-
1 плечо
-
2 сырой
сырой 1) (влажный ) υγρός 2) (неварёный) ωμός, άψητος* * *1) ( влажный) υγρός2) ( неварёный) ωμός, άψητος -
3 жестокий
жесток||ийприл1. σκληρός, ἄσπλα[γ]χνος, ὠμός:\жестокий человек ὁ ὠμός (или ὁ ἄσπλα[γ]χνος) ἀνθρωπο;·2. (очень сильный) σκληρός, σφοδρός, δριμύς:\жестокийая боль ὁ δυνατός πόνος· \жестокий мороз τό δριμύ ψβχος· \жестокийое сопротивление ἡ σφοδρή ἀντίσταση· \жестокийие бой οἱ σκληρές μάχες· \жестокийая необходимость ἡ ἀδυσώπητη ἀνάγκη. -
4 плечо
1. тех. ο βραχίονας, ο βραχίων-восстанавливающего момента ο μοχλο-βραχίονας ευστάθειας (ανόρθωσης/επανα-φοράς)- статической остойчивости - της στατικής ευστάθειας, μετακεντρικός -2. анат. о ώμος, ο βραχίονας, ο βραχίων.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > плечо
-
5 сырой
1. (необработанный) ακατέργαστος 2. (влажный) υγρός, βρεγμένος, μουσκεμένος 3. (не подвергшийся тепловой обработке) ωμόςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > сырой
-
6 невыпеченный
невыпеченныйприл ὠμός, ἀψητος, κακοψημένος:\невыпеченный хлеб τό ἄψητο ψωμί, τό κακοψημένο ψωμί. -
7 плечико
плечик||ос1. уменьш. μικρός ὠμος·2. (у сорочки и т. п.) ἡ μπρετέλα 3.:\плечикои мн. (вешалка) разг τό κρεμαστάρι. -
8 плечо
плеч||ос1. ὁ ὠμος:\плечоо́м к \плечоу́ δίπλα-δίπλα, πλαϊ-πλαϊ· пожимать \плечоа́ми σηκώνω (или ὑψώνω) τους ὠμους· правое (левое) \плечо вперед! воен. ἀλλαγή κατευθύνσεως προς τ' ἀριστερά (προς τά δεξιά)!·2. тех. ὁ βραχίων, \плечо коромысла τό ζυγάρν ◊ это ему́ не по \плечоу́ αὐτόδέν εἶναι γιά τά κότσια του· иметь голову на \плечоах ίχω μυαλο, τά ἔχω τετρακόσια· на его \плечоах вся семья συντηρεί ὀλοκληρη τήν οἰκογένεια· с плеч долой λιγωτερος ἔνας μπε-λας· гора́ с плеч свалилась ἀπαλλάχτηκα ἀπό μεγάλο βάρος. -
9 сырой
сыр||ойприл1. (влажный) ὑγρός, μουσκεμένος, βρεμένος:\сыройые дрова τά ὑγρά καυσόξυλα·2. (о помещении, воздухе и т. п.) ὑγρός:\сырой климат τό ὑγρό κλίμα·3. (недоваренный и т. п.) ὠμός, ἄψητος (о мясе, рыбе и т. п.)/ ἄβρασ-τος (о молоке)·4. (необработанный) ἀκατέργαστος:\сырой материал τό ἀκατέργαστο ὑλικό. -
10 невыпеченный
[νιβύπιτσιννυΐ] εκ. ωμός, άψητος -
11 невыпеченный
[νιβύπιτσιννυϊ] επ ωμός, άψητος -
12 живодёр
-а α., -ка, -и θ. (απλ.).1. σφαγιαστής, χασάπης, γδάρτης.2. σκληρός, άσπλαχνος, ωμός, βάναυσος. -
13 плечико
-а ουδ.ωμάκης, μικρός ώμος. || ωμικός ιμάντας, τιράντα (γυναικείων ή παιδικών εσώρουχων). || πλθ. -ки, -ов οι βάτες των ώμων σακκακιού. -
14 плечо
-а, πλθ. плечи, плеч κ. παλ. плеча, плечи ουδ.1. ώμος, πλάτη•взвалить-ношу на плечо ρίχνω το φορτίο στον ώμο•
-и пиджака οι ώμοι του σακκακιού•
на -! επ ώμου! (παράγγελμα στρατιωτικό).
2. (ανατ.) βραχίονας. || κάθε τι παρεμφερές προς τον βραχίονα•плечо рычага ο βραχίονας του μοχλού.
εκφρ.за -ами – (πίσω) στο παρελθόν•по -у – κατά τις δυνάμεις (σηκώνω)•не по -у – παρά τις δυνάμεις (δε σηκώνω)•с -а – α) μ όλη τη δύναμη (κίνησης από πάνω προς τά κάτω). β) μτφ. (απλ.) αμέσως, αυθόρμητα•с чьего -а ή с чужого -а – (για ένδυμα) φορεμένο, από άλλον•с плеч бросить ή стряхнуть – ξεφορτώνο, -μαι, απαλλάσσομαι, διώχνω ένα βάρος από πάνω μου•плечо к -у ή -ом к -у – κολλητά, αντάμα αλληλένδετα•на -ах противника (неприятеля) – κατά πόδας τον (υποχωρούντα) εχθρό•взвалить (положить) на -и чьи – ρίχνω (φορτώνω) τα βάρη (τις ευθύνες) σε άλλον•вывезти ή вывести на своих -ах – σηκώνω το βάρος στις πλάτες μου (για φροντίδες κ.τ.τ.)•иметь голову на -ах – έχω τα λογικά μου, σκέπτομαι λογικά, μπαίνω καλά στο νόημα•лежать (быть) на -ах – όλα πέφτουν στις πλάτες μου (φροντίζω για όλα). -
15 сырой
επ., βρ: сыр, сыра, сыро.1. υγρός, νότιος• νωπός• βρεγμένος, μουσκευμένος•-ое бель υγρά ρούχα•
-ые дрова βρεγμένα ή χλωρά καυσόξυλα•
сырой воздух υγρός αέρας•
-ая погода υγρός καιρός•
сырой климат υγρό κλίμα.
2. ωμός, άψητος• άβραστος• φρέσκος•-ое молоко άβραστο (φρέσκο) γάλα•
пить -ую воду πίνω άβραστο νερό•
сырой хлеб άψητο (γλοιώδες) ψωμί.
|| μτφ. ανεπεξέργαστος, χλιαρός. -
16 твердокаменный
επ.1. σκληρός σαν την πέτρα, πέτρινος, άκαμπτος.2. μτφ. ανάλγητος, ωμός•-ое сердце πέτρινη καρδιά, πετροψυχιά, σκληροκαρδία.
См. также в других словарях:
ὠμός — raw masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὦμος — the shoulder with the upper arm masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ωμός — Μέρος του σώματος που ενώνει το επάνω άκρο με τον κορμό· η κλείδα, η ωμοπλάτη και η ωμοβραχιόνια άρθρωση αποτελούν τον σκελετό ο οποίος καλύπτεται από τις μυϊκές μάζες που κατευθύνονται προς τον λαιμό, το στήθος, τη ράχη και τον βραχίονα. Η… … Dictionary of Greek
ώμος — Μέρος του σώματος που ενώνει το επάνω άκρο με τον κορμό· η κλείδα, η ωμοπλάτη και η ωμοβραχιόνια άρθρωση αποτελούν τον σκελετό ο οποίος καλύπτεται από τις μυϊκές μάζες που κατευθύνονται προς τον λαιμό, το στήθος, τη ράχη και τον βραχίονα. Η… … Dictionary of Greek
ωμός — ή, ό επίρρ. ά 1. άψητος, άβραστος: Έφαγε τα λάχανα ωμά. 2. άγουρος, αγίνωτος. 3. σκληρός, άσπλαχνος, άκαρδος, άγριος: Οι ναζιστές ήταν ωμοί τύραννοι. 4. η παροιμία «ούτε ωμός ούτε ψημένος ούτε και τηγανισμένος» λέγεται για τους πολύ δύσκολους … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ώμος — ο 1. το πάνω μέρος του θώρακα που είναι δεξιά και αριστερά από τον τράχηλο: Χτυπήθηκε στο δεξιό τον ώμο. 2. φρ., «Bαστούν οι ώμοι του», αντέχει. 3. φρ., «επ’ ώμου αρμ!», στρατιωτικό παράγγελμα για να βάλει ο οπλίτης το όπλο στον ώμο του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ὠμά — ὠμός raw neut nom/voc/acc pl ὠμά̱ , ὠμός raw fem nom/voc/acc dual ὠμά̱ , ὠμός raw fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὠμότερον — ὠμός raw adverbial comp ὠμός raw masc acc comp sg ὠμός raw neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὠμοτάτων — ὠμός raw fem gen superl pl ὠμός raw masc/neut gen superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὠμοτέραις — ὠμός raw fem dat comp pl ὠμοτέρᾱͅς , ὠμός raw fem dat comp pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὠμοτέρων — ὠμός raw fem gen comp pl ὠμός raw masc/neut gen comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)