Wunderwerk, Alles, was man mit Bewunderung u. Erstaunen ansieht, u. die Bewunderung, Verwunderung selbst; Hom. ϑαῦμα ἰδέσϑαι, ein Wunder zu schauen, wunderbar anzuschauen; ἦ μέγα ϑαῦμα τόδ' ὀφϑαλμοῖσιν ὁρῶμαι, Il. 13, 99. 15, 286 u. öfter; vom Polyphem, καὶ γὰρ ϑαῦμ' ἐτέτυκτο πελώριον Od. 9, 190, wie auch von einer schönen Frau, ϑαῠμα βροτοῖσι 11, 287; ϑαῦμά μ' ἔχει, ich staune, 10, 326; Pind. P. 1, 26 N. 10, 50; ταρβῶ μὲν οὐδέν, ϑαῦμα δ' ὄμμασιν πάρα Aesch. Eum. 385, aber Wunder nimmts den Blick; οὔ τι τοῠτο ϑαῠμ' ἔμοιγε, das ist mir nicht wunderbar, Soph. Phil. 408; ϑαῦμά τοί μ' ὑπέρχεται, Staunen beschleicht mich, El. 916; τόδε ϑαῦμά μ' ἔχει Phil. 861; τί τοῠτο ϑαῦμα; Eur. Hipp. 439; μεγίστου ϑαύματος τόδ' ἄξιον 906, bewundernswerth; in Prosa, z. B. Plat. Conv. 221 c; ϑαυμάτων κρέσσονα Eur. Bacch. 666; ϑαῦμα οὐδέν, das ist nicht zu bewundern, Ar. Plut. 99; ϑαῦμά μ' ἐλάμβανε Av. 511; ϑῶμα ποιεῖσϑαί τι, Etwas für wunderbar halten, Her. 1, 68. 8, 74; ϑαῦμα ποιεῖσϑαί τινος, sich über Etwas wundern, 7, 99. 9, 58, περί τινος, 3, 23; ἐν ϑαύματι ποιεῖσϑαι Plut. Pomp. 14; μηδὲν ὑμῖν ἔστω ϑαῠμα Plat. Critia. 113 b; τὸ μὴ πείϑεσϑαι τοῖς λεγομένοις τοὺς πολλοὺς ϑαῠμα οὐδέν Rep.VI, 498 d; ϑαῦμα ἦν, τί εἴη τὸ γεγενημένον, man wunderte sich u. wußte nicht, was da vorgefallen sei, Xen. An. 6, 1, 23. – Θαύματα bes. von Kunststücken der Taschenspieler u. Gaukler gebraucht, Plat. Rep. VII, 514 b; ϑαύματα ἐπιδεικνύς Legg. III, 658 b; τῆς σοφιστικῆς δυνάμεως, Kunststück, Soph. 233 a; von Seiltänzer- u. Springerkünsten, Xen. Conv. 2, 1, vgl. 7, 2; Hesych. erkl. ϑαύματα, ἃ οἱ ϑαυματοποιοὶ ἐπιδείκνυνται; Tim. lex. Plat. erkl. νευροσπάσματα, wo Ruhnken zu vgl. Auch der Schauplatz solcher Gaukler wird dadurch bezeichnet, ἐν τοῖς ϑαύμασιν ὑπεκρίνετο μίμους Ath. X, 452 f; ἐν ϑαύμασι τοὺς χαλκοῦς ἐκλέγειν Theophr. char. 6, 2.
-
2 νευρό-σπαστος
νευρό-σπαστος, durch Sehnen gezogen; νευρόσπαστα ἀγάλματα, Her. 2, 48, durch Sehnen in Bewegung gesetzte Gliederpuppen; dah. τὰ νευρόσπαστα, Xen. Conv. 4, 55, Marionetten- u. vielleicht übh. Taschenspielerkünste, vgl. c. 2, wo ϑαύματα entspricht, Luc. Dea Syr. 16, u. oben νευρόσπασμα.
-
3 νευρό-σπασμα
νευρό-σπασμα, τό, = νευρόσπαστον, in VLL. Erkl. von ϑαύματα, vgl. Ruhnk. zu Tim. p. 140.
-
4 δια-πλέκω
δια-πλέκω ( διαπέπλοχε Hippocr.), 1) dazwischen-, durch-, verflechten, ϑαυματὰ ἔργα, von Flechtwerk, H. h. Merc. 80; τὴν φιλύρην Her. 4, 87; übertragen, ἀγὴν δ., Winkelzüge machen, Pind. P. 2, 82; ϑρῆνον δ., einen Klagegesang kunstvoll anlegen, 12, 8; βίοτον λιπαρῷ γήραϊ N. 7, 99. – Med., διαπλεξαμένη τὰς κόμας Aristaen. 1, 25. – 2) übertr., βίον, das Leben hinbringen, Ar. Av. 754; Plat. Legg VII, 806 a; p. bei Ath. X, 458 b. Aber bei Her. 5, 92, 6 = zu Ende flechten, endigen. – 3) auseinanderflechten, ausdehnen, ἐκ μέσου ἐς ἔσχατον οὐρανὸν διαπλακεῖσα Plat. Tim. 36 e; στρατόν, auseinanderziehen, Plut. Anton. 46.
-
5 διαπλέκω
δια-πλέκω ( διαπέπλοχε Hippocr.), (1) dazwischen-, durch-, verflechten, ϑαυματὰ ἔργα, von Flechtwerk; übertragen, ἀγὴν δ., Winkelzüge machen; ϑρῆνον δ., einen Klagegesang kunstvoll anlegen. (2) übertr., βίον, das Leben hinbringen. Aber = zu Ende flechten, endigen. (3) auseinanderflechten, ausdehnen; στρατόν, auseinanderziehen -
6 θαῦμα
θαῦμα, τό, Wunder, Wunderwerk, alles, was man mit Bewunderung u. Erstaunen ansieht, u. die Bewunderung, Verwunderung selbst; ϑαῦμα ἰδέσϑαι, ein Wunder zu schauen, wunderbar anzuschauen; ϑαῦμά μ' ἔχει, ich staune; ταρβῶ μὲν οὐδέν, ϑαῦμα δ' ὄμμασιν πάρα, aber Wunder nimmts den Blick; οὔ τι τοῠτο ϑαῠμ' ἔμοιγε, das ist mir nicht wunderbar; ϑαῦμά τοί μ' ὑπέρχεται, Staunen beschleicht mich; μεγίστου ϑαύματος τόδ' ἄξιον, bewundernswert; ϑαῦμα οὐδέν, das ist nicht zu bewundern; ϑῶμα ποιεῖσϑαί τι, etwas für wunderbar halten; ϑαῦμα ποιεῖσϑαί τινος, sich über etwas wundern; ϑαῦμα ἦν, τί εἴη τὸ γεγενημένον, man wunderte sich u. wußte nicht, was da vorgefallen sei; Θαύματα bes. von Kunststücken der Taschenspieler u. Gaukler gebraucht; τῆς σοφιστικῆς δυνάμεως, Kunststück; von Seiltänzer- u. Springerkünsten. Auch der Schauplatz solcher Gaukler
См. также в других словарях:
θαυματά — θαυματός ṇ neut nom/voc/acc pl θαυματά̱ , θαυματός ṇ fem nom/voc/acc dual θαυματά̱ , θαυματός ṇ fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θαύματα — θαύ̱ματα , θαῦμα wonder neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Επτά θαύματα — Επτά αρχιτεκτονικά έργα της αρχαιότητας που ονομάζονταν έτσι λόγω του μεγέθους και του κάλλους τους. Τα έργα ήταν η πυραμίδα του Χέοπα, οι κρεμαστοί κήποι της Βαβυλώνας, ο ναός της Άρτεμης στην Έφεσο, το Μαυσωλείο της Αλικαρνασσού, ο φάρος της… … Dictionary of Greek
ДИМИТРИЙ СОЛУНСКИЙ — († ок. 306), вмч. (пам. 26 окт.), один из наиболее чтимых святых в правосл. мире, покровитель г. Фессалоника (слав. Солунь). Греки именуют Д. С. Мироточцем (ὁ μυροβλύτης / μυροβλήτης), т. к. его мощи источали миро, а в визант. текстах… … Православная энциклопедия
Ηνωμένο Βασίλειο — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας Συντομευμένη ονομασία: Μεγάλη Βρετανία Έκταση: 244.820 τ. χλμ. Πληθυσμός: 59.647.790 (2001) Πρωτεύουσα: Λονδίνο (6.962.319 κάτ. το 2001)Κράτος της βορειοδυτικής… … Dictionary of Greek
θαύμα — Εκδήλωση υπερφυσικής προέλευσης, ορατή και συνεπώς αντιληπτή από τις αισθήσεις, που αποκαλύπτεται στον άνθρωπο με όλη της τη μυστηριώδη δύναμη. Η αρχική σημασία της λέξης ήταν «κάθετι που προκαλεί θαυμασμό». Σύμφωνα με τη δογματική της Ανατ.… … Dictionary of Greek
παλαιοχριστιανική τέχνη — Η τέχνη που αναπτύχθηκε κατά τους πρώτους 6 αιώνες του χριστιανισμού. Υποδιαιρείται σε δύο περιόδους, με διαχωριστικό όριο το 330 μ.Χ., χρονολογία που ιδρύθηκε η Κωνσταντινούπολη. Η πρώτη περίοδος ήταν δύσκολη για τους πιστούς της νέας θρησκείας· … Dictionary of Greek
Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… … Dictionary of Greek
Θεσσαλονίκη — I (4ος αι. π.Χ.). Κόρη του Φιλίππου Β’ της Μακεδονίας και της συζύγου του Νικησίπολης, αδελφή του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Σύζυγός της υπήρξε ο Κάσσανδρος, από τον οποίο απέκτησε τρεις γιους: τον Φίλιππο, τον Αντίπατρο και τον Αλέξανδρο. Τη σκότωσε ο… … Dictionary of Greek
Μιστράς — I Βυζαντινή πολιτεία της Πελοποννήσου, έξι χιλιόμετρα ΒΔ της Σπάρτης, ερειπωμένη σήμερα, η οποία στάθηκε στο προσκήνιο της ιστορίας για δύο αιώνες και τα ερείπιά της αποτελούν πολύτιμη πηγή για τη γνώση της ιστορίας, της τέχνης και του πολιτισμού … Dictionary of Greek
ДИМИТРИЯ СОЛУНСКОГО ВЕЛИКОМУЧЕНИКА БАЗИЛИКА В ФЕССАЛОНИКЕ — построена на месте рим. терм, где, по преданию, был заключен и замучен вмч. Димитрий Солунский. История Базилика вмч. Димитрия Солунского Базилика вмч. Димитрия СолунскогоПосле 313 г. в одной из частей комплекса терм был основан небольшой… … Православная энциклопедия