-
1 находить
находить Iнесов1. βρίσκω, εὐρίσκω:\находить деньги на дороге βρίσκω λεφτά στό δρόμο· \находить правильное решение βρίσκω σωστή λύση· \находить оправда́ние βρίσκω δικαιολογία· \находить поддержку (утешение) в чем-л. βρίσκω ὑποστήριξη (παρηγοριά) σέ κάτι· \находить применение ἐφαρμόζομαι, χρησιμεύω· \находить удовольствие в беседе с кем-л. νοιώθω εὐχαρίστηση κουβεντιάζοντας μέ κάποιον2. (приходить к выводу) θεωρώ, κρίνω, βρίσκω:\находить, что собеседник прав θεωρώ πώς ὁ συνομιλητής μου ἔχει δίκηο· врач находит, что больной в тяжелом состоянии ὁ γιατρός κρίνει πώς ἡ κατάσταση τοῦ ἀρρωστου εἶναι σοβαρή· \находить кого-л. красивым βρίσκω ὀμορφο (κάποιον)· ◊ не \находить себе места δέν βρίσκω ἡσυχία, δέν μπορώ νά ἡσυχάσω.находить IIнесов1. (наталкиваться) προσκρούω, συναντώ, τρακάρω:\находить на мель προσαράζω στά ρηχά·2. (надвинувшись, закрывать \находить о туче, облаке) σκεπάζω·3. перен (овладевать, охватывать):на меня находит грусть μέ πιάνει στενοχώρια· что это на тебя иахо́дит? τί σέ πιάνει;·4. (сходиться, собираться) μαζεύομαι, συναθροίζομαι. -
2 себя
себя(себе, собой, собою) мест, воэвр. ἐαυτόν, ἐαυτήν:брать на \себя что́-л. ἀναλαμβάνω κάτι· познай самого́ \себя γνώθι σαυτόν написать от \себя γράφω ἐκ μέρους μου· поставить себе цель βάζω σκοπό μου· пригласить к себе προσκαλώ σπίτι μου· они́ недовольны собой δέν εἶναι εὐχαριστημένοι ἀπ' τόν ἐαυτό τους· он много рассказывал о себе διηγούνταν πολλά γιά τόν ἐαυτό του· ◊ вне \себя ἔξω φρενών приходить в \себя συνέρχομαι· владеть собой συγκρατιέμαι, συγκρατώ τόν ἐαυτό μου· мне не по себе разг δέν ἔχω διάθεση, δέν αίσθάνομαι καλά· за собой (позади) (ἀπό) πίσω μου· сам по себе αδτός καθ' ἐαυτός· προ \себя а) ἀπό μέσα Ι-οο, κατ· ἰδίαν (читать), б) μέ τό ἐαυτό μου, μόνος μου (торить)· быть себе на Уме́ разг εἶναι ιτονηρός, εἶναι τετραπέρατος· хорош собой ἔχει ὅμορφο πα-ροοσιαστικό· само собою разумеется εἶναι αὐτονόητα -
3 βρίσκω
(αόρ. (ε)βρήκα, υποτ. να βρω, παθ. αορ. (ε)βρέθηκα) ματ.1) прям., перен. находить, отыскивать; обнаруживать; обретать (книжн.);βρίσκ τό χαμένο — находить потерянное;
βρίσκω σωστή λύση — находить правильное решение;
βρίσκω δικαιολογία — находить оправдание;
βρίσκω υποστήριξη (παρηγοριά) σε κάτι — находить поддержку (утешение) в чём-л.;
βρίσκω την ησυχία μου — обретать покой:
δεν βρίσκω ησυχία — не находить себе места;
βρίσκω τίς βολές μου — найти своё призвание, обрести себя;
βρήκες την ώρα (или την περίσταση)! ирон. нашёл время!;βρίσκω πρόφαση — находить предлог;
δον βρίσκω λόγους να... — не находить слов, чтобы...;
βρίσκαφορμή να... — находить повод для...;
2) случайно встречать, обнаруживать (тж. перен.); заставать;καλά πού σε βρήκα хорошо, что ты мне встретился; 3) попасть (в цель и т. п.); угодить (об ударе и т. п.);βρίσκω τό σημάδι — попасть в цель;
τον βρήκε η σφαίρα στο μέτωπο пуля угодила ему в лоб;μας βρήκε μεγάλο κακό перен. нас постигло большое несчастье; 4) натыкаться; наталкиваться (тж. перен.);βρίσκ ρόζο — натыкаться на сук;
κάπου βρίσκει το καρφί και δεν πάει μέσα — гвоздь наткнулся на что-то и не идёт дальше;
τα βρίσκω σκούρα ( — или μπαστούνια) — столкнуться с трудностями; — попасть в затруднительное, скверное положение;
βρίσκω τό μπελά μου ( — или τό διά(β)ολό μου) — иметь неприятности с кем-л.;
έχω βρει το μπελά μου μαζύ του у меня с ним одни неприятности; мне с ним просто беда;5) находить, считать, полагать;πώς τον βρίσκεις αυτόν τον άνθρωπο; — что ты думаешь об этом человеке?;
βρίσκω όμορφο κάποιον — находить красивым кого-л.;
τον νόμιζα ειλικρινή και τον βρήκα ψεύτη я считал его искренним человеком, а он оказался лжецом;δεν το βρίσκω σωστό αυτό — я думаю, что это неправильно;
6) угадывать, отгадывать, догадываться; понимать;βρίσκω τό αίνιγμα — отгадать загадку;
δεν μπορώ να βρώ ποιός μού κλέβει τα βιβλία не могу помять, кто ворует у меня книги;7) получать в наследство, наследовать; 8) доставать, добывать; 9) находить, подыскивать, подбирать, покупать; του βρήκαν παλτό πού τού άρεσε ему подобрали пальто по его вкусу; § καλώς σας βρήκα рад вас видеть; очень приятно побывать у вас (ответное приветствие); βρήκε ο κόμπος το χτένι (или τό σουγιά με το λουρί) а) дело застопорилось; б) нашло коса на камень;τί βρίσκεις πού...; — зачем ты...?, какое удовольствие находишь ты в том, что...;
απ' το θεό να το βρεις бог тебе воздаст за твой поступки;άλλοτε τα βρίσκο(υ)με — рассчитаемся в другой раз;
1) — оказаться, очутиться, попасть; — быть, находиться;βρίσκο(υ)μαι
βρίσκο(υ)μαι σε κακά χάλια — оказываться, быть в тяжёлом, скверном положении;
βρίσκουμαι στην ανάγκη — быть в нужде, нуждаться;
2) находиться, помещаться, быть расположенным (о здании и т, п);3) находиться, обнаруживаться; 4) помогать, приходить на помощь; του βρέθηκε σε κάθε ανάγκη του он всегда приходил ему на помощь;- ψαυτό δεν βρίσκεται — это очень редко встречается;
это дефицитная вещь -
4 μουτράκι
-
5 античный
επ.1. αρχαίος (αρχαιοελληνικός, ρωμαϊκός).2. ωραίος, όμορφος (όπως τα αρχαία αγάλματα)•античный нос όμορφη μύτη•
-ое лицо όμορφο πρόσωπο•
античный профиль ωραίο προφίλ.
-
6 изгиб
-а α.καμπή, στροφή, κλώσιμο αγκώνας•река делает изгиб τοποτάμι κάνει αγκώνα•
изгиб дороги στροφή του δρόμου•
красивый лебединой ши το όμορφο τσάκισμα του λαιμού του κύκνου.
-
7 картина
-ы θ.1. πίνακας, εικόνα, ζωγραφιά, ταμπλό•-ы Рафаэля πίνακες του Ραφαήλ•
книга с -ами εικονογραφημένο βιβλίο.
2. αναπαράσταση με τη φαντασία• - прошлого εικόνα από το παρελθόν•-ы детства εικόνες από την παιδική ζωή.
3. για κάτι όμορφο•это не дом, а - αυτό δεν είναι σπίτι, αλλά ζωγραφιά.
|| ζωντανή λογοτεχνική περιγραφή.4. ένα μέρος πράξης δραματικού έργου• σκηνή.5. κινηματογραφική ταινία. -
8 красавец
-вца α. ομορφάνθρωπος, όμορφο παλικάρι. -
9 красный
επ., βρ: -сен, -сни, -сно.1. κόκκινος, ερυθρός•-ое знамя κόκκινη σημαία•
-цвет κόκκινο χρώμα.
2. αριστερός (στις ιδέες).ουσ. ο αριστερός.3. παλ. καλός, όμορφος, ωραίος•-ая девица όμορφο κορίτσι.
4. (λκ.. ποίηση) καθαρός, φωτεινός•красный день καθαρή μέρα.
5. παλ. τιμητικός, επίσημος.εκφρ.- ая Армия – Κόκκινος Στρατός•- ое вино – βαθυκόκκινο κρασί•красный гриб – βλ. подосиновик• -ое дерево ανακάρδιο, ακάιο ξύλο, ακαγιού, μαόνι•красный зверь – το κυνήγι των πιο πολύτιμων αγρίων ζώων•- ая дичь – κυνήγι των πιο πολύτιμων αγρίων νηκτικών πτηνών•- ое каление – η κόκκινη πυράκτωση•- ая икра – κόκκινο χαβιαρι•красный крест – ερυθρός σταυρός•общество -го Креста и полумесяца – σύνδεσμος του Ερυθρού Σταυρού και Ημισελήνου•красный лес – βλ. краснолесье• красный медь χαλκός αμιγής•- ая рыба – τα εκλεκτά ψάρια (οξύρρυγχος, ούσος κ. άλ.)• красный ряд παλ. η σειρά πωλητών υφασμάτων στην αγορά•красный товар – τα υφάσματα•- ое словцо – πετυχημένη λέξη η έκφραση•-ая строки ή строчка – αρχή παραγράφου, κόκκινη σειρά•красный уголок – κόκκινη γωνιά (ιδρύματος)•- ая цена – η ανώτατη τιμή (πράγματος)•-ой нитью проходить ή тянуться – περνώ σαν κόκκινη κλωστή (ξεχωρίζω)•под -ую шапку попасть ή угодить – παλ. στρατεύομαι• στρατολογούμαι•красный звон – η πιο μεγάλη κωδωνοκρουσία•красный фонарь – παλ. κόκκινο φανάρι (οίκος ανοχής)•красный петух – βλ. στη λ. петух• -о говорить μιλώ με ευφράδεια. -
10 личико
-а ουδ.προσωπάκι•смазливое личико όμορφο (χαριτωμένο) πρόσωπο.
-
11 прелесть
-и θ.1. γοητεία, θέλγητρον σαγήνη, συναρπαγή.2. έλξη, τράβηγμα, ατραξιόν.3. πλθ. -и τα γυναικεία κάλη, το όμορφο γυνακείο κορμί.4. πλθ. -и παλ. χάρες, ομορφιές.5. χαϊδ. με τη λ. моя καλή μου. || ως κατηγ. (είναι) θαύμα•это просто-! αυτό είναι απλώς θαύμα!•
что за прелесть женщина! τι θαύμα γυναίκα ειν αυτή!
-
12 прикрасить
-ашу, -асишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. прикрашенный, βρ: -шен, -а, -о;ρ.σ.μ. (για λογοτεχνικό έργο)• παρουσιάζω πιο όμορφο, ωαιοποιώ, ωραιοστολίζω.
См. также в других словарях:
Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… … Dictionary of Greek
ανύμφευτος — κ. ανύφευτος, η, ο (AM ἀνύμφευτος, ον) άγαμος, ανύπαντρος («εδώ κοιμάτ αφέντης μας τ όμορφο παλληκάρι τ όμορφο και τ ανύφευτο, μόν αρραβωνιασμένο», Δημοτικό «Χαῑρε, Νύμφη ἀνύμφευτε», προσφώνηση της Θεοτόκου στον Ακάθιστο Ύμνο «ἀνύμφευτος αἰὲν… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Μουσική — ΑΡΧΑΙΑ ΛΥΡΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ Είναι γνωστό ότι η καταγωγική περιοχή της αρχαίας ελληνικής ποίησης βρίσκεται στις θρησκευτικές τελετουργίες. Ωστόσο, το κύριο σώμα της λυρικής ποίησης χαρακτηρίζεται από έναν ανεξάρτητο χαρακτήρα την εποχή κατά την οποία… … Dictionary of Greek
Μουσείο Μπενάκη — Το Μ.Μ. μετά από εργασίες που διήρκεσαν επτά περίπου χρόνια, άνοιξε τις πόρτες του στο κοινό στις 7 Iουνίου 2000. Tο στεγασμένο σε ένα από τα επιβλητικότερα νεοκλασικά κτίρια της Aθήνας (Κουμπάρη 1) μουσείο ιδρύθηκε από τον ευπατρίδη Aντώνη… … Dictionary of Greek
Φιλιππίνες — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία των Φιλιππινών Συντομευμένη ονομασία: Φιλιππίνες Εκταση: 300.000 τ.χλμ. Πληθυσμός: 84.525.639 (2002) Πρωτεύουσα: ΜανίλαΚράτος της νοτιοανατολικής Ασίας. Βρίσκεται ανατολικά του Βιετνάμ και βρέχεται από τη νότια Σινική … Dictionary of Greek
Ευρώπη — I Μία από τις πέντε ηπείρους. Είναι το μικρότερο τμήμα του κόσμου μετά την Αυστραλία και την Ωκεανία. Από μία άποψη θα μπορούσε να θεωρηθεί το ακραίο δυτικό τμήμα της Ασίας, της οποίας αποτελεί τη φυσική προέκταση. Πράγματι, δεν υπάρχουν φυσικά… … Dictionary of Greek
Τυρταίος — Αρχαίος Έλληνας ποιητής (γεννημένος, κατά την πιθανότερη εκδοχή, στη Λακεδαίμονα), που διακρίθηκε γύρω στο 650 π.Χ., όταν με τα τραγούδια του ενθουσίασε, κατά τον B’ Μεσσηνιακό πόλεμο τους Σπαρτιάτες στον αγώνα τους εναντίον των γειτόνων τους… … Dictionary of Greek
άνθος — Βασικό τμήμα κάθε φυτού, αν και υπάρχουν φυτά που δεν ανθοφορούν.Λέγεται και λουλούδι. Το ά. είναι το μέρος του φυτού που περιέχει τα όργανα της εγγενούς αναπαραγωγής· κατά κανόνα είναι το πιο όμορφο, το πιο φανταχτερό και το πιο ευωδιαστό μέρος… … Dictionary of Greek
άρα — (ara). Κοινή ονομασία διαφόρων ψιττακομόρφων αναρριχητικών πουλιών, που ζουν στις τροπικές περιοχές της Βόρειας και της Νότιας Αμερικής. Οι ά. ζουν μέσα στα δάση, όχι πολύ μακριά από τα ποτάμια, φτιάχνουν τις φωλιές τους μέσα σε κοιλότητες… … Dictionary of Greek
άσχημος — και άσκημος, η, ο (AM ἄσχημος, ον) Ι. αυτός που δεν έχει ωραία εμφάνιση, δύσμορφος μσν. νεοελλ. 1. δυσάρεστος, δυσμενής («άσχημα μαντάτα») 2. (για λόγια) προσβλητικός, υβριστικός 3. (για παράπτωμα) σοβαρός νεοελλ. 1. φοβερός, οικτρός 2. κακός,… … Dictionary of Greek
ανθός — Βασικό τμήμα κάθε φυτού, αν και υπάρχουν φυτά που δεν ανθοφορούν.Λέγεται και λουλούδι. Το ά. είναι το μέρος του φυτού που περιέχει τα όργανα της εγγενούς αναπαραγωγής· κατά κανόνα είναι το πιο όμορφο, το πιο φανταχτερό και το πιο ευωδιαστό μέρος… … Dictionary of Greek