Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

ύμενος

См. также в других словарях:

  • Ὑμένος — Ὑμήν Hymen masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑμένος — ὑμήν 1 thin skin masc gen sg ὑμήν 2 thin skin masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιοφθάλμιος — α, ο / περιοφθάλμιος, ον, ΝΜΑ [περιόφθαλμος] αυτός που βρίσκεται γύρω από τον οφθαλμό (α. «περιοφθάλμια χώρα» β. «χήμωσίς ἐστιν ἔπαρμα τοῡ περιοφθαλμίου ὑμένος», Γαλ.) νεοελλ. φρ. «περιοφθάλμια περιτονία» έλυτρο συνδετικού ιστού που περιβάλλει… …   Dictionary of Greek

  • χήμωση — η / χήμωσις, ώσεως, ΝΑ νεοελλ. ιατρ. οιδηματώδης διήθηση τού κερατοειδούς χιτώνα τού ματιού, που προκαλεί τον σχηματισμό επηρμένου δακτυλίου γύρω του αρχ. (κατά τον Γαλ.) «χήμωσίς ἐστι ἔπαρμα τοῡ περιοφθαλμίου ὑμένος ὅ καὶ λευκὸν προσαγορεύουσι… …   Dictionary of Greek

  • ανιδρύω — ανίδρυσα, ύθηκα, υμένος, ανοικοδομώ, ανεγείρω: Τα ιερά της Αθήνας ανιδρύθηκαν μετά την καταστροφή τους από τους Πέρσες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • απολ(ν)ώ — ( ας, ά), υσα, ύθηκα, υμένος 1. μτβ., αφήνω ελεύθερο, εξαποστέλλω: Απόλυσε λυτούς και δεμένους, για να με καταφέρει. 2. αμτβ., τελειώνει κάτι: Όταν έφτασα στην εκκλησία, απολνούσε …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αποπλύνω — και αποπλένω υνα, ύθηκα, υμένος 1. ξεπλένω, καθαρίζω: Απόπλυνα τα ρούχα κι έγιναν πεντακάθαρα. 2. ξεπλένω προσβολή, βρισιά κτλ. που μου έγινε, εκδικούμαι: Για να αποπλύνει, όπως νόμιζε, την προσβολή που του είχε κάνει, τον πυροβόλησε και τον… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»