Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

όψιμος

См. также в других словарях:

  • ὄψιμος — late masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • όψιμος — η, ο (Α ὄψιμος, η, ον) 1. αυτός που γεννιέται, γίνεται ή παράγεται μετά από το κατάλληλο και καθορισμένο χρονικό διάστημα, καθυστερημένα 2. (για καρπό) αυτός που ωριμάζει αργά νεοελλ. 1. μτφ. αυτός που εκδηλώνεται με καθυστέρηση («όψιμο… …   Dictionary of Greek

  • όψιμος — η, ο αυτός που γίνεται, γεννιέται αργά, καθυστερημένα (αντίθ. πρώιμος): Όψιμη σπορά. – Όψιμο ενδιαφέρον. – Όψιμες ντομάτες κτλ …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ὀψιμωτέραις — ὄψιμος late fem dat comp pl ὀψιμωτέρᾱͅς , ὄψιμος late fem dat comp pl (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀψίμως — ὄψιμος late adverbial ὄψιμος late masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὄψιμον — ὄψιμος late masc/fem acc sg ὄψιμος late neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀψιμωτάτου — ὄψιμος late masc/neut gen superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀψιμωτάτῳ — ὄψιμος late masc/neut dat superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀψιμωτέρου — ὄψιμος late masc/neut gen comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀψιμώτατος — ὄψιμος late masc nom superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀψιμώτερα — ὄψιμος late neut nom/voc/acc comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»