Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

όμορφος

См. также в других словарях:

  • όμορφος — η, ο 1. αυτός που έχει ωραία μορφή, ωραίος, καλοφτειαγμένος 2. (κατ επέκτ.) καλός 3. το θηλ. ως ουσ. η όμορφη ωραία γυναίκα. επίρρ... όμορφα 1. με όμορφο τρόπο, ωραία 2. όπως πρέπει («κάτσε όμορφα»). [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. εύμορφος] …   Dictionary of Greek

  • όμορφος — η, ο επίρρ. α 1. ευχάριστος, καλός: Πιο γλυκιά και πιο όμορφη και πιο δυνατήη φωνή του γίνεται όσο αυτό παλιώνει (Πολέμης). 2. ωραίος, καλοκαμωμένος, καλοφτιαγμένος: Ήταν έναπολύ όμορφο παλικάρι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ομορφαίνω — [όμορφος] 1. καθιστώ κάποιον ή κάτι όμορφο, εξωραΐζω («κι ο ήλιος όλα τα ομορφαίνει», Παλαμ.) 2. γίνομαι όμορφος ή ομορφότερος («μεγάλωσε και ομόρφηνε») …   Dictionary of Greek

  • ομορφίζω — [όμορφος] ομορφαίνω …   Dictionary of Greek

  • εύμορφος — η, ο και ἔμορφος, η, ο και ὄμορφος, η, ο (ΑΜ εὔμορφος, ον) 1. αυτός που έχει ωραία μορφή, ωραίος, καλοκαμωμένος («εὐμόρφων δὲ κολοσσῶν ἔχθεται χάρις ἀνδρί» η χάρη τών ωραίων εικόνων, αγαλμάτων, είναι μισητή στον άνδρα [ο οποίος επιθυμεί τη… …   Dictionary of Greek

  • πεντάμορφος — η, ο / πεντάμορφος και πεντέμορφος, ον, ΝΑ αυτός που έχει πέντε μορφές ή πέντε σχήματα νεοελλ. 1. πολύ όμορφος, πανέμορφος 2. το θηλ. ως ουσ. η Πεντάμορφη (λαογρ.) τύπος νέας κόρης με εκθαμβωτική ομορφιά, που είναι η αγαπημένη ηρωίδα πολλών… …   Dictionary of Greek

  • άσχημος — και άσκημος, η, ο (AM ἄσχημος, ον) Ι. αυτός που δεν έχει ωραία εμφάνιση, δύσμορφος μσν. νεοελλ. 1. δυσάρεστος, δυσμενής («άσχημα μαντάτα») 2. (για λόγια) προσβλητικός, υβριστικός 3. (για παράπτωμα) σοβαρός νεοελλ. 1. φοβερός, οικτρός 2. κακός,… …   Dictionary of Greek

  • ευγενής — ές (ΑΜ εὐγενής, ές, Α εὐηγενής, ὲς και ἠϋγενής, ές) 1. αυτός που κατάγεται από καλή, αρχοντική γενιά 2. (για ζώα) αυτός που προέρχεται από καλή ράτσα («εὐγενὴς λέων», Αισχύλ.) 3. (για φυτά) εκλεκτής ποιότητας («εὐγενεῑς κλάδοι», Αιλ.) 4. φρ.… …   Dictionary of Greek

  • καλός — Ονομασία δύο οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 410 μ., 101 κάτ.) στην πρώην επαρχία Τεμένους του νομού Ηρακλείου. Βρίσκεται στο δυτικό τμήμα του νομού, 27 χλμ. ΝΔ της πόλης του Ηρακλείου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Τεμένους. 2.… …   Dictionary of Greek

  • μορφονιός — ιά 1. όμορφος νέος, ομορφοκαμωμένος («έρχονται οι μορφονιές και κλαιν και μείρονται και τον αγαπημένο τους γυρεύουν», Πορφύρ.) 2. νέος που κάνει τον ωραίο («τήν τριγυρίζουν πολλοί μορφονιοί»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ομορφονιός < όμορφος + νέος / νιος,… …   Dictionary of Greek

  • ολόμορφος — η, ο πάρα πολύ όμορφος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ολ(ο) * + όμορφος] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»