-
1 θαλασσοπληκτος
-
2 θαλασσόπληκτος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θαλασσόπληκτος
-
3 θαλασσόπληκτος
-
4 θαλασσόπληκτον
θαλασσόπληκτοςsea-beaten: masc /fem acc sgθαλασσόπληκτοςsea-beaten: neut nom /voc /acc sg -
5 νῆσος
νῆσος, ἡ (νέω), eigtl. das schwimmende Land, die Insel, Hom. u. Folgde; ϑαλασσόπληκτος, Aesch. Pers. 299; bei Soph. ist mit τᾷ μεγάλᾳ Δωρίδι νάσῳ, O. C. 701, der Peloponnes gemeint; μακάρων νῆσοι, s. oben.
См. также в других словарях:
θαλασσόπληκτος — η, ο (AM θαλασσόπληκτος, ον) αυτός που πλήττεται από τη θάλασσα, που τόν χτυπούν τα κύματα («θαλασσόπληκτον νῆσον Αἴαντος», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θαλασσο * + πληκτος < πλήττομαι (πρβλ. δορί πληκτος, κεραυνό πληκτος)] … Dictionary of Greek
θαλασσόπληκτον — θαλασσόπληκτος sea beaten masc/fem acc sg θαλασσόπληκτος sea beaten neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-θαλασσ(ο) — πρώτο συνθετικό λέξεων που προσδίδει στο δεύτερο συνθετικό τη σημασία: α) σχέσης με τη θάλασσα («θαλασσόλυκος», «θαλασσασφάλεια» β) δοκιμασιών, βασάνων («θαλασσοπνίγομαι», «θαλασσοδέρνω») γ) αναστάτωσης, ταραχής («θαλασσοποιώ»). ΣΥΝΘ. (Α… … Dictionary of Greek
αλιηγής — ἁλιηγής, ὲς (Α) αυτός που επάνω του σπάνε τα κύματα, θαλασσόπληκτος, θαλασσοδαρμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἁλι * (< ἅλς) + ἄγνυμι «θραύω, συντρίβω»] … Dictionary of Greek
αμφίπληκτος — ἀμφίπληκτος, ον (Α) 1. αυτός που πλήττεται και από τις δύο πλευρές 2. αυτός που εκτινάσσεται, που ορμά και προς τα δύο μέρη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι * + πληκτος < πλήσσω < πλήττω (πρβλ. αρχ. ἀπόπληκτος, ἔκπληκτος, θαλασσόπληκτος, φρενόπληκτος… … Dictionary of Greek
ԾՈՎԱԾՈՒՓ — ( ) NBH 1 1024 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 5c, 6c, 7c, 10c, 12c, 13c ա. θαλασσοπλήκτος fluctibus maris expositus. Ծփեալ ʼի ծովու, եւ նման ծովու. ալէկոծ. *Ծովածուփ նաւ. Ճ. ՟Ը.: Կանոն.: *Ծովածուփ ալիք. Յճխ. ՟Թ: յհ. կթ:… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)