-
121 ὕφορμος
ὕφορμ-ος, ὁ, (Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὕφορμος
-
122 εἴρω
εἴρω (1) (root ϝερ, cf. verbum), assumed pres. for fut. ἐρέω, -έει, -έουσι, part. ἐρέων, ἐρέουσα, pass. perf. εἴρηται, part. εἰρημένος, plup. εἴρητο, fut. εἰρήσεται, aor. part. dat. sing. ῥηθέντι: say, speak, declare; strictly with regard merely to the words said; announce, herald, ( Ἠώς) Ζηνὶ φόως ἐρέουσα, Il. 2.49; ( Ἑωσφόρος) φόως ἐρέων ἐπὶ γαῖαν, Il. 23.226.εἴρω (2) (root σερ, cf. sero), only pass. perf. part. ἐερμένος, plup. ἔερτο: string, as beads; μετὰ (adv.) δ' ἠλέκτροισιν ἔερτο, at intervals ‘was strung’ with beads of amber, Od. 15.460 ; ὅρμος ἠλέκτροισιν ἐερμένος, Od. 18.296; γέφῦραι ἐερμέναι, ‘joined’ in succession, Il. 5.89.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > εἴρω
-
123 εὔορμος
εὔ-ορμος: affording good moorage or anchorage, Il. 21.23. (Od.)A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > εὔορμος
-
124 ὁρμαθός
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ὁρμαθός
-
125 πάνορμος
πάν-ορμος: offering moorage at all points, ‘convenient for landing,’ Od. 13.195†.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > πάνορμος
-
126 ἄνορμος
-
127 ἄφορμος
ἄφ-ορμος, aus dem Hafen; ἀφορμηϑείς, mach dich fort aus meinem Lande -
128 δύςορμος
δύς-ορμος, schlecht zum Anlanden. Auch πνοαί im Hafen: zurückhaltende Winde. Übertr., τὰ δύςορμα, unwegsame Stellen, wo man nicht gut fußen kann
См. также в других словарях:
ὅρμος — cord masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
όρμος — Θαλάσσια περιοχή κατάλληλη για αγκυροβόληση πλοίων, λιμανάκι. Ό. λέγεται και αρχαίο κόσμημα, παρόμοιο με το περιδέραιο, κοσμητικό συμπλήρωμα όχι μόνο της γυναικείας ενδυμασίας αλλά και της αντρικής. Αποτελείται από πολύτιμη αλυσίδα ή νήμα, στην… … Dictionary of Greek
ορμός — Θαλάσσια περιοχή κατάλληλη για αγκυροβόληση πλοίων, λιμανάκι. Ό. λέγεται και αρχαίο κόσμημα, παρόμοιο με το περιδέραιο, κοσμητικό συμπλήρωμα όχι μόνο της γυναικείας ενδυμασίας αλλά και της αντρικής. Αποτελείται από πολύτιμη αλυσίδα ή νήμα, στην… … Dictionary of Greek
Όρμος Αλμύρου — Sp Almỹro įlanka Ap Όρμος Αλμύρου/Ormos Almyrou L Egėjo j. prie Kretos, Graikija … Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė
όρμος — ο μέρος της θάλασσας κατάλληλο για αγκυροβόλημα των πλοίων, αλλ. καραβοστάσι, το, αγκυροβόλι, το … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Όρμος Αγίου Ιωάννη — Οικισμός (υψόμ. 10 μ.) στη πρώην επαρχία Θηβών του νομού Βοιωτίας … Dictionary of Greek
Όρμος Αθηνιός — Οικισμός (υψόμ. 8 μ.) της Θήρας του νομού Κυκλάδων … Dictionary of Greek
Όρμος Αιγιάλης — Οικισμός (υψόμ. 20 μ.) της Αμοργού του νομού Κυκλάδων … Dictionary of Greek
Όρμος Λεμονιάς — Παράλιος οικισμός (υψόμ. 5 μ.) στην πρώην επαρχία Δωρίδος του νομού Φωκίδος … Dictionary of Greek
Όρμος Μαραθόκαμπου — Παράλιος οικισμός (υψόμ. 5 μ.) της Σάμου του νομού Σάμου … Dictionary of Greek
Όρμος Παναγίας — Παράλιος οικισμός (υψόμ. 10 μ.) του νομού Χαλκιδικής … Dictionary of Greek