-
1 оружие
ору́ж||иес τό ὅπλο[ν] / собир. τά ὀπλα:огнестрельное \оружие τό πυροβόλο ὅπλο· холодное \оружие τά ἀγχέμαχα ὅπλα· атомное \оружие τό ἀτομικό ὅπλο· водородное \оружие τά ὑδρο-γονικά ὅπλα· химическое \оружие τά χημικά ὅπλα· браться за \оружие παίρνω τά ὀπλα призывать к \оружиеию καλῶ στά ὅπλα· сложить \оружие καταθέτω τά ὅπλα· бряцать \оружиеием κραδαίνω τά ὅπλα, φοβερίζω μέ τά ὅπλα· к \оружиеию! στά δ,πλα! -
2 оружие
-я ουδ.1. όπλο• όπλα•огнестрельное оружие πυροβόλο όπλο•
холодное оружие όπλα κοφτερά, δίκοπα•
атомное оружие ατομικό όπλο (πυρηνικό)•
химическое оружие χημικό όπλο•
личное -ατομικό όπλο (φερόμενο από κάθε οπλίτη)•
к -ю)! στα όπλα! (παράγγελμα)•
браться (взять(ся) за оружие παίρνω τα όπλα•
призывать к.-ю καλώ στα όπλα.
2. μτφ. (στρατ.) σώμα (πεζικό, πυροβολικό κλπ.). -
3 оружие
оружие с τα όπλα, ο οπλισμός· \оружие массового уничтожения τα όπλα μαζικής καταστροφής* * *сτα όπλα, ο οπλισμόςору́жие ма́ссового уничтоже́ния — τα όπλα μαζικής καταστροφής
-
4 ружьё
-я, πλθ. ружья, -жей, -жьямουδ. όπλο, τουφέκι•охотничье ружьё κυνηγετικό όπλο•
двухствольное ружьё δίκανο (όπλο)•
стрелять из ружья πυροβολώ, τουφεκίζω•
зарядить ружьё οπλίζω το όπλο,
εκφρ.в -! – στα όπλα! (παράγγελμα)•в ружьё стать – συντάσσομαι με το όπλο (ένοπλος)•быть (находить(ся) под -ьём – α) είμαι υπο τα όπλα, έτοιμος για μάχη. β) υπηρετώ στο στρατό•поставить под ружьё – παλ. είδος τιμωρίας σε ορθή στάση με πλήρη οπλισμό και εξάρτηση•призвать под ружьё – καλώ υπο τα όπλα (επιστρατεύω)•стоять под ружьё – στέκομαι ορθός με πλήρη οπλισμό και εξάρτηση (είδος τιμωρίας στον τσαρικό στρατό). -
5 замораживать
замораживать, заморозить 1) καταψύχω 2) перен. παγώνω* \замораживать ядерное оружие παγώνω τα πυρηνικά όπλα* * *= заморозить1) καταψύχω2) перен. παγώνωзамора́живать я́дерное ору́жие — παγώνω τα πυρηνικά όπλα
-
6 огнестрельный
огнестрельный: \огнестрельныйое оружие τα πυροβόλα ( όπλα)* * *огнестре́льное ору́жие — τα πυροβόλα (όπλα)
-
7 браться
брать||ся1. ἀναλαμβάνω;2. (начинать) καταπιάνομαι, ἀρχίζω/ ἐπιχειρώ (предпринимать):\братьсяся за дело καταπιάνομαι μέ τή δουλειά; ◊ \братьсяся за ору́-жие παίρνω τά ὀπλα, ἀρπάζω τά ὀπλα; \братьсяся за ум λογικεύομαι, βάζω γνώση, βάζω μυαλό. -
8 ружье
ружь||ес τό ὅπλο, τό τουφέκι, τό ντουφέκι:автоматическое \ружье τό αὐτόματο (ὅπλο)· противотанковое \ружье τό ἀντιαρματικό τουφέκι· охотничье \ружье τό κυνηγετικά ὅπλο· выстрел из \ружьея ἡ τουφεκιά· стрельба из \ружьея τό τουφεκίδι· стрелять из \ружьея τουφεκώ, ρίχνω μέ τό τουφέκι· ◊ быть под \ружьеем εἶμαι ὑπό τά ὀπλα· призвать под \ружье καλώ ὑπό τά ὀπλα, ἐπιστρατεύω. -
9 сдавать
сдавать Iнесов1. (передавать) (πα-ρα)δίνω, παραδίδω:\сдавать дела παραδίδω (τήν ὑπηρεσία μου) σέ ἄλλον \сдавать вещи в багаж παραδίδω στό βαγόνι ἀποσκευών2. (внаем, в аренду) (έ)νοικιάζω, ἐκμισθώνω·3. (крепость, город и т. п.) παραδίδω, (παρα)δίνω:\сдавать ору́жие παραδίδω τά ὅπλα, καταθέτω τά ὀπλα4. (карты) μοιράζω χαρτιά, κάνω χαρτιά·5. (сдачи) δίνω ρέστα· ◊ \сдавать экзамен δίνω ἐξετάσεις· \сдавать в архив παραδίδω (или βάζω) στό ἀρχεῖο· мотор стал \сдавать τό μοτέρ ἀρχίζει νά χαλάει.сдавать IIнесов (ослабевать) ἀδυνατίζω, ἐξασθενώ:он очень сдал после болезни ἀδυνάτισε πολύ ἀπό τήν ἀρρώστια. -
10 автоматический
автомат||и́ческийприл1. αὐτόματος:\автоматическийи́ческая телефонная станция (АТС) ὁ αὐτόματος τηλεφωνικός σταθμός; \автоматическийи́ческое ору́жие τά αὐτόματα ὀπλα;2. перен (непроизвольный) αὐτοματικός, αὐτόματος:\автоматическийи́ческое движение ἡ αὐτοματική κίνηση. -
11 армия
арм||ияж1. (вооруженные силы) ὁ στρατός, ἡ στρατιά, τό στράτευμα:Советская Армия ὁ Σοβιετικός Στρατός; Красная Армия ист. ὁ Κόκκινος Στρατός; действующая \армия ὁ ἐνεργός στρατός, ὁ στρατός ἐν ἐνεργεία; регулярная \армия ὁ τακτικός (μόνιμος) στρατός; оккупационная \армия ὁ στρατός κατοχής; сухопу́тная \армия ὁ στρατός τής ξηρᾶς; служить в \армияии ὑπηρετώ στον στρατό; призывать в \армияию καλῶ ὑπό τά ὀπλα;2. (войсковое соединение) ὁ στρατός, ἡ στρατιά:ко́иная \армия τό ιππικό. -
12 бряцать
бряца||тьнесов χτυπώ, βροντώ; ◊ \бряцатьть ору́жием κραδαίνω τά ὅπλα, ἀπειλώ νά κάνω πόλεμο. -
13 вооружение
вооружениес1. (действие) ὁ ἐξοπλισμός:\вооружение армии ὁ ἐξοπλισμός τοῦ στρα-τοῦ·2. (военное снаряжение) ὁ ὁπλισμός, ὁ ἐξοπλισμός, ἡ ἀρματωσιά, τά ὅπλα:\вооружение бойца (самолета) ὁ ὁπλισμός τοῦ στρατιώτη (τοῦ ἀεροσκάφους)· сокращение \вооружениеений ἡ μείωση (или ἡ ἐλάττωση) τῶν ἐξοπλισμών· гонка \вооружениеений τό κυνήγι τῶν ἐξοπλισμών. -
14 караул
караулм1. ή. φρουρά:почетный \караул ἡ τιμητική φρουρά· выставить (сменить) \караул βάζω (αλλάζω) φρουρά· нести́ \караул, стоять в (на) \карауле ἐκτελώ ὑπηρεσίαν φρουράς, φρουρῶ· заступа́ть в \караул πιάνω φρουρά·2. межд:\караул1 (на помощь) βοήθεια!· кричать \караул φωνάζω βοήθεια· ◊ взять на \караул воен. παρουσιάζω ὀπλα на \караул! воен. παρουσιάστε! -
15 обращать
обращатьнесов1. (направлять) γυρίζω, στρέφω, μεταστρέφω:\обращать ору́жие против неприятеля στρέφω τά ὅπλα κατά τοῦ ἐχθροϋ· \обращать взоры на кого-л., на что́-либо στρέφω τά βλέμματα μου προς κάποιον (или προς κάτι}· \обращать внимание на что-л. στρέφω τήν προσοχή, ἐφιστῶ τήν προσοχή· \обращать на себя внимание κινῶ τήν προσοχή, προσελκύω τήν προσοχή·2. (убеждать, склонять к чему-л.) προσηλυτίζω·3. (превращать) μεταβάλλω, μεταμορφώνω, μετατρέπω· ◊ \обращать в бегство кого-л. τρέπω εἰς φυγήν κάποιον \обращать в шутку что́-л. τό γυρίζω στό ἀστείο· \обращать на путь истины шутл. ἐπαναφέρω κάποιον στό δρόμο τῆς ἀληθείας, ἐπαναφέρω κάποιον στον ίσιο δρόμο. -
16 огнестрельный
огнестрельн||ыйприл:\огнестрельныйое ору́жие τά (πυροβόλα) ὅπλα \огнестрельныйая рана τό τραῦ-μα (или ἡ λαβωματιά) ἀπό πυροβόλο ὀπλο. -
17 оттачивать
оттачиватьнесов1. ἀκονίζω, τροχίζω, ἀκονώ/ ὀξύνω (заострять):\оттачивать топо́р ἀκονίζω τό τσεκούρι· \оттачивать оружие ἀκονίζω τά ὀπλα· \оттачивать карандаш ξύνω τό μολύβι·2. перен (стиль) τορνεύω. -
18 под
под Iпредлог Α. с вин. и твор. п.1. (при обозначении места) κάτω ἀπό, ὑπό, ἀποκάτω:\под водой κάτω ἀπό τήν ἐπιφάνεια τοῦ νεροῦ· \под столом ἀποκάτω ἀπό τό τραπέζι, ὑπό τήν τράπεζαν спрятаться \под навес κρύβομαι κάτω ἀπό τό ὑπόστεγο· \под тенью деревьев στον ίσκιο τῶν δένδρων, ὑπό τήν σκιάν τῶν δένδρων2. (при обозначении непосредственной близости-\подвозле, вблизи) κοντά, πλησίον, παρά:жить \под Москвой ζῶ κοντά στή Μόσχα, ζῶ πλησίον τῆς Μόσχας· поехать отдыхать \подКйев πηγαίνω γιά ἀνάπαυση κοντά στό Κίεβο· \под Афинами κοντά στήν 'Αθήνα·3. перен κάτω ἀπό, ὑπό:\под командой ὑπό τήν διοίκησιν \под знаменем Ленина κάτω ἀπό τήν σημασία τοῦ Λένιν \под ружьем ὑπό τά ὀπλα· \под огнем ὑπό τό πῦρ· \под арестом ὑπό κράτησιν отдать \под суд παραπέμπω στό δικαστήριο· \под чыо-л. ответственность ὑπ' εὐθύνην κάποιου· Б. с вин. п.1. (при обозначении времени \под непосредственно перед) προς, κατά / τήν παραμονή[ν] (накануне):\под вечер τό δειλινό· \под утро τά χαράματα· \под конец дня προς τό τέλος τῆς ήμέρας· \под конец месяца προς τό τέλος (τά τέλη) τοῦ μηνός· \под Новый год στίς παραμονές τής πρωτοχρονιάς, στίς παραμονές τοῦ Νέου ἐτους·2. (в сопровождении) ὑπό, μέ:\под аккомпанемент μέ συνοδεία, μέ τό ἀκομπανιαμέντο· \под диктовку καθ' ὑπαγόρευση··3. (наподобие) κατ' ἀπομίμησιν:это сделано \под мрамор εἶναι καμωμένο κατ' ἀπομίμησιν τοῦ μαρμάρου, εἶναι καμωμένο σάν μάρμαρο·4. (при указании на назначение предмета \под для) διά, γιά:помещение \под контору (школу) οίκημα γιά γραφείο (γιά σχολείο)· В. с твор. п. (при указании причины \под в результате) ὑπό, κάτω ἀπό:\под действием тепла ὑπό τήν ἐπίδρασιν τής θερμότητος· ◊ ему́ \под сорок κοντεύει τά σαράντα· быть \под вопросом εἶναι ζήτημα ἄν, εἶναι ἀμφίβολο[ν]· под носом у кого́-л. μπροστά στήν μύτη κάποιου· \под видом, \под предлогом ὑπό τό πρόσχημα, μέ τήν πρόφαση· под руку (идти) ἀγκαζέ.под IIм (печи) ὁ πάτος τής σόμπας. -
19 поднимать
поднима||тьнесов1. (с земли, с полу) σηκώνω, ἀνεγείρω, ἀνασηκώνω·2. (кверху) σηκώνω, ὑψώνω, ἀνεβάζω, ἀνυ-ψῶ; \поднимать ру́ку σηκώνω τό χέρι μου· \поднимать гла-за на кого-л. ρίχνω τό βλέμμα μου σέ κάποιον· \поднимать воротник σηκώνω τόν γιακά μου· \поднимать занавес театр. ἀνοίγω τήν αὐλαία θεάτρου· \поднимать флаг ὑψώνω τήν σημαία· \поднимать якорь σηκώνω τήν ἄγκυρα· \поднимать паруса мор. σηκώνω πανιά·3. (повышать, увеличивать) ἀνεβάζω, ὑψώνω, ἀνυψῶ:\поднимать цены ὑψώνω τίς τιμές· \поднимать хозяйство ἀνορθώνω τήν οἰκονομϊα· \поднимать производительность труда ἀνεβάζω τήν παραγωγικότητα τής δουλείας· ◊ \поднимать вопрос ἐγείρω ζήτημα· \поднимать восстание κάνω ἐπανάσταση, σηκώνω ἐπανάσταση· \поднимать тревогу χτυπώ συναγερμό· \поднимать всех на ноги σηκώνω ὀλους στό ποδάρί \поднимать крик βάζω τίς φωνές· \поднимать шум θορυβώ, κάνω θόρυβο· \поднимать пыль σηκώνω σκόνη· \поднимать» дух ἀνεβάζω τό ήθικό· \поднимать ру́ку на кого́-л. σηκώνω χέρι ἐνάντια σέ κάποιον \поднимать кого́-л. на смех κάνω κάποιον περίγελο, γελοιοποιώ· \поднимать ору́жие против кого́-л. σηκώνω (или παίρνω) τά ὀπλα ἐναντίον κάποιου, ἐπαναστατώ· \поднимать голос в защиту кого-л. συνηγορώ γιά κάποιον ·\поднимать целину́ с.-х. ξεχερσώνω, ἐκ-χερσῶ· \поднимать петли и а чулках πιάνω τόν πόντο κάλτσας. -
20 потрясать
потряс||атьнесов1. ἐπισείω, κουνώ, κλονίζω, τραντάζω:\потрясать оружием ἐπισείω τά ὅπλα·2. (удивлять) συνταράσσω, καταπλήσσω:\потрясать до глубины души́ συνταράσσω βαθειά.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ὅπλα — ὅπλον tool neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αγχέμαχα όπλα — Τα όπλα που ενεργούν σε μικρή απόσταση και χρησιμοποιούνται στις μάχες εκ του συστάδην (σώμα με σώμα). Α.ό. (άγχι = κοντά + μάχομαι) στην αρχαία εποχή ήταν το δόρυ, η λόγχη, το ξίφος κ.ά. Στη σύγχρονη εποχή όπλο του είδους είναι η λόγχη, που… … Dictionary of Greek
θὤπλ' — ὅπλα , ὅπλον tool neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θὤπλα — ὅπλα , ὅπλον tool neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁπλάς — ὁπλά̱ς , ὁπλή hoof fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὅπλ' — ὅπλα , ὅπλον tool neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
όπλο — Κάθε μέσο κατασκευασμένο για να χρησιμοποιηθεί για το κυνήγι, για τον πόλεμο ή για την προσωπική άμυνα. Στους πρωτόγονους πληθυσμούς, τα εργαλεία και τα ό. δεν διαφέρουν ουσιαστικά: τα αμύγδαλα, για παράδειγμα, μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν και… … Dictionary of Greek
πόλεμος — Ένοπλος αγώνας στον οποίο καταφεύγουν τα κράτη για να υπερασπίσουν τα δικαιώματα ή τα συμφέροντά τους, όταν τα ειρηνικά μέσα έχουν αποδειχτεί ανώφελα. Παρόμοια σύγκρουση μπορεί να γίνει και μεταξύ αντίθετων μερίδων του ίδιου λαού και τότε… … Dictionary of Greek
Μουσείο, Πολεμικό Ελλάδος — Εγκαινιάστηκε το 1975 και στεγάζεται στη λεωφόρο Βασιλίσσης Σοφίας (στη γωνία με την οδό Ριζάρη), στην Αθήνα. Είναι νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου και υπάγεται στο Υπουργείο Εθνικής Άμυνας. Η συλλογή του αποτελείται από ευρήματα και ιστορικά… … Dictionary of Greek
κυνήγι — Η καταδίωξη άγριων ζώων με σκοπό τον φόνο ή τη σύλληψή τους στο φυσικό τους περιβάλλον. Πρωταρχικό κίνητρο του κυνηγού υπήρξε η προμήθεια τροφής· αργότερα ο κυνηγός χρειαζόταν επίσης τα δέρματα, τα οστά και τις τρίχες των θηραμάτων για την… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Ιστορία (Βυζάντιο, Τουρκοκρατία) — ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΠΕΡΙΓΡΑΜΜΑ ΤΩΝ ΒΥΖΑΝΤΙΝΩΝ ΧΡΟΝΩΝ Η ιστορία του Βυζαντίου, μακρόχρονη και περιεκτική σε γεγονότα, παρουσιάζει εξαιρετικό ενδιαφέρον. Οικοδομημένη πάνω στα θεμέλια ενός οργανωμένου και ισχυρού ρωμαϊκού κράτους, κατέληξε σε μια δομή καθαρά… … Dictionary of Greek