Перевод: со всех языков на немецкий

с немецкого на все языки

ϑάτερος

См. также в других словарях:

  • θάτερος — θάτερος, έρα, ον (AM) έτερος, ο ένας από τους δύο, ο άλλος («δυοῖν θάτερον» το ένα από τα δύο). επίρρ... θατέρως (Α) 1. με τον ένα ή τον άλλο τρόπο 2. εξάλλου. [ΕΤΥΜΟΛ. Από τη φράση το άτερον με κράση (> τ. άτερον > θάτερον) με τον αρχικό τ …   Dictionary of Greek

  • θἄτερος — ἅτερος , ἅτερος sṃ masc nom sg ἕτερος , ἕτερος D Mort. masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θάτερος — ἕτερος , ἕτερος D Mort. masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • έτερος — έρα, ο (ΑΜ ἕτερος, έρα, ον Α και δωρ. ἅτερος και αιολ. ἄτερος και ιων. οὕτερος και μτγν. θάτερος) 1. (αντ. επιμερ.) άλλος 2. διαφορετικός, αλλιώτικος 3. (με άρθρο) ο έτερος ο ένας από τους δύο («ο έτερος τών κατηγορουμένων») 4. φρ. α) «αφ ετέρου» …   Dictionary of Greek

  • θατεράληπτος — θατεράληπτος, ον (Α) 1. αυτός που μπορεί να εκληφθεί με άλλη σημασία, που μπορεί να παρερμηνευθεί εύκολα 2. αυτός που επαμφοτερίζει, που κλίνει και προς τα δύο μέρη, που δεν είναι σταθερός στην πίστη ή στη γνώμη του. [ΕΤΥΜΟΛ. < θάτερος +… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»