Перевод: со всех языков на немецкий

с немецкого на все языки

ϑαλύς

См. также в других словарях:

  • θάλεια — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Μία από τις Χάριτες. Ήταν κόρη της Ευρυνόμης ή Ευρυδόμης και του Δία, αδελφή της Ευφροσύνης και της Αγλαΐας. 2. Μία από τις εννέα Μούσες. Θεωρείτο κόρη της Μνημοσύνης και του Δία, προστάτιδα της ευθυμίας. 3. Κόρη… …   Dictionary of Greek

  • θαλερός — ή, ό και ά, ό (AM θαλερός, ά, όν) 1. αυτός που θάλλει, ο ανθηρός («θαλερό φυτό») 2. ο γεμάτος ζωντάνια, ο ζωηρός, ο ακμαίος (α. «θαλερά γηρατειά» β. «θαλερός πόσις εὔχομαι εἶναι», Ομ. Ιλ.) μσν. νεαρός αρχ. 1. γενναίος, ρωμαλέος 2. πυκνός, άφθονος …   Dictionary of Greek

  • θαλυσιάς — θαλυσιάς, άδος, ή (Α) 1. αυτή που αναφέρεται στα θαλύσια («οδός θαλυσιάς» δρόμος που οδηγεί στα θαλύσια, Θεόκρ.) 2. φρ. «θαλυσιὰς κούρη» ιέρεια τής θεάς Δήμητρας. [ΕΤΥΜΟΛ. < *θαλύς < θ. θάλ τού θάλλω)] …   Dictionary of Greek

  • θαλύσια — Αρχαία γιορτή προς τιμήν της Δήμητρας, στην αρχή της συγκομιδής. Αργότερα επεκτάθηκε και σε άλλα προϊόντα της γης, όπως στο κρασί, και τελούνταν θυσίες προς τιμήν του Διονύσου. * * * θαλύσια, τὰ (Α) προσφορά τών πρώτων καρπών τής συγκομιδής προς… …   Dictionary of Greek

  • θαλύσιος — θαλύσιος, ό (Α) φρ. «θαλύσιος ἄρτος» ο άρτος που παράγεται από τους πρώτους καρπούς τής συγκομιδής. [ΕΤΥΜΟΛ. < *θαλύς (< θ. θαλ τού θάλλω)] …   Dictionary of Greek

  • θαλύσσω — (Α) θάλπω. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < επίθ. *θαλύς] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»