-
1 ἀνδρεῖος
ἀνδρεῖος ( Her. ἀνδρήϊος, Theocr. 28, 10 ἀνδρέϊος), männlich, den Mann betreffend, dem γυναικεῖος entgeggstzt, αὐλός Her. 1, 17; Plat. δρᾶμα Rep. IV, 451 c; μαϑήματα Alc. 1, 187 a; ὑποδήματα Xen. Cyr. 8, 2, 5; ἱμάτιον Mem. 2, 7, 5; τὸ ἀνδρεῖον, das männliche Glied, Luc. D. meretr. 5 Mort. 28, 2. Dah. bes. männlich, muthig, ῥώμη Her. 7, 153. Bei Plat., der Gorg. 491 b erkl. ἀνδρ. ἱκανοὶ ὄντες, ἃ ἂν νοήσωσιν ἐπιτελεῖν, Ggstz von δειλός, Phaedr. 239 a; oft mit σώφρων vbdn, Prot. 349 ff.; von ϑαῤῥαλέος, dreist, unterschieden, wie von ϑρασύς, Arist. Eth. Nic. 3, 7; τὸ ἀνδρεῖον, Mannskraft, Thuc. 2, 39; τὰ ἀνδρεῖα, die gemeinschaftlichen Mahlzeiten der Männer bei den Kretern, wie die φειδίτια bei den Spartanern, Ath. V, 2, 186 b – Comp. ἀνδρειότερος, superl. - ότατος, Plat. – Adv., ἀνδρείως, männlich, Ar. P. 490; muthig, Plat.
См. также в других словарях:
γενναιότατος — γενναῑότατος , γενναῖος true to one s birth masc nom superl sg γενναῑότατος , γενναῖος true to one s birth masc nom superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διότατος — δῑότατος , δῖος heavenly masc nom superl sg δῑότατος , δῖος heavenly masc nom superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἰκειότατος — οἰκεῑότατος , οἰκεῖος in masc nom superl sg οἰκεῑότατος , οἰκεῖος in masc nom superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναγκαιότατος — ἀναγκαῑότατος , ἀναγκαῖος of masc nom superl sg ἀναγκαῑότατος , ἀναγκαῖος of masc nom superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀραιότατος — ἀραῑότατος , ἀραῖος prayed to masc nom superl sg ἀραῑότατος , ἀραῖος prayed to masc nom superl sg ἀραιός thin masc nom superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑδραιότατος — ἑδραῑότατος , ἑδραῖος sitting masc nom superl sg ἑδραῑότατος , ἑδραῖος sitting masc nom superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Modern Greek grammar — Main article: Modern Greek The grammar of Standard Modern Greek, as spoken in present day Greece and Cyprus, is basically that of Demotic Greek, but it has also assimilated certain elements of Katharevousa, the archaic, learned variety of Greek… … Wikipedia
έκλαμπρος — η, ο (AM ἔκλαμπρος, ον) 1. ολόλαμπρος, πολύ φωτεινός 2. (υπερθ. ότατος) τιμητική προσηγορία κρατικών ή εκκλησιαστικών αξιωματούχων («εκλαμπρότατε άρχοντα») νεοελλ. το αρσ. ως ουσ. ο έκλαμπρος ο στιλβαδάμας, το μπριγιάντι μσν. 1. ένδοξος,… … Dictionary of Greek
αίσχος — το (Α αἶσχος) 1. αισχύνη, ντροπή 2. ατιμία, κακοήθεια 3. στον πληθ. τα αίσχη άσχημες, επαίσχυντες πράξεις νεοελλ. 1. άσχημος, κακός (με επιθετική προσδιοριστική λειτουργία), π.χ. «αυτός ο πίνακας είναι αίσχος» 2. «αίσχος» (επιφών. αποδοκιμασίας)… … Dictionary of Greek
ιδιαίτατος — η, ο (Α ἰδιαίτατος, άτη, ον) ο εντελώς ξεχωριστός, ο ολωσδιόλου εξαίρετος («ὁ δ ἐλέφας ἰδιαίτατον ἔχει τοῡτο τὸ μόριον τῶν ἄλλων ζῷων», Αριστοτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ίδιος + κατάλ. υπερθ. βαθμού αιτατος (αντί οτατος / ωτατος), πρβλ. ησυχ αίτατος, παλ… … Dictionary of Greek
στενός — Όνομα δύο οικισμών. 1. Ορεινός οικισμός (45 κάτ., υψόμ. 500 μ.) στην επαρχία Καλαβρύτων του νομού Αχαΐας. Υπάγεται διοικητικά στην κοινότητα Παγκρατίου. 2. Παράλιος οικισμός (5 κάτ., υψόμ. 30 μ.), στην επαρχία Παρνασσίδας του νομού Φωκίδας.… … Dictionary of Greek