-
1 θάλεια
θάλεια, ἡ, bei Hom. in der Vrbdg δαιτὶ ϑαλείῃ u. δαῖτα ϑάλειαν, Il. 7, 475 Od. 3, 420. 8, 76. 99, d. i. blühendes, reichliches Mahl; nach Ath. II, 40 d bes. vom Opferschmause; Hes. O. 740; Soph. frg. 539; Pherecr. Ath. VIII, 364 b; ἑορτή Anacr. bei Ath. XV, 674 c; Pind. N. 10, 53 vrbdt μοῖρα ϑάλεια ἀγώνων, reichlicher Antheil. Es ist ein einzeln stehendes iem., wie vom masc. ϑαλύς statt ϑαλεῖα, vgl. ϑαλερός u. ϑαλία u. s. Lehrs Quaest. Ep. p. 166. – Als subst. steht es seit Bekker Plat. Rep. IX, 573 d, κῶμοι καὶ ϑάλειαι, früher ϑαλίαι.
См. также в других словарях:
θάλεια — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Μία από τις Χάριτες. Ήταν κόρη της Ευρυνόμης ή Ευρυδόμης και του Δία, αδελφή της Ευφροσύνης και της Αγλαΐας. 2. Μία από τις εννέα Μούσες. Θεωρείτο κόρη της Μνημοσύνης και του Δία, προστάτιδα της ευθυμίας. 3. Κόρη… … Dictionary of Greek
θαλερός — ή, ό και ά, ό (AM θαλερός, ά, όν) 1. αυτός που θάλλει, ο ανθηρός («θαλερό φυτό») 2. ο γεμάτος ζωντάνια, ο ζωηρός, ο ακμαίος (α. «θαλερά γηρατειά» β. «θαλερός πόσις εὔχομαι εἶναι», Ομ. Ιλ.) μσν. νεαρός αρχ. 1. γενναίος, ρωμαλέος 2. πυκνός, άφθονος … Dictionary of Greek
θαλυσιάς — θαλυσιάς, άδος, ή (Α) 1. αυτή που αναφέρεται στα θαλύσια («οδός θαλυσιάς» δρόμος που οδηγεί στα θαλύσια, Θεόκρ.) 2. φρ. «θαλυσιὰς κούρη» ιέρεια τής θεάς Δήμητρας. [ΕΤΥΜΟΛ. < *θαλύς < θ. θάλ τού θάλλω)] … Dictionary of Greek
θαλύσια — Αρχαία γιορτή προς τιμήν της Δήμητρας, στην αρχή της συγκομιδής. Αργότερα επεκτάθηκε και σε άλλα προϊόντα της γης, όπως στο κρασί, και τελούνταν θυσίες προς τιμήν του Διονύσου. * * * θαλύσια, τὰ (Α) προσφορά τών πρώτων καρπών τής συγκομιδής προς… … Dictionary of Greek
θαλύσιος — θαλύσιος, ό (Α) φρ. «θαλύσιος ἄρτος» ο άρτος που παράγεται από τους πρώτους καρπούς τής συγκομιδής. [ΕΤΥΜΟΛ. < *θαλύς (< θ. θαλ τού θάλλω)] … Dictionary of Greek
θαλύσσω — (Α) θάλπω. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < επίθ. *θαλύς] … Dictionary of Greek