-
1 θάρσος
θάρσος, τό, ion. u. altatt., von Plat. an ϑάῤῥος (vgl. auch ϑράσος), Muth, Zuversicht, Kühnheit; μένος καὶ ϑάρσος, Il. 5, 2 u. öfter; ϑάρσος ἐνὶ φρεσὶ ϑῆκε καὶ ἐκ δέος εἵλετο γυίων Od. 6, 140. Dreistigkeit, Frechheit, μυίης Il. 17, 570; 21, 395; Pind. P. 5, 111; Tragg. u. Prosa; ϑάρσος ἴσχε, = ϑάῤῥει, Soph. Phil. 796; Plat. Legg. I, 644 c sagt φόβος μὲν ἡ πρὸ λύπης ἐλπίς, ϑάῤῥος δὲ ἡ πρὸ τοῦ ἐναντίου; oft mit ἀνδρεία zusammen, Prot. 351 a Conv. 192 a; Arist. stellt die ἀνδρία in die Mitte zwischen φόβος u. ϑάῤῥος, Eth. 3, 6, vgl. rhet. 2, 5; ϑάῤῥος πολεμίων, gegen die Feinde, Plat. Legg. I, 647 b; πρὸς τοὺς πολεμίους Xen. Cyr. 4, 2, 15; ϑ. ἐμποιεῖν τινι, einflößen, An. 6, 3, 17; παρασχεῖν Thuc. 6, 68; λαμβάνειν, Muth fassen, 2, 97; anders τοὺς Ἀϑηναίους ϑάρσος ἔλαβε 2, 92, wie ϑ. ἐγγίγνεταί τινι Xen. Cyr. 4, 2, 15, ἐμπίπτει Hell. 7, 1, 21. – Bei Aesch. auch was Muth macht, ὀλολυγμὸν ἱερὸν εὐμενῆ παιάνισον, ϑάρσος φίλοις Spt. 248.
-
2 φόβος
φόβος, ὁ, Furcht, Schrecken, Besorgniß vor einem Uebel, mit dem Willen, sich diesem zu entziehen ( φέβομαι); Flucht, nach Aristarch. bei Hom. nur in dieser Bdtg; Il. oft, Ggstz von ἀλκή, 13, 48, in der Od. nur einmal, 24, 57; φόβονδε ἵππους ἄγειν, zur Flucht, wie φόβονδε τρωπᾶσϑαι, φόβονδε ἀΐσσειν, Il. 8, 139. 15, 666. 17, 579; auch φόβονδε ἀγορεύειν, zur Flucht rathen, 5, 252; Her. 7, 10, 5; – Furcht: ἐν δαιμονίοισι φόβοις Pind. N. 9, 27, vgl. P. 5, 61. 9, 33; φόβου πλέα τις εἶ Aesch. Prom. 798, u. oft, wie die andern Tragg.; φρὴν ἀμύσσεται φόβῳ Aesch. Pers. 115; φόβον βλέπων Spt. 480; φόβος μ' ἔχει Ag. 1216; auch φόβος μ' ἔχει φρένας Suppl. 374; ἀνέπταν φόβῳ Soph. Ant. 1292; ὡς μ' ὑπῆλϑέ τις φόβος Phil. 1215, vgl. El. 1001; Eur. oft; u. in Prosa: Ggstz ϑάῤῥος Plat. Legg. I, 647 b; Tim. 49 d; auch im plur. oft, z. B. οἱ ἀνδρεῖοι οὐκ αἰσχροὺς φόβους φοβοῠνται Prot. 360 b; φόβον παρέχειν, ἐμβάλλειν τινί, Furcht einflößen, Xen. u. A. oft; φόβον ἀπελαύνειν, Furcht vertreiben, Xen. Cyr. 4, 2,10; φόβου ἀπαλλάττεσϑαι 5, 2,32; τῷ καϑ' ἑαυτὸν φόβῳ Dem. 19, 2; häufig φόβος ἐστί, μή, Xen Mem. 2, 1,15; – οἱ φόβοι, Furcht erregende Gegenstande, Xen. An. 4, 1,23; vgl. ἢν φόβους λέγῃ Soph. O. R. 917; μ εγάλους φόβους καὶ κινδύνους ἔτι ἁπαλαῖς ψυ χαῖς ἐπιβάλλουσα Plat. Theaet. 173 e; φόβος ἀπὸ τῶν πολεμίων Xen. Cyr. 3, 3,53, ἔκ τινος Aesch. Ch. 930; ὁ ἐκ τῶν Ἑλλήνων εἰς τοὺς βαρβάρο υς φόβος, den die Griechen den Barbaren einflößen, Xen. An 1, 2,18; ὁ φόβος ὁ πρὸς ὑμᾶς Dem. 25, 93.
-
3 φάρυμος
-
4 μεσότης
μεσότης, ητος, ἡ, die Mitte, Plat. Tim. 32 b 43 d. – Bes. die Mitte zwischen zwei Extremen, Mittelmäßigkeit im guten Sinne, wie Arist. Eth. 2, 6 ff. die Tugenden als solche μεσότητες zwischen den Extremen der ὑπερβολή und der ἔλλειψις bestimmt, z. B. die ἀνδρεία als μεσότης zwischen φόβος u. ϑάῤῥος; – αἱ μεσότητες ἄρισται, Bass. 6 (XI, 102); vgl. p. in Stob. fl. 105, 51. – In der Arithmetik die mittlere Proportionale, Nicom. ar. 2, 24 u. öfter.
-
5 θαρσέω
θαρσέω, ion. u. altatt., von Plat. an ϑαῤῥέω, gutes Muthes, getrost, zuversichtlich sein; καὶ τότε δὴ ϑάρσησε, wurde getrost, faßte Muth, Il. 1, 92; τε-ϑαρσήκασι δὲ λαοί 9, 420; bes. häufig ϑάρσει, sei gutes Muthes, unverzagt, Hom. u. Folgde; σὺ δὲ ϑάρσει τόνδε γ' ἄεϑλον, wenigstens für diesen Kampf, Od. 8, 197, wie ϑάρσει τὸ τοῠδέ γ' ἀνδρός Soph. O. C. 650; ϑάρσει γέροντος χεῖρα Eur. Andr. 993, s. nachher; – Pind. u. Tragg. auch ἐγὼ καλῶς μὲν ἄρχειν Soph. Ant. 664; Αἴαντος οὐ ϑαρσῶ πέρι, ich bin um ihn bekümmert, Ai. 780, wie ἕνεκά τινος, Aesch. Suppl. 993; Plat. Soph. 242 b u. Sp.; ὑπέρ τινος, Plat. Rep. VIII, 566 b; Xen. Cyr. 7, 1, 17; ἐπί τινι, Isocr. 6, 60, wie D. C. 38, 49; ἀνόητον ϑάῤῥος ϑαῤῥήσει Plat. Phaed. 95 c, von unverständiger Keckheit; πρός τι, Prot. 350 b. Ggstz δεδιέναι, Phaed. 78 b; wie oben c. acc., eigtl. in Beziehung auf Etwas getrost sein, deswegen unbesorgt sein, darauf bauen, τὸ τοιοῠτον σῶμα οἱ ἐχϑροὶ ϑαῤῥοῠσιν Phaedr. 239 d; οὐδενὶ προςήκει ϑάνατον ϑαῤῥοῦντι Phaed. 88 b; τὰς μάχας ϑαῤῥεῖτε Xen. An. 3, 2, 20, wenn ihr euch vor der Schlacht nicht fürchtet; καὶ πιστεύω Dem. 19, 3; geradezu trauen, οὔτε Φίλιππος ἐϑάῤῥει τούτους, οὔτε οὗτοι Φίλιππον 3, 7. Auch pass., Philostr. Im. 1, 17. Auch τινί, auf Etwas trauen, sich verlassen, τεϑαρσηκότες τοῖσι ὄρνισι Her. 3, 76; Thuc. 2, 65; Plut. Aristid. 2 u. a. Sp.; vgl. Thom. Mag. – C. inf., wagen, ἀϑροίζεσϑαι Xen. Cyr. 8, 8, 6; συνάψαι μὲν εἰς χεῖρας οὐκ ἐϑάρσησε Plut. Pericl. 22. – Das partic. steht oft adv., getrost, ke ck, λέγε τοίνυν ϑαῤῥῶν Plat. Phaedr. 243 e. – Τὸ τεϑαῤῥηκός, der Muth, die Zuversicht, Plut. Fab. M. 26.
-
6 ἠλίθιος
ἠλίθιος (vgl. ἠλός, ἠλεός), 1) nichtig, vergeblich, eitel, χόλος οὐκ ἀλίϑιος γίγνεται παίδων Διός Pind. P. 3, 11; ὅπως μήτε πρὸ καιροῠ μήϑ' ὑπὲρ ἄστρων βέλος ἠλίϑιον σκήψειεν Aesch. Ag. 366; ὅτ' ἀλιϑίαν ὁδὸν ἦνϑον Theocr. 16, 9; adv. ἠλιϑίως, 10, 40. – 2) häufiger thöricht, einfältig, unverständig, nach Moeris attisch für das hellenistische εἶκαῖος, ἀνόητος; Plat. sagt τοὺς μὲν πλεῖστον μέρος αὐτῆς (τῆς ἀφροσύνης) ἔχοντας μαινομένους καλοῦμεν, τοὺς δὲ ὀλίγον ἔλαττον ἠλιϑίους καὶ ἐμβροντήτους, Alc. II, 140 c; Eur. Cycl. 535; Ar. Av. 523 u. öfter; ἠλιϑιώτατος, Eccl. 765; ἀνόητόν τε καὶ ἠλίϑιον ϑάῤῥος ϑαῤῥεῖν Plat. Phaed. 95 e, öfter; Lys. 10, 16; καὶ βλάξ Xen. Cyr. 1, 4, 12. – Adv., ἠλιϑίως διακεῖσϑαι Lys. 1, 10; Plat. Theaet. 176 e u. Sp. Davon
-
7 θαρσέω
θαρσέω, gutes Mutes, getrost, zuversichtlich sein; καὶ τότε δὴ ϑάρσησε, wurde getrost, faßte Mut; bes. häufig ϑάρσει, sei gutes Mutes, unverzagt; σὺ δὲ ϑάρσει τόνδε γ' ἄεϑλον, wenigstens für diesen Kampf; Αἴαντος οὐ ϑαρσῶ πέρι, ich bin um ihn bekümmert; ἀνόητον ϑάῤῥος ϑαῤῥήσει, von unverständiger Keckheit; c. acc., eigtl. in Beziehung auf etwas getrost sein, deswegen unbesorgt sein, darauf bauen; τὰς μάχας ϑαῤῥεῖτε, wenn ihr euch vor der Schlacht nicht fürchtet; geradezu trauen. Auch τινί, auf etwas trauen, sich verlassen. Τὸ τεϑαῤῥηκός, der Mut, die Zuversicht -
8 θάρσος
θάρσος, τό, Mut, Zuversicht, Kühnheit. Dreistigkeit, Frechheit; ϑάῤῥος πολεμίων, gegen die Feinde; λαμβάνειν, Mut fassen; was Mut macht
См. также в других словарях:
θάρρος — Τίτλος διαφόρων ελληνικών εφημερίδων. Η πρώτη ήταν της Καλαμάτας (1899) που εξέδωσε ο Ιωάννης Αποστολάκης, και ακολούθησαν ομώνυμες των Τρικάλων (1908 41) του Λ.Ν. Κλειδωνόπουλου, της Σμύρνης (1910 22) του Σ. Σολωμωνίδη, του Πειραιά (1913 41) του … Dictionary of Greek
θάρρος — το ους 1. έλλειψη φόβου, ψυχικό σθένος, ανδρεία: Αντλώ θάρρος. – Δίνω θάρρος. – Αντιμετώπισε με θάρρος τον κίνδυνο. 2. οικειότητα: Πολύ θάρρος σου έδωσα. – Έχει πολύ θάρρος μαζί του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
θάρρος — θάρσος courage neut nom/voc/acc sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θαρρώ — (Α θαρσῶ, νεώτ. αττ. τ. θαρρῶ, έω, Μ θαρρῶ και θαρσῶ) 1. έχω θάρρος, τόλμη, ψυχικό σθένος 2. εμπιστεύομαι, έχω εμπιστοσύνη, έχω πεποίθηση σε κάποιον, στηρίζομαι σε κάποιον νεοελλ. νομίζω, υποθέτω, πιστεύω, έχω την πεποίθηση (α. «θαρρώ πως θα… … Dictionary of Greek
θαρραλέος — α, ο (AM θαρσαλέος, νεώτ. αττ. τ. θαρραλέος, α, ον) άφοβος, τολμηρός, γεμάτος θάρρος (α. «θαρραλέος μαχητής» β. «θαρσαλέα φωνά», Πίνδ.) αρχ. 1. αυτός στον οποίο πιστεύει κανείς, στον οποίο έχει εμπιστοσύνη κανείς, αυτός που εμπνέει θάρρος… … Dictionary of Greek
θάρσος — θάρσος, το (AM) θάρρος*. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. θάρσος (αττ. θάρρος) με τα παράγωγα της καθώς και τους τ. που εμφανίζουν το ίδιο θέμα συνιστούν μια οικογένεια λέξεων, τών οποίων αντίστοιχα απαντούν και σε άλλες ΙΕ γλώσσες. Στην Ελληνική άλλοι τ. έχουν θ.… … Dictionary of Greek
θαρρεύω — (Μ θαρρεύω και θαρρεύγω) 1. (αμτβ.) παίρνω θάρρος, τολμώ («θαρρεύω σαν λεοντάρι άναψα», Κρυστ.) 2. θαρρώ, νομίζω, υποθέτω, πιστεύω («θάρρεψα πως θα ρχόσουνα») 3. μέσ. θαρρεύομαι εμπιστεύομαι κάποιον, βασίζομαι σε κάποιον («δεν θαρρεύομαι σε… … Dictionary of Greek
καρδιά — Μυώδες κοίλο όργανο με τέσσερις χώρους, η λειτουργία του οποίου είναι θεμελιώδης για την κυκλοφορία του αίματος, καθώς παραλαμβάνει το αίμα από τις φλέβες και ως αντλία το τροφοδοτεί στις αρτηρίες. Η κ. του ανθρώπου βρίσκεται στο πρόσθιο μέσο… … Dictionary of Greek
επιρρωννύω — (AM ἐπιρρώννυμι και ἐπιρρωννύω) [ρώννυμι] 1. προσθέτω δύναμη, ενισχύω, δίνω θάρρος, ενθαρρύνω («ἐξαπίνης ἀναφανείς... τοὺς μέν τῷ ἀδοκήτῳ ἐξέπληξε, τοὺς δέ... μᾱλλον ἐπέρρωσεν», Θουκ.) 2. (στο παθ. ο παρακμ. ἐπέρρωμαι και ο υπερσ. ἐπερρώμην αντί… … Dictionary of Greek
ευθαρσής — ές (ΑΜ εὐθαρσής, ές) 1. αυτός που έχει πολύ θάρρος, ο θαρραλέος αρχ. 1. (για μεταφραστές) ο τολμηρός 2. ο ασφαλής, ο ακίνδυνος («αἱ δὲ φανεραὶ φυλακαὶ δῆλα ἔχουσι καὶ τὰ δεινὰ καὶ τὰ εὐθαρσῆ» οι φανερές φυλακές έχουν φανερά και εκείνα τα οποία… … Dictionary of Greek
θράσος — (I) το (ΑΜ θράσος) η τόλμη που ενέχει αναίδεια, αυθάδεια, η αδιαντροπιά, η ιταμότητα, ο κυνισμός, η παράλογη ορμητικότητα, το μεγαλύτερο από το επιτρεπόμενο θάρρος μσν. δύναμη, κυρίως η πηγή απ όπου αντλείται η δύναμη μσν. αρχ. τόλμη, αφοβία,… … Dictionary of Greek