-
1 Υμένος
-
2 Ὑμένος
-
3 υμένος
-
4 ὑμένος
-
5 διόρνυμι
1 drive through < διορνύμενος> (supp. Snell e Σ. δ]ιορν[ύμενος] ἀντὶ περῶν) Δ. 4. 7. -
6 δαίνυμι
δαίνῡμι, imper.Aδαίνῡ Il.9.70
, part.- ύντα Od.4.3
: [dialect] Ep. [tense] impf.δαίνῡ Il.23.29
; δαίνυεν (from δαινύω) Call. Cer.84: [tense] fut.δαίσω Il.19.299
, A.Eu. 305: [tense] aor.ἔδαισα Pi.N.9.24
, Hdt.1.162, E.Or.15:—[voice] Med.,δαίνῠται Il.15.99
: [ per.] 2sg. subj.δαινύῃ Od.19.328
; [dialect] Ep. [ per.] 3sg. opt.δαινῦτο Il.24.665
; [ per.] 3pl. opt.δαινύατο Od.18.248
; part.- ύμενος Cratin. 142
; [ per.] 2sg. [tense] impf. δαίνὐ (i.e. - υο) Il.24.63: [tense] fut.δαίσομαι Lyc.668
, Herod.4.93, etc., ([etym.] μετα-) Od.18.48: [tense] aor.ἐδαισάμην Archil.99
, Pi.P.10.31, etc.;δαισάμενοι Od.18.408
; [[pron. full] δαινῠη Od.19.328; butδαινῡῃ 8.243
(for wh. δαινύεαι shd. be read)]. (V.δαίω B.
):—poet. Verb (used by Hdt.), give a banquet or feast,δαίνυ δαῖτα γέρουσι Il.9.70
; ἔφασκες.. δαίσειν γάμον didst promise to give me a marriage-feast, 19.299, cf. Od.4.3, h.Ven. 141, Pi.N.1.72;ὁτοῖσι τάφον μενοεικέα δαίνυ Il.23.29
, cf. Od.3.309; δ. ὑμεναίους, γάμους, E.IA 123 (lyr.), 707.2 c. acc. pers., feast one on a thing,τὸν.. Ἀστυάγης ἀνόμῳ τραπέζῃ ἔδαισε Hdt.1.162
, cf. E.Or.15; ζῶν με δαίσεις thou shalt be my living feast, A.Eu. 305.II [voice] Med., have a feast given one, feast, in Hom. more freq. than [voice] Act., Il.15.99, al., cf. Pi.I.6(5).36, Hdt.1.211;δαίσασθαι γάμον Archil.
l.c.2 c. acc., feast on, eat, δαῖτα, ἑκατόμβας, κρέα, Od.3.66, Il.9.535, Od.12.30;κρέα δαίνυσθαι Hdt.3.18
, Ant.Lib.18.2 (but c. gen., Id.11.7);ἐδαίσατο παῖδα S.Fr.771.5
, cf. El. 543; μίαν δ. τράπεζαν eat at a common table, Theoc.13.38: of fire, consume, Pi.N.9.24, S.Tr. 765; of poison, ib. 1088.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δαίνυμι
-
7 περιτόναιος
περι-τόναιος, ον,A stretched or strained over, esp. of the membrane which contains the lower viscera,τοῦ π. χιτῶνος ἢ ὑμένος ἢ σκεπάσματος Gal.UP4.9
:—freq. as Subst. [full] περιτόναιον, τό, Hp.Epid.7.20, Gal. l.c., 18(1).164, etc.; [full] περιτόναιος, ὁ, Cels.4.1.13.II περιτόναιον, τό, = ἐντερονεία, Poll.1.92, cf.περίτονος 11
; but2 περιτόναια, τά, projecting beams at the stern of a ship, ib.89.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > περιτόναιος
-
8 ἱδρύω
Aἵδρῡσα Il.15.142
, E. Ba. 1070: [tense] pf. ἵδρῡκα ([etym.] καθ-) Arist.PA 665b20:—[voice] Med., [tense] fut. , Ar.Pl. 1198: [tense] aor.ἱδρῡσάμην Hdt.6.105
, Anacr.104, Ar. Pl. 1153:—[voice] Pass., [tense] fut.ἱδρυθήσομαι D.H.Comp.6
: [tense] aor. , etc.; freq. written ἱδρύνθην in codd., as Il.3.78, Hp.Coac. 309, A.R.3.1269: [tense] pf. ἵδρῡμαι, used both in pass. and med. sense (v. sub fin.). [[pron. full] ῐ by nature, E.Ba. 1070, Ar.Fr.26 D., etc., but freq. lengthd. by position, E.Hipp. 639, Ar.Pl. 1153, etc.: [pron. full] ῡ by nature, even in ; butἵδρῠε Il.2.191
;καθίδρῠε Od.20.257
: [pron. full] ῡ in [tense] fut. and [tense] aor. 1, exc. in late Poets, as AP7.109 ( ἐν-, <D.L.>), Man.3.80 (dub.), Arch.Pap.2.570, Nonn.D.4.22: [tense] pf. [voice] Pass. , E.Heracl.19, Hel. 820, Theoc.17.21, etc.:—make to sit down, seat, ;ἵδρυσε θρόνῳ ἔνι θοῦρον Ἄρηα 15.142
, cf. Od.3.37; ; ; ἵδρυσε τὴν στρατιὴν ἐπὶ ποταμῷ encamped the army, Hdt. 4.124, cf. Th.4.104:—[voice] Pass., to be seated, sit still,τοὶ δ' ἱδρύνθησαν ἅπαντες Il.3.78
;κατ' οἶκον ἵδρυται γυνή E.Hipp. 639
; of an army, lie encamped, Hdt.4.203,al., Th.7.77, al.; Πελοπόννησος ἀσφαλέως ἱδρυμένη secure, Hdt.6.86.ά; ἐν θεῶν ἕδραισιν ὧδ' ἱδρυμένας A.Supp. 413
; ἡ στρατιὰ βεβαίως ἔδοξεν ἱδρῦσθαι seemed to have got a firm footing, Th. 8.40;ἱ. ἐπὶ τῶν ἵππων Ael.Tact.2.4
.2 settle persons in a place,εἰς τόνδε δόμον E.Alc. 841
; ἐν τοῖς ἀστοῖσιν Ἄρη ἐμφύλιον ἱ. to give a footing to, i.e. excite, intestine war, A.Eu. 862;ἱ. πολλοὺς ἐν πόλει Plu.Pomp. 28
:—[voice] Pass., to be settled, Hdt.8.73; ποῦ κλύεις νιν ἱδρῦσθαι χθονός; S. Tr.68;ἐς Κολωνὰς ἱδρυθείς Th.1.131
; ; of local diseases,πόνος ἐς στῆθος ἱδρυνθείς Hp.Coac. 309
;τὸ ἐν κεφαλῇ.. ἱδρυθὲν κακόν Th.2.49
.3 [voice] Med., establish,τινὰ ἄνακτα γῆς E.Ph. 1008
;τινὰ ἐς οἶκόν τινος Id.Hel.46
; ἱδρύσασθαι τοὺς βίους to choose settled modes of life, D.H.1.68;ἱ. οἴκησιν Pl. Smp. 195e
.4 [tense] pf. [voice] Pass. ἵδρυμαι, of places, to be situated, lie, of a city, Hdt.2.59, cf. A.Pers. 231, Pl.Lg. 745b.5 [voice] Pass., settle down, become quiet, Hp.Epid.3.17.ιέ.II set up, found, esp. in [voice] Med., dedicate temples, statues, etc., Anacr.104, Simon.140, etc.;Πανὸς ἱρόν Hdt.6.105
, cf. 1.105, al.; ; , al.; ἱδρύσασθαι [Ἑρμῆν] set up a statue of H., Ar.Pl. 1153; : also c. dat.,τὴν δαίμον' ἢν ἀνήγαγον ἐς τὴν ἀγορὰν ἄγων ἱδρύσωμαι βοΐ Id.Fr.26D.
:—[voice] Pass.,ἐξ οὗ τὸ ἱρὸν ἵδρυται Hdt.2.44
, cf. 1.172;βωμὸς -ύθη Ar.Fr. 245
; [Πλοῦτος] -υμένος Id.Pl. 1192
; at Athens, ἥρωες κατὰ πόλιν ἱδρυμένοι the heroes who had statues erected to them, Lycurg.1: [tense] pf. [voice] Pass. in med. sense, Hdt.2.42, Men.202.
См. также в других словарях:
Ὑμένος — Ὑμήν Hymen masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑμένος — ὑμήν 1 thin skin masc gen sg ὑμήν 2 thin skin masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιοφθάλμιος — α, ο / περιοφθάλμιος, ον, ΝΜΑ [περιόφθαλμος] αυτός που βρίσκεται γύρω από τον οφθαλμό (α. «περιοφθάλμια χώρα» β. «χήμωσίς ἐστιν ἔπαρμα τοῡ περιοφθαλμίου ὑμένος», Γαλ.) νεοελλ. φρ. «περιοφθάλμια περιτονία» έλυτρο συνδετικού ιστού που περιβάλλει… … Dictionary of Greek
χήμωση — η / χήμωσις, ώσεως, ΝΑ νεοελλ. ιατρ. οιδηματώδης διήθηση τού κερατοειδούς χιτώνα τού ματιού, που προκαλεί τον σχηματισμό επηρμένου δακτυλίου γύρω του αρχ. (κατά τον Γαλ.) «χήμωσίς ἐστι ἔπαρμα τοῡ περιοφθαλμίου ὑμένος ὅ καὶ λευκὸν προσαγορεύουσι… … Dictionary of Greek
ανιδρύω — ανίδρυσα, ύθηκα, υμένος, ανοικοδομώ, ανεγείρω: Τα ιερά της Αθήνας ανιδρύθηκαν μετά την καταστροφή τους από τους Πέρσες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
απολ(ν)ώ — ( ας, ά), υσα, ύθηκα, υμένος 1. μτβ., αφήνω ελεύθερο, εξαποστέλλω: Απόλυσε λυτούς και δεμένους, για να με καταφέρει. 2. αμτβ., τελειώνει κάτι: Όταν έφτασα στην εκκλησία, απολνούσε … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αποπλύνω — και αποπλένω υνα, ύθηκα, υμένος 1. ξεπλένω, καθαρίζω: Απόπλυνα τα ρούχα κι έγιναν πεντακάθαρα. 2. ξεπλένω προσβολή, βρισιά κτλ. που μου έγινε, εκδικούμαι: Για να αποπλύνει, όπως νόμιζε, την προσβολή που του είχε κάνει, τον πυροβόλησε και τον… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)